Άμεση προτεραιότητα ο εκσυγχρονισμός του στόλου επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού – Το παιχνίδι των καθυστερήσεων θανάσιμος κίνδυνος για την ελληνική θαλάσσια ισχύ. Ή τώρα ή ποτέ… H είδηση πέρασε στα ψιλά γράμματα της επικαιρότητας καθώς επισκιάστηκε από τα γεγονότα στο Ισραήλ και τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα δε με το Hellas Journal, η γαλλική πλευρά έχει καταθέσει πρόταση ναυπήγησης των κορβετών Gowind, που προτείνονται στο Πολεμικό Ναυτικό, εγχώρια με παράλληλη χρηματοδότηση για την αποπληρωμή τους σε βάθος χρόνου 15 ετών. Αναδημοσιεύθηκε από το DP και λόγω της μεγάλης δυνητικής σημασίας της εξέλιξης, όχι μόνο για το επιχειρησιακό μέλλον του Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και για τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μέσω της αναβίωσης της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας.
Η είδηση της μακρόχρονης, οπισθοβαρούς δυνατότητας αποπληρωμής, επιβεβαιώθηκε από το ρεπορτάζ και μάλιστα δεν αφορά αποκλειστικά το πρόγραμμα των κορβετών. Σε περίπτωση που η Ελλάδα αποφασίσει την αγορά μεγαλύτερου αριθμού φρεγατών FDI για την κάλυψη των αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού, η πρόταση μακρόχρονης χρηματοδότησης και εγχώριας ναυπήγησης, καλύπτει και τα πλοία αυτά. Στις παρακάτω γραμμές θα εξετάσουμε κατά συνέπεια τις προεκτάσεις αυτού του νέου δεδομένου.’
Από την πλευρά της Naval Group εύλογα επιδιώκεται περαιτέρω διείσδυση στα προγράμματα που θα προκύψουν εξ αντικειμένου από τις πολύ περισσότερες -πέραν των τριών φρεγατών- ανάγκες εκσυγχρονισμού του Πολεμικού Ναυτικού, κεφαλαιοποιώντας το προβάδισμα που απέκτησε εξαιτίας του συμβολαίου για τις FDI HN. Οι ανάγκες αυτές δεν περιορίζονται μόνο στις κύριες μονάδες επιφανείας (φρεγάτες, κορβέτες, πυραυλάκατοι), πολλά εκ των οποίων έχουν καταγραφεί αναλυτικά και κοστολογηθεί κατά προσέγγιση, με βάση τα σημερινά ισχύοντα δεδομένα, για την επόμενη εικοσαετία.
Στόχος επομένως της Naval Group, σε συνεργασία με τη γαλλική Διεύθυνση Εξοπλισμών, την DGA, αλλά και τη γαλλική κυβέρνηση που έχει κάθε λόγο να αγωνιά για το μέλλον της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας, είναι η επικράτηση στα προγράμματα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Αυτό έχει ως προϋπόθεση τη βιομηχανική συνεργασία, με τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά εν προκειμένω, με παράλληλη παροχή χρηματοδοτικών λύσεων που είναι τουλάχιστον παρεμφερείς, από πλευράς επιτοκίων, με τα αμερικανικά προγράμματα FMS.
Για να τεθεί λίγο διαφορετικά και εξετάζοντας την ελληνική οπτική, θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα οφείλει να αξιολογήσει σοβαρά την κατάσταση που έχει διαμορφώσει ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός των υποψήφιων προμηθευτών, προκειμένου να την αξιοποιήσει προς κάλυψη των ανελαστικών εξοπλιστικών της αναγκών. Τα διαθέσιμα οικονομικά και επιχειρησιακά στοιχεία, αλλά και η εμπειρία του παρελθόντος σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
– Η γαλλική πρόταση χρηματοδότησης παρέχει στην ελληνική πλευρά και συγκεκριμένα στο Πολεμικό Ναυτικό τη δυνατότητα να αφήσουν οριστικά πίσω τους, ειδικά τη “λύση” της αγοράς μεταχειρισμένων μονάδων επιφανείας που αποσύρει το αμερικανικό Ναυτικό. Στο Πολεμικό Ναυτικό διαμορφώνεται συναίνεση, ότι το ύψος της επένδυσης είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το προσδοκώμενο επιχειρησιακό όφελος.
– Είναι πλέον περισσότερο από ανησυχητικό, το ότι ενώ η Τουρκία προχωρά σε συνεχείς ναυπηγήσεις νέων μονάδων επιφανείας, το Πολεμικό Ναυτικό δεν θα κατορθώσει με μεταχειρισμένα πλοία, υψηλού κόστους συντήρησης και εξαιρετικά περιορισμένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων να διασφαλίσει επαρκή παρουσία και ισχύ, καταρχάς στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση την Ανατολική Μεσόγειο. Οι προσπάθειες εντοπισμού αξιόμαχων μεταχειρισμένων μονάδων επιφανείας, δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα και όσο περνά ο χρόνος το επιχειρησιακό πρόβλημα καθίσταται πιο δυσεπίλυτο. Όταν δε καθυστερεί η έναρξη ναυπήγησης νέων μονάδων επιφανείας, χάνεται πολύτιμος χρόνος στην πραγματική αντιμετώπιση του προβλήματος, μέσω της ταχείας, αν και αναγκαστικά σταδιακής, απόσυρσης των υπέργηρων μονάδων του στόλου.
– Το ιδανικό θα ήταν ένα νέο ναυπηγικό πρόγραμμα να συμπεριλάβει σταδιακά και την αντικατάσταση των φρεγατών MEKO 200HN του Πολεμικού Ναυτικού. Το DP έχει στο παρελθόν αναδείξει το πολύ μεγάλο ρίσκο που κρύβει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των γηραιών πλέον MEKO 200HN. Ενδεικτικό της ηλικίας των μονάδων αυτών, είναι το γεγονός ότι το Ναυτικό της Αυστραλίας έχει ήδη αποφασίσει την απόσυρση των σκαφών αυτών περί το 2030, παρόλο που έχει υλοποιηθεί, κατά την περασμένη δεκαετία, εκτεταμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού! Κι εμείς ακόμα δεν έχουμε πάρει απόφαση…
Επειδή όμως η απόσυρσή τους δεν θα προηγηθεί αυτής των μη εκσυγχρονισμένων ολλανδικών “S” (Kortenaer), αλλά και των εκσυγχρονισμένων, ίσως ο συνδυασμός ενός νέου – μακροχρόνιου ναυπηγικού προγράμματος, με στοιχειώδη υποστήριξη των MEKO 200HN ώστε να αξιοποιηθούν για μια ακόμη δεκαετία, να είναι το δέον γενέσθαι. Η υιοθέτηση της γαλλικής ή της προερχόμενης από οποιαδήποτε άλλης χώρας που μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστική σχεδίαση σε συνδυασμό με χρηματοδότηση πρότασης, δυστυχώς είναι η μοναδική λύση. Εάν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε αξιόμαχο Ναυτικό και όχι… συλλογή από σαπιοκάραβα που οι άλλοι αποσύρουν.
Απαιτείται η κατανόηση του προβλήματος και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός επίλυσης του προβλήματος, όχι η ανακύκλωσή του, που καταλήγει σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος. Το ποσό που θα επενδυθεί για την υποστήριξη των τεσσάρων MEKO 200HN παραμένει ζητούμενο, εφόσον δεν είναι εφικτή η άμεση απόσυρσή τους. Τα 800+ εκατ. ευρώ που υπολογίζεται ότι κοστίζει ο εκσυγχρονισμός τους, με την Ελλάδα να έχει προϋπολογίσει 600-650, απλά, αποτελεί μια εξίσωση χωρίς λύση. Το δε εγγενές -και αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια- ρίσκο του προγράμματος, οδηγεί ήδη σε σκέψεις περιορισμού του αριθμού των MEKO 200HN που θα εκσυγχρονιστούν. Πώς θα συνδυαστεί όμως αυτή η μείωση του αριθμού των πλοίων, δίχως νέο ναυπηγικό πρόγραμμα;
Μοναδική λύση είναι ένα μακροχρόνιο ναυπηγικό πρόγραμμα, με τον απαιτούμενο αριθμό, που θα δημιουργήσει ρεαλιστικές συνθήκες εμπλοκής της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας. Κατά συνέπεια, και από βιομηχανικής και από επιχειρησιακής πλευράς, η ναυπήγηση νέων μονάδων επιφανείας, με τους νέας γενιάς αισθητήρες που φέρουν και φυσικά τα όπλα, είναι μακροπρόθεσμα η μοναδική πραγματική λύση για την ελληνική πλευρά.
Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα τα τελευταία δύο χρόνια στον γεωπολιτικό περίγυρο της χώρας, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να έχει εξελιχθεί σε πόλεμο φθοράς, αλλά και ένα νέο μεγάλο μέτωπο ένοπλης αντιπαράθεσης να έχει ενεργοποιηθεί –ως αποτέλεσμα και της πρώτης σύγκρουσης άραγε;– στο σημείο επαφής της ανατολικής Μεσογείου με τη Μέση Ανατολή, η πολυτέλεια του χρόνου έπαψε να υπάρχει και η πολυετής ολιγωρία απειλεί πλέον ευθέως την ελληνική ασφάλεια.
– Όσον αφορά την προοπτική δανειοδότησης εξοπλισμών μέσω των προγραμμάτων FMS των ΗΠΑ, σημασία έχει το που και πως θα διατεθούν. Η προμήθεια νέων πλατφορμών θα πρέπει αυστηρά να συνδυαστεί με την αποδέσμευση των όπλων που απαιτούνται. Στοιχειωδώς αναγκαία όπλα, όπως ο αεροφερόμενος αντιπλοϊκός AGM-84L HARPOON που πλέον αντικαθίσταται από τον νέας γενιάς JSM και ο AGM-88E AARGM δεν μπορούν να λείπουν από το ελληνικό οπλοστάσιο. Η ευθύνη όμως για τη σύνδεση της προμήθεια πλατφορμών με την αποδέσμευση των όπλων ανήκει στην παραδοσιακά υπερβολικά άτολμη ελληνική ηγεσία, την πολιτική και τη στρατιωτική.
Είναι όμως, παράλληλα, απολύτως ακατανόητη η αδιαφορία για την τύχη της αναβάθμισης των 38 F-16 Block 50, με την προτεραιοποίηση της εισαγωγής άλλης μιας πλατφόρμας όπως το F-35, η απόκτηση του οποίου όμως θα ήταν αυτοκτονική, επιχειρησιακά και οικονομικά για την Πολεμική Αεροπορία, εφόσον αναγκαστεί να το χρησιμοποιεί σε άλλους ρόλους από τους στρατηγικούς που προορίζεται, λόγω έλλειψης επαρκούς αριθμητικής δύναμης του στόλου των F-16! Πέραν της αδιαφορίας για την εξασφάλιση των όπλων που θα το συνοδεύουν…
Τουλάχιστον, στις συμβάσεις που υπογράφηκαν για τα μαχητικά Rafale F3R και τις φρεγάτες FDI, οι πλατφόρμες αυτές παραδίδονται στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μαζί με τα όπλα τους (αν και στην περίπτωση του Rafale χωρίς μερικά όπλα και αισθητήρες που θα αύξαναν εκθετικά την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα του σε αποστολές κρούσης). Σε κάθε περίπτωση, είναι αστείο ακόμα και να συζητάμε για το αν ο εκσυγχρονισμός του στόλου επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού αποτελεί άμεση προτεραιότητα για την Ελλάδα ή όχι. Στην ουσία, το ερώτημα που τίθεται ισοδυναμεί με το αν θα αποφασίσουμε να… καταργήσουμε το Πολεμικό Ναυτικό.
Παράλληλα, με την εξοπλιστική εναλλακτική του Ισραήλ να έχει περιπλακεί σοβαρά, συνεπεία του πολέμου και άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα, είναι επιτακτική ανάγκη για την αναζήτηση και υλοποίηση διεθνών συνεργασιών, ιδίως στον τομέα των πυραυλικών συστημάτων Πυροβολικού και με άλλες χώρες (π.χ. Σουηδία, ΗΑΕ, Ινδία, Βραζιλία, Σερβία). Με την ευκαιρία ας σημειώσουμε εδώ ότι η καθυστέρηση στην υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των ΠΕΠ MLRS, μας φέρνει αντιμέτωπους με την απαξίωση ενός οπλικού συστήματος που εφόσον εξοπλιστεί με τα κατάλληλα πυρομαχικά επιτρέπει την προσβολή των κέντρων βαρύτητας του αντιπάλου.
Είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική άμυνα να μην επιτραπεί ποτέ ξανά στο μέλλον η ιδιότυπη ομηρία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, μέσω της απόκτησης πλατφορμών παντός είδους, δίχως να συνοδεύονται από τα όπλα που τους δίνουν επιχειρησιακή υπόσταση. Άρματα χωρίς πυρομαχικά, υποβρύχια χωρίς τορπίλες και μαχητικά χωρίς προηγμένα stand off όπλα αέρος – εδάφους, όχι μόνο δεν δικαιολογούν τη δαπάνη δισ. δολαρίων ή ευρώ, αλλά συνιστούν σκάνδαλα ολκής. Πρωτίστως υπονομεύουν την άμυνα της χώρας και επίσης χρεώνουν, δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα, την οικονομία της χώρας, απαξιώνοντας την επένδυση που έχει γίνει από το υστέρημα του Έλληνα φορολογούμενου.