Αναστάσιος Λαυρέντζος*
Πρόσφατα, η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε τα στοιχεία φυσικής κίνησης πληθυσμού για το προηγούμενο έτος, όπως κάνει κάθε χρονιά. Όπως αναμενόταν, η δημογραφική συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού συνεχίστηκε και το 2022, με μια όμως διαφορά: παρουσίασε επιτάχυνση. Συγκεκριμένα, το 2022 οι γεννήσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 10,4% σε ετήσια βάση και έπεσαν στις 76.541, ενώ οι θάνατοι ήταν 140.801. Έτσι το 2022 ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 64.260 άτομα. Αν από αυτό τον αριθμό αφαιρέσουμε τις γεννήσεις αλλοδαπών, τότε μπορούμε να πούμε προσεγγιστικά ότι στη χρονιά που πέρασε ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 73.000 άτομα.
Για μια ακόμη χρονιά λοιπόν χάθηκε μια επαρχιακή πρωτεύουσα που αυτή τη φορά αντιστοιχεί στο μέγεθος των Ιωαννίνων ή της Χαλκίδας. Συμπληρώνονται έτσι 14 συνεχόμενα έτη που ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται. Αυτό φυσικά δεν είναι ένα προσωρινό φαινόμενο, ούτε προκαλεί έκπληξη. Είναι η προδιαγεγραμμένη πορεία για την οποία μας έχουν ενημερώσει τα μαθηματικά μοντέλα διεθνών οργανισμών εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον. Κάθε φορά βέβαια που η ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώνει τα ετήσια στοιχεία γεννήσεων και θανάτων υπάρχουν κάποιες αναφορές στον τύπο. Συνήθως γίνονται και κάποιες δηλώσεις ανησυχίας πολιτικών, ωστόσο, λίγες μέρες μετά το δημογραφικό περνάει ξανά στο περιθώριο.
Απώλειες πολέμου
Άσχετα όμως από τη δική μας αδράνεια, η πραγματικότητα προχωρά ακάθεκτη και είναι ήδη τραγική. Πράγματι, αν στη δεκαετία του ‘90 το δημογραφικό μας ψιθύριζε, σήμερα κραυγάζει. Για να καταλάβουμε τη μεγάλη εικόνα, αρκεί να κάνουμε μια απλή άσκηση: Ας πάρουμε τα ετήσια δελτία φυσικής κίνησης πληθυσμού που έχει δημοσιεύσει η ΕΛΣΤΑΤ από το 2009 έως σήμερα. Εν συνεχεία ας υπολογίσουμε τον συνολικό αριθμό γεννήσεων και από αυτόν ας αφαιρέσουμε τον συνολικό αριθμό θανάτων. Για να έχουμε μια αίσθηση της πορείας του ελληνικού πληθυσμού, μπορούμε επί πλέον να αφαιρέσουμε τον συνολικό αριθμό γεννήσεων από αλλοδαπούς, οι οποίες ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ.
Αν τα κάνουμε όλα αυτά, θα δούμε ότι μέσα σε 14 χρόνια ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε περίπου κατά 576.000 άτομα λόγω της διαφοράς γεννήσεων-θανάτων μόνο, δηλαδή, χωρίς να συνυπολογίζουμε τους Έλληνες που σε αυτό το διάστημα έφυγαν στο εξωτερικό. Η μείωση αυτή ήδη ξεπερνά τις απώλειες που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός στην περίοδο 1940-1944. Δηλαδή η Ελλάδα έχει ήδη υποστεί απώλειες χειρότερες από εκείνες ενός πολέμου.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο η αριθμητική συρρίκνωση. Δοθέντος ότι επί τρεισήμισι δεκαετίες, οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τις αναγκαίες για την αναπλήρωση των γενεών, το ποσοστό των νέων στο σύνολο του πληθυσμού μειώνεται συνεχώς. Δηλαδή, ο ελληνικός πληθυσμός συρρικνώνεται αριθμητικά και παράλληλα γερνά. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η Ελλάδα είναι η πέμπτη πιο γερασμένη χώρα στον κόσμο με βάση επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ (2022).
11 πόλεις διαγράφτηκαν από τον χάρτη
Τι σημαίνει όμως μείωση πληθυσμού κατά 576.000 άτομα; Σημαίνει πρακτικά ότι μέσα σε αυτά τα χρόνια χάθηκε πληθυσμός που αντιστοιχεί στους κατοίκους 11 ελληνικών πόλεων μεσαίου μεγέθους. Ένδεκα πρωτεύουσες νομών, όπως η Δράμα, η Αλεξανδρούπολη, η Καβάλα, η Καλαμάτα, η Κοζάνη, τα Ιωάννινα, η Καρδίτσα, η Χαλκίδα, τα Χανιά, οι Σέρρες και η Κόρινθος χάθηκαν από τον χάρτη. Ας φανταστεί κανείς ότι επισκέπτεται σήμερα αυτές τις πόλεις και τις βρίσκει έρημες. Τί τρόμος και τί ανησυχία άραγε θα τον κυριεύσει; Ειδικά μάλιστα αν σκεφτεί ότι η δημογραφική συρρίκνωση συνεχίζεται. Πράγματι, τα μαθηματικά μοντέλα είναι αμείλικτα: ακόμη και αν σήμερα ξεκινούσε η ανάταξη του δημογραφικού προβλήματος, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε σημαντική βελτίωση πριν την πάροδο μιας τουλάχιστον δεκαετίας. Συνεπώς θα πρέπει να περιμένουμε ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια θα χαθούν άλλες 10 ελληνικές πόλεις. Και το ερώτημα βέβαια είναι πού πηγαίνει η Ελλάδα.
Αυτό το αγωνιώδες ερώτημα θα έπρεπε να απασχολεί τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες εδώ και πολύ καιρό. Και θα έπρεπε να τις απασχολεί κάθε μέρα. Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα ακόμη πασχίζει να ανακαλύψει το δημογραφικό ή τουλάχιστον αδυνατεί να του αποδώσει τη σημασία που του αρμόζει. Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς ότι το 2023 έγιναν δύο φορές εκλογές, και το δημογραφικό δεν ήταν όχι μόνο το κεντρικό θέμα της πολιτικής συζήτησης, αλλά ούτε καν θέμα συζήτησης;
Σήμερα, τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας εκφράζουν τις ανησυχίες τους για το δημογραφικό και διατυπώνουν ευχολόγια για τη λύση του. Στην πραγματικότητα όμως προσεγγίζουν το δημογραφικό πρόχειρα και προσχηματικά. Διότι αν αγωνιούσαν πραγματικά, θα είχαν από καιρό καθίσει σε ένα τραπέζι και θα είχαν εκπονήσει μια εθνική δημογραφική πολιτική, την οποία θα δεσμεύονταν να εφαρμόσουν.
Έχασαν πολύτιμο χρόνο
Oι ευθύνες για το δημογραφικό είναι διακομματικές και βαρύνουν τις κυβερνήσεις της τελευταίας τριακονταετίας τουλάχιστον. Μοιραία όμως η κριτική επικεντρώνεται πάντα στην τρέχουσα κυβέρνηση που έχει και την εξουσία. Όσον αφορά δε τη σημερινή κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, η κριτική πρέπει να ασκηθεί για δύο ακόμη λόγους. Πρώτον, διότι η κυβέρνηση ήδη βρίσκεται στον πέμπτο χρόνο της, και δεύτερον, διότι σε αυτή φάση το δημογραφικό έχει καταστεί ορατό στους πάντες.
Τι έκανε λοιπόν σε αυτά τα χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη για το δημογραφικό; Η απάντηση είναι ότι κάτι έκανε. Ίδρυσε στα πρώτα χρόνια της ένα υφυπουργείο που θεωρητικά είχε ως αντικείμενο το δημογραφικό και έλαβε κάποια – επιδοματικά κυρίως – μέτρα. Πέραν τούτου όμως δεν έκανε τίποτε σημαντικό. Τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν εξ αρχής ανεπαρκή, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων. Ο αριθμός των γεννήσεων συνέχισε να συρρικνώνεται και το 2022 παρουσίασε μείωση ρεκόρ κατά 10%.
Υπό το πρίσμα αυτών των διαπιστώσεων είναι σαφές ότι τα όποια μέτρα ελήφθησαν, στην πραγματικότητα υποτιμούσαν τη σοβαρότητα του προβλήματος. Διότι πλανάται κανείς αν νομίζει ότι μπορεί να λύσει το δημογραφικό με λίγα επιδοματικά μέτρα. Είναι σαν να δίνεις ασπιρίνη σε έναν βαριά ασθενή. Και βέβαια όποιος γιατρός το κάνει αυτό, έχει πολύ σοβαρή ευθύνη, γιατί χάνει πολύτιμο χρόνο.
Το δημογραφικό δεν μας περιμένει
Στην αρχή της δεύτερης θητείας της η κυβέρνηση Μητσοτάκη ίδρυσε ένα Υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε σχετικό συνέδριο που έγινε τον Οκτώβριο 2023 αναγνώρισε επιτέλους τη σημαντικότητα του δημογραφικού προβλήματος και προανήγγειλε εντός του 2024 την παρουσίαση ενός εθνικού σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού.
Το γεγονός ότι θα πρέπει να περιμένουμε το 2024 για ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το δημογραφικό, σημαίνει ότι το πρόγραμμα αυτό ακόμη διαμορφώνεται. Ήδη όμως έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Όσο λοιπόν κι αν ο κ. Μητσοτάκης προβάλλει την κυβέρνησή του ως επιτυχημένη, στην πραγματικότητα έχει χάσει το βασικό θέμα της προηγούμενης θητείας του. Διότι δεν μπορεί να ασχολείται με το δημογραφικό στον πέμπτο χρόνο της πρωθυπουργίας του, σαν να επρόκειτο για ένα θέμα που μπορούσε να περιμένει. Και αυτό που ζητά πάντα κάποιος από μια ηγεσία είναι να έχει την ικανότητα να διαχειρίζεται κατά προτεραιότητα τα πιο σημαντικά.
Αυτή η κριτική ισχύει βεβαίως και για το σύνολο των πολιτικών ηγεσιών. Διότι η χώρα σβήνει βιολογικά και κανείς επί της ουσίας δεν κάνει κάτι για αυτό. Κανείς δεν κινητοποιεί την κοινωνία, η οποία έχει βεβαίως και αυτή τις δικές της ευθύνες. Δεν ζητάμε να λύσουν άμεσα το πρόβλημα, αλλά τουλάχιστον να ξεκινήσουν μια σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισής του.
Δυστυχώς όμως, τα κομματικά επιτελεία αντιλαμβάνονται την πολιτική κυρίως ως ένα επικοινωνιακό παίγνιο με στόχο τη διατήρηση ή την απόκτηση της εξουσίας. Έτσι αδυνατούν να συμπράξουν σε πολιτικές βάθους ακόμη για μείζονα θέματα, όπως το δημογραφικό. Υπ’ αυτή την έννοια το δημογραφικό δεν είναι μόνο το μείζον εθνικό ζήτημα, αλλά και ο ασφαλέστερος καταδείκτης της ανεπάρκειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Λύση υπάρχει
Όπως έχω πει κι άλλες φόρες, όλα τα προβλήματα έχουν λύσεις. Και η λύση του δημογραφικού θα ξεκινήσει από τη στιγμή που τα κόμματα και τα ΜΜΕ θα συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες τους και θα θέσουν το δημογραφικό στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Το επόμενο βήμα είναι να δημιουργηθούν οι θεσμικές και οι τεχνοκρατικές δομές που με την βοήθεια ειδικών επιστημόνων θα διαμορφώσουν και ακολούθως θα εφαρμόσουν μια κοστολογημένη δημογραφική στρατηγική.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το δημογραφικό δεν αντιμετωπίζεται με μερικά αποσπασματικά μέτρα, αλλά με ένα σύνολο πολιτικών που θα έχουν ως επίκεντρο το δημογραφικό. Πολιτικές που δεν θα περιορίζονται μόνο στη στήριξη της οικογένειας, στην παροχή επιδομάτων και στη δημιουργία παιδικών σταθμών. Αλλά που θα περιλαμβάνουν επίσης την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων, έναν νέον αναπτυξιακό σχεδιασμό, πρόνοια για την αναζωογόνηση της περιφέρειας, επιστροφή των Ελλήνων του εξωτερικού, νέους οικιστικούς νόμους, ένα εθνικό σχέδιο αποκέντρωσης και όλα όσα χρειάζονται για να επανέλθει η ζωή και η προοπτική σε όλα τα σημεία του εθνικού κορμού.
Το δημογραφικό είναι το βαρύ σύμπτωμα μιας χώρας που πεθαίνει χωρίς όραμα. Θα το λύσουμε, κάνοντας την Ελλάδα μια χώρα καλύτερη, με αξίες και με μια ανανεωμένη αντίληψη συλλογικότητας.
*Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος έχει σπουδάσει Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και στη Θεωρητική Φυσική (Πανεπιστήμιο Κρήτης).
Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως σύμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
https://www.militaire.gr/