Θεόφραστος Ανδρεόπουλος
Οι ΗΠΑ απώλεσαν το AAA για πρώτη φορά από το 2011, από τον οίκο αξιολόγησης Fitch Ratings ο οποίος υποβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο του αμερικανικού δημοσίου κατά μια βαθμίδα, στο AA+, επικαλούμενος τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις γύρω από το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους, οι οποίες «διάβρωσαν» την οικονομική διακυβέρνηση.
Πρόκειται για ένα ακόμα «κατόρθωμα» της κυβέρνησης Μπάιντεν, καθώς υπό την διακυβέρνησή της οι ΗΠΑ πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Αξίζει να σημειωθεί πως και το 2011, η χώρα βρίσκονταν και πάλι υπό τον έλεγχο των Δημοκρατικών και αυτό καταδεικνύει την επιτυχία της διακυβέρνησης Τραμπ όπου όλοι οι οικονομικοί δείκτες είχαν «εκτοξευτεί».
Ο S&P ήταν ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που αποφάσισε να στερήσει από τις ΗΠΑ το «τριπλό άλφα» το 2011 και δεν τις έχει αναβαθμίσει έκτοτε, τις διατηρεί στο AA+.
Μόνο ο Moody’s διατηρεί τη χώρα, μέχρι σήμερα, στην υψηλότερη βαθμίδα ως προς την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Ο Fitch επικαλούμενος τις «επανειλημμένες» κρίσεις «για το όριο του χρέους», υπογραμμίζοντας πως οι «πολιτικές συγκρούσεις (…) και οι αποφάσεις της τελευταίας στιγμής διάβρωσαν την εμπιστοσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών» στην Ουάσιγκτον, αποφάσισε να αποδώσει αυτό που πραγματικά συμβαίνει στις ΗΠΑ επί διακυβέρνησης Μπάιντεν.
Με λίγα λόγια, τα αμερικανικά προβλήματα δεν μπορούσαν να κρυφτούν πλέον κάτω από το «χαλί» και η προστασία που απολάμβανε από το σύστημα η διακυβέρνηση Μπάιντεν άρχισε να φθίνει.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να κηρύξουν στάση πληρωμών. Αν και για δεκαετίες επρόκειτο απλά για τυπική διαδικασία, τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει μετατραπεί επανειλημμένα στο αντικείμενο επαναλαμβανόμενων πολιτικών μαχών και αυτό λόγω της αποδυνάμωσης του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Πριν οι Αμερικανοί απλώς τύπωναν δολάρια χωρίς να ρωτούν κανέναν διότι ήξεραν πως θα εξαχθούν και θα «εξαχθούν».
Στις αρχές του Ιουνίου, η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν και η αντιπολίτευση, οι Ρεπουμπλικάνοι, κατέληξαν in extremis σε συμφωνία για το ζήτημα.
Μολαταύτα, πέραν της συμφωνίας αυτής, «υπήρξε διαρκής επιδείνωση των κανόνων της διακυβέρνησης κατά των διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών και του χρέους», επιχειρηματολόγησε ο οίκος.
Βραχυπρόθεσμα, η απόφαση του οίκου «μπορεί να οδηγήσει ορισμένους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους» στα ομόλογα που εκδίδει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, εκτίμησε ο Μίκι Λέβι της Berenberg.
Η απόφαση του Φιτς αντιμετωπίστηκε με οργή από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν η οποία με κάθε τρόπο και μέσον θέλει να παρουσιάζει μία εικονική πραγματικότητα στους Αμερικανούς με την βοήθεια βεβαίως των mainstream ΜΜΕ.
«Διαφωνώ έντονα με την απόφαση του Fitch Ratings. Η μεταβολή (…) είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε παρωχημένα στοιχεία», είπε η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από τις υπηρεσίες της.
«Διαφωνούμε σθεναρά με την απόφαση αυτή», τόνισε σε εξίσου υψηλό τόνο η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, η Καρίν Ζαν-Πιερ, επιρρίπτοντας ευθύνες στον πρώην πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, πως ευθύνεται για την επιδείνωση των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη ο οίκος!
«Αψηφά την πραγματικότητα το να υποβαθμίζονται οι ΗΠΑ τη στιγμή που ο πρόεδρος Μπάιντεν έφερε την πιο ισχυρή ανάκαμψη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία στον κόσμο», και φυσικά όλοι απόρρησαν με τους ισχυρισμούς αυτούς και κυρίως από που… προκύπτουν.
Η «αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση κατά τη διάρκεια των τριών προσεχών ετών», καθώς και το «άχθος του υψηλού και αυξανόμενου δημοσίου χρέους» αποτελούν σημαντικά ρίσκα, αναφέρει ο οίκος Fitch.
«Η κυβέρνηση δεν διαθέτει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο (…) και έχει περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι παράγοντες αυτοί, όπως και τα οικονομικά σοκ, οι μειώσεις των φόρων και νέες πρωτοβουλίες για δημόσιες δαπάνες, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας», ανέλυσε ο Φιτς.
«Εξάλλου, μόνο περιορισμένες πρόοδοι σημειώθηκαν για την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που συνδέονται με την αύξηση του κόστους του συστήματος συντάξεων και ασφάλισης υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού», σημείωσε ο οίκος αξιολόγησης.
Ο Φιτς είχε προειδοποιήσει στα τέλη Μαΐου πως εξέταζε το ενδεχόμενο να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ εξαιτίας του κινδύνου κήρυξης στάσης πληρωμών. Η προοπτική του αμερικανικού δημοσίου χρέους μετατράπηκε από «αρνητική» σε «σταθερή», που σημαίνει ότι ο οίκος δεν αναμένει νέα επιδείνωση βραχυπρόθεσμα.
Ενώ οικονομολόγοι, ιδίως αυτοί της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (Fed), δεν αναμένουν πλέον πως θα ενσκήψει ύφεση στις ΗΠΑ, ο οίκος Φιτς συνεχίζει να προβλέπει «ελαφριά» συρρίκνωση του αμερικανικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και το πρώτο του 2024.
Πάντως ακόμα θεωρεί πως το δολάριο θα «ξελασπώσει» την αμερικανική οικονομία.
«Το αμερικανικό δολάριο είναι το πιο σημαντικό αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, κάτι που δίνει στην κυβέρνηση εξαιρετική ευελιξία ως προς της χρηματοδοτικές επιλογές της», διευκρίνισε
Τι θα συμβεί όμως όταν δημιουργηθεί το νέο νόμισμα των BRICS το οποίο θα στηρίζεται στον χρυσό και στις πρώτες ύλες που οι χώρες μέλη θα έχουν σε αφθονία;
pronews.gr