Με απόφαση της αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Αικατερίνης Ρούμπου και με το ερώτημα περί «παραβίασης δικαστικού απορρήτου» ερευνάται η υπόθεση που σχετίζεται με την Τράπεζα της Ελλάδος και τα funds. Ειδικότερα η αντεισαγγελέας διαφώνησε με την άποψη του εισαγγελέα Πρωτοδικών για να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση που κίνησε η Συντονιστική των δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα Ελλάδος είχε προαναγγείλει την απόφαση του Αρείου πάγου υπέρ των funds. Ουσιαστικά, η αντιεισαγγελέας ζητά να διενεργηθεί εκ νέου η προκαταρκτική εξέταση...
Η σχετική καταγγελία είχε εκφραστεί από τη συντονιστική των δικηγόρων υπό τον Δημήτρη Βερβεσό με ανακοίνωση και τον Δικηγορικό Σύλλογο Αιγίου με αναφορά στην εισαγγελία του προέδρου του, Γ. Μπέσκου, τον Νοέμβριο του 2022, σύμφωνα με τις οποίες η τράπεζα Ελλάδος σε ανύποπτο χρόνο και σίγουρα πολύ πριν συζητηθεί στον Άρειο Πάγο «προανήγγειλε τη θετική για τα funds απόφαση σχετικά με τη νομιμοποίησή τους ή όχι να διενεργούν πλειστηριασμούς».
Σημειώνεται ότι η υπόθεση τέθηκε προς συζήτηση στα τέλη Ιανουαρίου στον Άρειο Πάγο, του οποίου η Ολομέλεια –με συντριπτική πλειοψηφία και με πρωτοφανή ταχύτητα– τάχθηκε υπέρ της δυνατότητας των εταιρειών διαχείρισης «κόκκινων» ενυπόθηκων δανείων servicers να βγάζουν σε πλειστηριασμό σπίτια, που αποτελούν πρώτη κατοικία. Σύμφωνα με την απόφαση (που εκδόθηκε σε χρόνο ρεκόρ, μόλις δύο εβδομάδες από την εισαγγελική πρόταση), οι servicers θα μπορούν να προβαίνουν σε πράξεις εκτέλεσης ως δικαιούχοι διάδικοι για λογαριασμό των funds.
Υπέρ των funds είχε ταχθεί και ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, στις 26 Ιανουαρίου, όταν συζητήθηκε το θέμα στην Ολομέλεια. Τότε συζητήθηκε η απόφαση 822/22, που εκδόθηκε από τμήμα του Άρειου Πάγου, η οποία επικύρωνε αποφάσεις εφετείων που έκριναν ότι οι servicers που διαχειρίζονται κόκκινα ενυπόθηκα δάνεια τα οποία απέκτησαν ξένα funds με βάση τον νόμο του 2003, δεν έχουν το δικαίωμα βάσει του συγκεκριμένου νόμου να προχωρούν σε πλειστηριασμούς και άλλα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των δανειοληπτών.
Η απόφαση αυτή επηρεάζει πάνω από 700.000 δανειολήπτες που φοβόντουσαν ότι οι κατοικίες τους θα μπορούν να βγουν σε πλειστηριασμό από τα funds, τα οποία αγόρασαν για ελάχιστα χρήματα την πρώτη κατοικία τους από τις τράπεζες.
Η αντίδραση των δικηγόρων
Από τα τέλη Νοεμβρίου του 2022 οι δικηγόροι είχαν αντιδράσει σε αναφορά της Τράπεζας της Ελλάδος στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας, μηνός Νοεμβρίου 2022. Όπως κατήγγειλαν στη σελίδα 91 της Έκθεσης αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού διαπιστώνει ότι η ικανότητα των εν λόγω εταιρειών να διαχειριστούν τα δάνεια δυσχεραίνεται από την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 822/2022 και τις σχετικές εφετειακές αποφάσεις αναφορικά με τη νομιμοποίησή τους να προβούν σε δικαστικές ενέργειες και κυρίως να συμμετέχουν σε διαδικασίες πλειστηριασμών, προαναγγέλλει, επί της ουσίας, την άρση των περιορισμών αυτών, που έθεσαν οι δικαστικές αποφάσεις, τους επόμενους μήνες, είτε με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, γεγονός που έχει αρνηθεί δημόσια ο Υπουργός Οικονομικών, είτε με ανατροπή της απόφασης του Αρείου Πάγου, από την Ολομέλεια όπου και εκκρεμεί η συγκεκριμένη ένδικη διαφορά. «Σε ένα κράτος δικαίου, οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται από τα αρμόδια Δικαστήρια, μετά από συζήτηση των υποθέσεων και αφού ληφθούν υπόψη τα στοιχεία του φακέλου. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει καμία εξουσία να παρεμβαίνει. Τις αποφάσεις τις εκδίδουν δικαστές και όχι Τραπεζίτες και Funds».
Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Απόστολος Ανδρέου γνωστοποίησε με έγγραφό του στην εισαγγελία Εφετών, πως εξέτασε ως μάρτυρες για την καταγγελία του κ.κ. Μπέσκο και Μανωλόπουλο (πρόεδρο και αντιπρόεδρο του ΔΣ Αιγίου που υπέβαλλαν την αναφορά) και ζητεί τη σύμφωνη γνώμη για να θέσει την υπόθεση στο αρχείο δεδομένου ότι «Από τα παραπάνω αναφερόμενα δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις (βάσιμη πιθανολόγηση) για να κινηθεί ποινική δίωξη για οποιαδήποτε πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη και για το λόγο αυτό έθεσα την δικογραφία στο αρχείο, κατ΄αρθρο 43 Κ.Π.Δ. Παρακαλώ να εγκρίνεται την ενέργειά μου αυτή, εφόσον συμφωνείτε, άλλως παραγγείλετε το κατά την κρίση σας ορθό».
Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, η αντεισαγγελέας Εφετών Αικατερίνη Ρούμπου, επέστρεψε τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εφετών, διαφωνώντας με την αρχειοθέτηση της και ζητώντας την εκ νέου διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα του άρθρου 251 του ΠΚ «περί παραβίασης δικαστικού απορρήτου».
Τι αναφέρει το άρθρο 251 του ΠΚ
«περί παραβίασης δικαστικού απορρήτου».
Όποιος καλείται κατά νόμο να ασκήσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποιεί σε άλλον, αφήνει να περιέλθει στην κατοχή ή γνώση άλλου, ανακοινώνει ή διαδίδει δικαστικό απόρρητο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν με την πράξη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν τελέστηκε μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου.
Το δικαστικό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με:
α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου,
β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία,
γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης,
δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή
ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής.