Την περασμένη εβδομάδα η ΕΛΣΤΑΤ έδωσε στοιχεία για τον πληθωρισμό Σεπτεμβρίου ανακοινώνοντας νούμερα που θα φαίνονταν... καλά αν ζούσαμε σε άλλη χώρα. Ο πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο του 2023 φάνηκε να κόβει επιτέλους ταχύτητα και να μειώνεται στο 1,6% έναντι 2,7% τον Αύγουστο, δηλαδή σε επίπεδα κάτω του 2%, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη λειτουργία της οικονομίας. Αν είναι όμως όντως έτσι, γιατί ο κόσμος δεν το αντιλαμβάνεται στο πορτοφόλι του φεύγοντας από το σουπερμάρκετ; Και γιατί ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης που συντάσσειτο Ιδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) βρέθηκε τον Σεπτέμβριο σε ελεύθερη πτώση;
Καταρχάς επειδή η υποχώρηση του πληθωρισμού στα υποτιθέμενα υγιή επίπεδα του 1,6% είναι λίγο πολύ μαγική εικόνα. Το πρώτο που εύκολα γίνεται αντιληπτό κοιτάζοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι ότι η δραματική πτώση του πληθωρισμού τον Σεπτέμβριο οφείλεται αποκλειστικά στο ότι μειώθηκαν πολύ οι τιμές στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θέρμανσης, κατά 82% και κατά 20,9% αντίστοιχα, εξουδετερώνοντας σε επίπεδο συνόλου τις αυξήσεις τιμών που σημειώθηκαν σε όλες τις άλλες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, τις αυξήσεις κατά 9,4% στα τρόφιμα, κατά 6,2% σε ένδυση – υπόδηση, κατά 5,6% στην υγεία, κατά 4,8% σε εστίαση – καφέ, κατά 3,7% στα διαρκή αγαθά – είδη και υπηρεσίες νοικοκυριού, κατά 3,1% σε αναψυχή – πολιτιστικές δραστηριότητες, κατά 3% σε μεταφορές, κατά 3% σε εκπαίδευση, κατά 2,5% σε αλκοολούχα ποτά και καπνό και κατά 2,4% σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες.
Μόνη διαφορά είναι ότι κανένα νοικοκυριό, ούτε καν στην ακριτική Φλώρινα, δεν αγοράζει φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης τον Σεπτέμβριο. Αντίθετα, όλοι αγοράζουν τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια, σχολικά κ.λπ. Για τον λόγο αυτό δεν κατάλαβε κανείς στην τσέπη του τη μείωση του πληθωρισμού που προήλθε αποκλειστικά και μόνο από δύο καύσιμα τα οποία κανείς δεν αγοράζει τέτοια εποχή. Αντίθετα, όλοι ένιωσαν τις τσουχτερές ανατιμήσεις. Συν τοις άλλοις, μπορεί ο πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο να έπεσε στο υγιές 1,6%, αλλά ακόμη και κατά τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, με έτος βάσης το 2020, ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή έχει φτάσει τον Σεπτέμβριο τις 116,34 μονάδες, που θα πει ότι ο σωρευτικός πληθωρισμός των τελευταίων δυόμισι χρόνων –τον καταλαβαίνουμε όλοι στην τσέπη μας– φτάνει το 16,34%.
Παντού αυξήσεις 4-17%
Δεύτερον, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα παρέμεινε και τον Σεπτέμβριο υψηλός, τρέχοντας με 9,4% σε ετήσια βάση. Μάλιστα η άνοδος των τιμών για ορισμένες κατηγορίες τροφίμων είναι ακόμη μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα, στα έλαια και στο ελαιόλαδο φτάνει το 16,1%, στα λαχανικά το 17,7%, τα φρούτα το 13,9% και στην κατηγορία νερό – αναψυκτικά – χυμοί φτάνει το 13,9%. Υψηλές αυξήσεις εμφανίζονται και σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, π.χ. στα φαρμακευτικά προϊόντα (11,8%) και τα εισιτήρια θεάτρων και κινηματογράφων (10,6%).
Με την εξαίρεση των λεγόμενων ενεργειακών αγαθών (φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης και ηλεκτρικό ρεύμα), όπου καταγράφονται μειώσεις, τα πάντα έχουν αυξηθεί μέσα σε ένα χρόνο από 4% ως 10%. Από τις υπηρεσίες γιατρών και οδοντιάτρων (5,5%) ως τις οικιακές υπηρεσίες (7,2%) και τα κομμωτήρια (4%) και από τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα (9%) ως τα είδη κατοικίδιων (5,8%). Καταρχάς οι αυξήσεις στα τρόφιμα, που απορροφούν μεγάλο μέρος του οικογενειακού εισοδήματος των χαμηλόμισθων αλλά και των μεσαίων πια νοικοκυριών, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες πανταχού παρούσες πια ανατιμήσεις έχουν αποτέλεσμα να εξαντλούνται τα χρήματα πριν καλά καλά βγει ο μήνας, ειδικά για όσους πληρώνουν και νοίκι.
Το ψωμί ψωμάκι με 25-50%
Τρίτο και σημαντικότερο, η ανατιμητική πορεία στα τρόφιμα, ξεκινώντας από τον Απρίλιο του 2021, έχει συμπληρώσει 29 μήνες – και αυτό σημαίνει ότι κάθε νέος κύκλος ανατιμήσεων έρχεται και προστίθεται πάνω σε έναν πληθωρισμό βάσης,
Στη 10η θέση στον κατάλογο με τον υψηλότερο πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων της Παγκόσμιας Τράπεζας, μαζί με τη Βρετανία και τη Σιέρα Λεόνε, βρέθηκε το 2022 η Ελλάδα, υψηλότερα από κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ ανεβάζοντας σε όλο και πιο ψηλά, αδιανόητα έως το 2019, επίπεδα τις τιμές. Σε ό,τι αφορά την ενέργεια και τα καύσιμα, μπορεί πάλι η τάση να γύρισε από τις αρχές του 2023 και οι τιμές να σημείωσαν σημαντική πτώση φέτος, όμως οι προηγηθείσες ανατιμήσεις υπήρξαν τόσο μεγάλες που οι τιμές δεν έχουν επιστρέψει εκεί που τις αφήσαμε το 2020.
Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα, αν λάβουμε υπόψη ότι η ΕΛΣΤΑΤ έδινε τον Σεπτέμβριο του 2021 ετήσιο πληθωρισμό τροφίμων 3,1%, έφτασε 13,5% τον Σεπτέμβριο του 2022 και τον περασμένο Σεπτέμβριο ήταν 9,4%, εύκολα και με έναν απλό μπακαλίστικο υπολογισμό προκύπτει ότι ο συνολικός πληθωρισμός στα τρόφιμα μέσα στα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει ξεπεράσει το 26%. Και πράγματι έτσι ακριβώς είναι, διότι και η ΕΛΣΤΑΤ, λαμβάνοντας ως έτος βάσης το 2020, υπολογίζει τον δείκτη τιμών καταναλωτή στα τρόφιμα στις 127,82 μονάδες. Αυτό σημαίνει πως για το ίδιο καλάθι τροφίμων που δίναμε 100 ευρώ το 2020, σήμερα δίνουμε 127,82 ευρώ – έχουμε δηλαδή πληθωρισμό τροφίμων στην τριετία 27,82%.
Η ΕΛΣΤΑΤ δεν κάνει το ίδιο για τις επιμέρους κατηγορίες τροφίμων. Αν όμως το κάνουμε εμείς, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων στις οποίες οι αυξήσεις τιμών φτάνουν τα τελευταία δυόμισι χρόνια στη ζώνη του 35-50%. Αυτές είναι το ελαιόλαδο και τα λοιπά έλαια με συνολική αύξηση τιμής 50% σε 29 μήνες. Ανάλογη είναι η εικόνα στα φρέσκα λαχανικά (αύξηση 21,1% τον Σεπτέμβριο του 2021, 8,7% τον Σεπτέμβριο του 2022 και 17,7% τον Σεπτέμβριο του 2023), που δίνει συνολική ανατίμηση 50%, ενώ στην κατηγορία γαλακτοκομικά και αυγά υπήρξαν συνολικά αυξήσεις κοντά στο 35%.
Με τον ίδιο τρόπο σε άλλες κατηγορίες τροφίμων, π.χ. στα κρέατα, υπολογίζουμε ότι οι σωρευτικές ανατιμήσεις στους 29 μήνες φτάνουν στο 26%, στο ψωμί – δημητριακά φτάνουν το 25,1%, στο νερό – αναψυκτικά – χυμοί φτάνουν το 18,7%, στη ζάχαρη – σοκολάτες – γλυκά αγγίζουν το 16,6%, στα ψάρια φτάνουν το 16,2%, στα φρούτα στο 11,7% κ.λπ.
«Καίνε» τα βασικά τρόφιμα
Η ουσία, με δυο λόγια: οι ανατιμήσεις είναι τεράστιες, ειδικά για ορισμένα βασικά τρόφιμα είναι καλπάζουσες, κι αυτό εξηγεί πώς και γιατί η Ελλάδα βρέθηκε το 2022 στην πρώτη δεκάδα των χωρών με τον υψηλότερο πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων της κατάταξης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Συγκεκριμένα στη 10η θέση, μαζί με τη Βρετανία και τη Σιέρα Λεόνε, και υψηλότερα από κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ.
Περαιτέρω, κατά την ΕΛΣΤΑΤ ο σωρευτικός πληθωρισμός της περιόδου Σεπτέμβριος 2021 – Σεπτέμβριος 2023 στις μεταφορές είναι 23,63%, ενώ σε ό,τι αφορά τις βενζίνες και τα λιπαντικά, οι τιμές καταγράφουν ετήσια αύξηση 18,1% τον Σεπτέμβριο του 2021, 17,7% τον Σεπτέμβριο του 2022 και 0,9% τον Σεπτέμβριο του 2023, δηλαδή βρίσκονται και παραμένουν τουλάχιστον 35% ψηλότερα σε σχέση το 2020.
Σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, καταγράφεται η εκρηκτική ανατίμηση 108,5% τον Σεπτέμβριο του 2021 – διπλασιασμός της τιμής του σε ένα χρόνο–, η δεύτερη ακόμη πιο εκρηκτική ανατίμηση 332% τον Σεπτέμβριο του 2022 –τριπλασιασμός της ήδη διπλάσιας τιμής τον επόμενο χρόνο– και πλέον η πτώση της τιμής κατά 82% τον περασμένο Σεπτέμβριο, που προφανώς δεν είναι επαρκής για να επαναφέρει τις τιμές που πλήρωναν τα νοικοκυριά ως το 2020.
Ανάλογη εικόνα και σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, η τιμή του οποίου αυξήθηκε κατά 28,9% τον Σεπτέμβριο του 2021, κατά 65,1% τον Σεπτέμβριο του 2022 και μειώθηκε κατά 20,7% τον Σεπτέμβριο του 2023. Παραμένει όμως κατά προσέγγιση 40% ψηλότερα από τα επίπεδα του 2020. Τέλος, λίγο πιο πολύπλοκη είναι η εικόνα στο ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς τον Σεπτέμβριο του 2021 δεν καταγράφηκαν αυξήσεις –άρχισαν τότε και εμφανίστηκαν τον επόμενο μήνα–, ακολούθησε όμως αύξηση τιμής 30,5% –τιμή έπειτα από επιδοτήσεις– τον Σεπτέμβριο του 2022 και πτώση 1,2% τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Πάντως και οι τιμές στο ρεύμα, όπως έχει καταλάβει η τσέπη των καταναλωτών, δεν έχουν επιστρέψει σήμερα στα επίπεδα του 2021. Τα τελευταία τιμολόγια που ανακοίνωσαν οι εταιρείες για τον Οκτώβριο ήταν 35-40% πάνω σε σχέση με το 2020, με τις αυξήσεις να μειώνονται τελικά στο 20-25% λόγω της επιδότησης που ανακοίνωσε ξανά το κράτος, προς 0,015 ευρώ την κιλοβατώρα.
Συμπερασματικά: Τι κι αν ο πληθωρισμός περιορίστηκε τον Σεπτέμβριο στο 1,6%, όταν ο σωρευτικός πληθωρισμός των δυόμισι τελευταίων χρόνων έχει φτάσει κατά την ΕΛΣΤΑΤ στο 16,34%, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα τρέχει ακόμη με 9,4% και συνολικά στο 27,82%, το ρεύμα κοστίζει 25% ακριβότερα ακόμη και μετά τις κρατικές επιδοτήσεις που σύντομα θα καταργηθούν, το κόστος μεταφορών είναι κατά την ΕΛΣΤΑΤ 23,63% υψηλότερα, οι υπηρεσίες έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο 10%. Ολα αυτά σε μόλις δυόμισι χρόνια, ενώ ακόμη δεν ξέρουμε πού θα πάνε φέτος το φυσικό αέριο κι οι βενζίνες, δεδομένων των εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Και πώς να μη γονατίσουν τα ελληνικά νοικοκυριά με τους καθηλωμένους μισθούς, αφού τα τελευταία τρία χρόνια έχουν πάρει αύξηση μόνο οι 600.000 εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, οι οποίοι έπαιρναν έτσι κι αλλιώς ψίχουλα.
Ολα μαύρα για τους καταναλωτές
Απαισιοδοξία καταγράφηκε στην τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, η οποία έδειξε μεταξύ των άλλων δραματική πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Σεπτέμβριο στις -45 μονάδες έναντι -28,6 μονάδων του Ιουλίου. Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις που τα βγάζει πέρα» έφτασε το 57%, ενώ στο 14% από 10% ενισχύθηκε το ποσοστό όσων ανέφεραν ότι επιβιώνουν αντλώντας από τις αποταμιεύσεις τους. Οι Ελληνες καταναλωτές εμφανίζονται πια ως οι περισσότερο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, κατέληξε το ΙΟΒΕ...
Μαριάννα Τόλια
documentonews.gr