Αλλάζει τη φορολογία για ένα εκατομμύριο ελεύθερους επαγγελματίες η κυβέρνηση, ύστερα και από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκθεση μεταπρογραμματικής εποπτείας.
Θυμίζουμε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι της τελευταίας παρέμβασης, καθώς από το 2020 είδαν τη φορολογική τους επιβάρυνση να μειώνεται λόγω της ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας με τον συντελεστή 9% που εφαρμόζεται για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, αλλά και την «κατάργηση» της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Οι επαγγελματίες φαίνεται να είναι από τους ευεργετημένους της φορολογικής και ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σε αντίθεση με τη μισθωτή εργασία, καθώς μειώθηκε σημαντικά η φορολογία τους, καταργήθηκε και γι’ αυτούς η εισφορά αλληλεγγύης, μειώθηκε η προκαταβολή φόρου, ενώ οι εισφορές που καταβάλλουν είναι θέμα… επιλογής τους.
Στο πλαίσιο της νέας φορολογικής μεταρρύθμισης δρομολογείται όμως, όπως έχει δεσμευτεί στο πρόγραμμά της η Νέα Δημοκρατία, η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και το «κούρεμα» κατά 30% μεσοσταθμικά των τεκμηρίων διαβίωσης από 1η Ιανουαρίου 2025. Άλλωστε το 2021 το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων που δηλώθηκαν από ελεύθερους επαγγελματίες ανήλθε σε 48,6 δισ. ευρώ, αλλά τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη ήταν μόλις 4,2 δισ. ευρώ ή το 8,6% επί του τζίρου.
Σημαντικό να αναφέρουμε είναι το γεγονός ότι τον περασμένο Νοέμβριο το ΥΠΟΙΚ είχε αναθέσει στο ΙΟΒΕ την εκπόνηση μελέτης για τις αλλαγές στη φορολογία των ελευθέρων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων, η οποία κρατήθηκε μυστική, για ευνόητους λόγους, κατά την προεκλογική περίοδο.
«Φωτιά» ΙΟΒΕ και ΑΑΔΕ
Σήμερα, τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης αλλά και της ΑΑΔΕ επικαλούνται η Κομισιόν και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου επτά στους δέκα δηλώνουν καθαρά κέρδη έως 10.000 ευρώ, ενώ το 55% δηλώνει εισοδήματα έως 5.000 ευρώ, κάτω δηλαδή και από τα όρια της φτώχειας.
Συγκεκριμένα, τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, που αφορούν τις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν το 2020, έδειξαν ότι:
● 86.060 ή το 23,5% δηλώνει εισοδήματα έως 1.000 ευρώ ετησίως.
● 202.547 επαγγελματίες ή το 55,2% δηλώνει εισοδήματα έως 5.000 ευρώ ετησίως.
● 268.027 επαγγελματίες ή το 73,1% δηλώνει εισοδήματα έως 10.000 ευρώ ετησίως.
● 323.104 επαγγελματίες ή το 88,1% δηλώνει εισοδήματα έως 20.000 ευρώ ετησίως.
● 344.292 επαγγελματίες ή το 93,9% δηλώνει εισοδήματα έως 30.000 ευρώ ετησίως.
● 365.088 επαγγελματίες ή το 99,5% δηλώνει εισοδήματα έως 100.000 ευρώ ετησίως.
● Μόλις 1.699 επαγγελματίες ή το 0,5% δηλώνει ετήσια εισοδήματα πάνω από 100.000 ευρώ.
Έτσι, παρά τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η φοροδιαφυγή στον κλάδο των αυτοαπασχολουμένων παραμένει σε υψηλά επίπεδα, όπως αποκαλύπτουν οι έλεγχοι του φοροελεγκτικού μηχανισμού αλλά και η αποτυχία των «χρυσών» αποδείξεων από 20 επαγγελματικούς κλάδους, οι οποίες δίνουν έκπτωση φόρου έως 2.200 ευρώ στους φορολογουμένους.
Το πρόβλημα με τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι ότι δηλώνουν εξαιρετικά χαμηλά καθαρά κέρδη και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν είναι ελάχιστος και σίγουρα πολύ μικρότερος σε σχέση με τους μισθωτούς, ενώ συγχρόνως, αποκρύπτοντας εισοδήματα από την εφορία, επωφελούνται από όλα τα επιδόματα που είναι διαθέσιμα για τα χαμηλά εισοδήματα, όπως τα καυσίμων, θέρμανσης κ.λπ.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι επίσης ότι απέτυχε το μέτρο της χορήγησης πρόσθετης έκπτωσης για δαπάνες πληρωμένες με ηλεκτρονικά μέσα προς 20 κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών, προκειμένου να έχουν ισχυρή έκπτωση φόρου, καθώς οι δαπάνες που δηλώθηκαν στο Taxisnet ήταν ελάχιστες και οδηγούν σε επανεξέταση ή και κατάργηση του μέτρου.
Τα μέτρα που εξετάζονται
Κατά την Κομισιόν, η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρωζώνη και δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Ρουμανία στην «κλοπή» του ΦΠΑ, με τεράστιες απώλειες εσόδων άνω των 5 δισ. ευρώ το 2021, με το 25,8% του ΦΠΑ να μην καταλήγει στα κρατικά ταμεία.
Σύμφωνα και με τις διαπιστώσεις της Κομισιόν και του ΙΟΒΕ, το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες εκδίδουν κατά το δοκούν αποδείξεις για τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και μόνο αν πιεστούν από τον πελάτη. Αλλά, ακόμη και αν εκδώσουν αποδείξεις, δηλώνουν παράλληλα υψηλές δαπάνες, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται τα φορολογητέα καθαρά κέρδη. Στο πλαίσιο αυτό, οι λύσεις που εξετάζονται είναι:
1. Ο περιορισμός της δυνατότητας έκπτωσης των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα.
2. Να αναγνωρίζονται προς έκπτωση από το εισόδημα μόνο οι δαπάνες – έξοδα που εγγράφονται στα myDATA.
3. Η αλλαγή των Μοναδικών Συντελεστών Καθαρού Κέρδους, ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα μείωσης των καθαρών κερδών.
4. Η διατήρηση των τεκμηρίων κατ’ εξαίρεση για τους ελεύθερους επαγγελματίες, στην περίπτωση που μειωθούν ή καταργηθούν για τους μισθωτούς.
5. Η αύξηση των φορολογικών ελέγχων, ειδικά των τραπεζικών λογαριασμών των ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων.
6. Η επέκταση και η υποχρεωτική χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
7. Η υποχρέωση γιατρών, δικηγόρων και άλλων ελευθέρων επαγγελματιών να τηρούν ψηφιακό πελατολόγιο, το οποίο θα μπορεί άμεσα να διασταυρώνεται με τα δηλωθέντα εισοδήματα και τις τραπεζικές καταθέσεις του επαγγελματία.
8. Η καθιέρωση του ψηφιακού δελτίου αποστολής, που θα εφαρμοστεί πιλοτικά έως τον προσεχή Δεκέμβριο και υποχρεωτικά εντός του 2024.
9. Η υποχρεωτική χρήση των POS σε όλη την αγορά και σε όλη τη χώρα (ακόμη και σε χωριά).
Επιπλέον στο τραπέζι των συζητήσεων είχε πέσει η ιδέα της επαναφοράς των τεκμηρίων που ίσχυσαν τη δεκαετία του 1990, ώστε οι ελεύθεροι επαγγελματίες να φορολογούνται για ένα ελάχιστο ποσό καθαρών κερδών. Αυτό μπορεί να γίνει με τη διατήρηση του τέλους επιτηδεύματος για όσους δηλώνουν καθαρά κέρδη από ένα ορισμένο ποσό και κάτω ή εναλλακτικά να καθιερωθεί άλλο «πέναλτι» για τους εμφανιζόμενους ελεύθερους επαγγελματίες με εισοδήματα φτώχειας.