Διπλή γροθιά στην ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης προβλέπει το Bloomberg Economics, εκτιμώντας ότι οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα μειώσουν την οικονομική παραγωγή την ώρα που θα γίνεται αισθητός ο... αντίκτυπος της αλλαγής πλεύσης- μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση- όσον αφορά τις κρατικές δαπάνες, που πλέον επιστρέφουν στην πολιτική των μέτρων στήριξης… με μέτρο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg Economics με βάση το μοντέλο SHOK, η οικονομία της Ευρωζώνης θα «αισθανθεί» το 2024 τις συνέπειες του υψηλού κόστους δανεισμού, μετά από τις συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων και την σύσφιξη της πολιτικής της ΕΚΤ προκειμένου να θέσει υπό έλεγχο τον υψηλό πληθωρισμό. Παράλληλα, ανάλογα με την πορεία των τιμών της ενέργειας, η άρση των μέτρων στήριξης που προωθείται, με την στήριξη της Γερμανίας, θα μπορούσε να το φέρει το πλήγμα της οικονομίας κοντά στο 5%.
Γιατί το 2024; Μέχρι τον Ιανουάριο, θα έχουν συμπληρωθεί 18 μήνες από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων. Τότε η επίδραση της αύξησης αναμένεται να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδό της.
Τον ίδιο μήνα, θα τερματιστεί, μετά από τέσσερα χρόνια, η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που περιορίζουν το χρέος και τα ελλείμματα. Για τέσσερα χρόνια οι κυβερνήσεις είχαν περιθώριο να ρίξουν χρήματα στην οικονομία για να μετριάσουν τους κραδασμούς της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Σημειώνεται ότι είναι σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο πλαίσιο, ωστόσο, το αποτέλεσμα θα επαναφέρει τουλάχιστον κάποιο είδος ορίου. Μόλις τον περασμένο μήνα, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συμφώνησαν ότι «η σταδιακή και ρεαλιστική δημοσιονομική εξυγίανση είναι δικαιολογημένη».
«Στους επόμενους 12 μήνες θα ζήσουμε σε μια περίοδο όπου θα έχουμε το μέγιστο αποτέλεσμα της νομισματικής σύσφιξης ταυτόχρονα με μια δημοσιονομική σύσφιξη», όπως το έθεσε ο Gregory Claeys, του think tank Bruegel.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων απειλεί να εγκλωβίσει τη ζώνη του ευρώ, σχολιάζει το αμερικανικό πρακτορείο. «Ο κίνδυνος είναι ότι η ανθεκτικότητα που έχει δείξει μέχρι στιγμής η οικονομία γεννά εφησυχασμό ενώ η νομισματική σύσφιξη έχει έρθει με καθυστέρηση», εξηγεί ο Jamie Rush του Bloomberg Economics, ο οποίος συνέγραψε την έρευνα με τη Maeva Cousin. «Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις πιθανόν δεν θα μπορέσουν εύκολα να σταθεροποιήσουν τη δραστηριότητα».
Μέχρι στιγμής, όντως η οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική. Η Ευρωζώνη παρέκαμψε τη χειμερινή ύφεση και στη συνέχεια ανέκαμψε το δεύτερο τρίμηνο, αν και με άνιση απόδοση μεταξύ των χωρών της καθώς η Γερμανία παρέμεινε στάσιμη και η Ιταλία συρρικνώθηκε.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η ΕΚΤ και τα οικονομικά επιτελεία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αντιμετωπίζουν μία σημαντική πρόκληση: είναι η οικονομία αρκετά εύρωστη για να αντέξει αυτό το πλήγμα χωρίς να διολισθήσει σε επιζήμια ύφεση; Παράλληλα, δημιουργείται ένα μεγάλο δίλημμα για την ΕΚΤ καθώς προσπαθεί να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό.
Οι αγορές επιλογών εκτιμούν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν θα ταραχτούν και θα μειώσουν γρήγορα τα επιτόκια. Όμως τα επίσημα μηνύματα της ΕΚΤ κάνουν λόγο για παρατεταμένη περίοδο υψηλότερου κόστους δανεισμού. Όπως αναγνώρισε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ τον περασμένο μήνα, αφού άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων, οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές έχουν «επιδεινωθεί».
Ένα βασικό μέρος της συζήτησης για την οικονομία είναι ο βαθμός στον οποίο οι δημοσιονομικοί κανόνες θα είναι αρκετά ευέλικτοι ώστε να επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής πίεσης. Το θέμα αυτό όμως έχει ήδη χωρίσει την ΕΕ στα γνωστά δύο στρατόπεδα μεταξύ των χωρών της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης. Το ένα ζητάει αυτόματα όρια και το άλλο ευελιξία.
Ακόμη και χωρίς σημαντική αλλαγή στην πολιτική της ΕΕ, τα αυξημένα επίπεδα χρέους που έχουν κληρονομήσει οι κυβερνήσεις από την εποχή της πανδημίας, μαζί με το υψηλότερο κόστος δανεισμού και τον συνεχή έλεγχο της αγοράς, θα μπορούσαν να σημαίνουν μειωμένο περιθώριο δράσης, σημειώνει το Bloomberg, εκτιμώντας παράλληλα πως στην περίπτωση ύφεσης της οικονομίας, η ΕΚΤ θα γίνει το επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων, ειδικά με φόντο τη διενέργεια των Ευρωεκλογών τον Ιούνιο του 2024.
«Θα είναι όλο και πιο δύσκολο να υπερασπιστούμε τη διατήρηση των επιτοκίων τόσο υψηλά», όπως δήλωσε η επικεφαλής οικονομολόγος της ADA Economics, Raffaella Tenconi. «Αν δεν υπάρξει στροφή, τότε η επόμενη χρονιά θα είναι βάναυσα επώδυνη».
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Bloomberg Economics, το καλύτερο σενάριο για το 2024 είναι μια ήπια ύφεση της οικονομίας, αλλά οι οιωνοί δεν δείχνουν να επαληθεύεται. «Ο κίνδυνος είναι τα υψηλότερα επιτόκια να πλήξουν τελικά την οικονομία τόσο σκληρά όσο προβλέπουν τα μοντέλα», είπε ο Rush. «Και οι κυβερνήσεις με υψηλά βάρη χρέους που αντιμετωπίζουν σοβαρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς δεν θα είναι σε θέση να επιτελέσουν τον σταθεροποιητικό ρόλο που είχαμε συνηθίσει».