Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα μπαίνουν πλέον στη ζωή μας. Πάντα στο πλαίσιο της αποκαλούμενης ως “καθαρής ενέργειας”, αν και το ζήτημα της απόσυρσης και υγειονομικής ταφής των -γεμάτων με υψηλής τοξικότητας υλικά- πτερύγων όταν λήξει η περίοδος ζωής τους (20-25 έτη) δεν έχει επαρκώς διευκρινιστεί. Εν ολίγοις, δεν έχει δοθεί η έμφαση που θα έπρεπε στον τομέα των δεσμεύσεων των αναδόχων για την αποφυγή μετατροπής του Αιγαίου σε “υγρό τάφο”… πολλώ δε μάλλον εάν ληφθούν υπόψη οι επιδόσεις της χώρας στην περιβαλλοντική προστασία και οι γνωστές αδυναμίες των ελεγκτικών μηχανισμών. Η ευαισθησία που εμφανίζεται όταν η συζήτηση αφορά το ζήτημα των υδρογονανθράκων απουσιάζει, ενδεχομένως λόγω της αντίληψης περί “καθαρότητας” που συνοδεύει οτιδήποτε “πράσινο”. Υπάρχουν όμως και ζητήματα εθνικής ασφαλείας που δεν έχουν τεθεί…
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ“, οι άδειες αφορούν τη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται νοτίως της ακτογραμμής της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου και βορείως-βορειοανατολικώς της Σαμοθράκης και ορίζεται ως περιοχή ανάπτυξης πιλοτικών Έργων ΥΑΠ, συνολικής ισχύος έως 600MW. Οι περιοχές ερευνών εντάσσονται στο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών (ΕΠΑ-ΥΑΠ) και θα συνδράμουν στην επίτευξη του εθνικού στόχου, όπως αυτός ορίζεται στο υπό οριστικοποίηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Στο ίδιο ρεπορτάζ, σημειώνεται, ότι οι άδειες επιδόθηκαν παρουσία του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρου Σκυλακάκη και της Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρας Σδούκου. Όπως όμως αναφέρθηκε ήδη, τα θαλάσσια αιολικά πάρκα έχουν και διάσταση που αφορά άμεσα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Άρα, εμπλέκουν άμεσα τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας της χώρας. Ας τα δούμε πιο αναλυτικά.
Σύμφωνα με πολλαπλές μελέτες κρατικών (π.χ. υπουργεία Άμυνας των ΗΠΑ και της Βρετανίας) και ακαδημαϊκών φορέων, τα αιολικά πάρκα, διά της κίνησης των πτερύγων των ανεμογεννητριών, μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την απόδοση διαφόρων τύπων των στρατιωτικών και πολιτικών συστημάτων ραντάρ τα οποία λειτουργούν εντός της δραστικής εμβέλειάς τους και επιπλέον έχουν οπτική επαφή (Line Of Sight) με τις ανεμογεννήτριες.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις η απόδοση πρακτικά εκμηδενίζεται. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι στην περίπτωση των πολιτικών ραντάρ ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, των στρατιωτικών ραντάρ αεράμυνας (επιτήρησης) αλλά και των ραντάρ καιρού, η μείωση της απόδοσης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ασφάλεια των πτήσεων, την εθνική άμυνα και γενικότερα στην καθημερινή οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
Επίσης, οι ανεμογεννήτριες επηρεάζουν – παρεμβάλουν τα ραντάρ των πλοίων επιφανείας, προκαλώντας αντανακλάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στις οθόνες ως “ψεύτικα είδωλα”. Εν ολίγοις και κάπως απλουστευτικά, δημιουργούν “ψευδοστόχους”, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται η δυνατότητα εντοπισμού ενδεχόμενης εχθρικής κίνησης στον αέρα ή/και στη θάλασσα. Εκ των πραγμάτων δηλαδή δημιουργούν “τυφλές” περιοχές, εν προκειμένω στο Αιγαίο…
Δεν αποτελούν όμως πρόβλημα μόνο για τις μονάδες επιφανείας αλλά και για τα υποβρύχια του Πολεμικού Ναυτικού, στο μέτρο που δημιουργούν “ακουστικό υποθαλάσσιο θόρυβο“, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και να μην μπορούν να λειτουργήσουν σωστά οι κάθε λογής ανθυποβρυχιακές συσκευές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που χρησιμοποιούνται εν καταδύσει για τον εντοπισμό στόχων και απειλών. Δηλαδή, στα παθητικά και ενεργητικά μέσα, τις ηχοβολιστικές συσκευές. Όμως το πρόβλημα αφορά το σύνολο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς εκεί που υπάρχουν ΥΑΠ επηρεάζονται και τα επάκτια ραντάρ επιτήρησης, όπως αυτά που διαθέτουν τα ναυτικά παρατηρητήρια.
Με αυτά ως δεδομένα, καθώς επίσης και την παντελή πλέον απουσία ενημέρωσης, καθώς τα πάντα που αφορούν την άμυνα, πέραν διακηρύξεων και δηλώσεων για μεγαλεπήβολα και εμβληματικά εξοπλιστικά -δηλαδή κι εδώ αποφεύγεται συστηματικά η ουσία- το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων (ΓΕΕΘΑ και Γενικά Επιτελεία των Κλάδων) αντιμετώπισε το ζήτημα και εισηγήθηκε στην πολιτική ηγεσία του τόπου. Τα προαναφερθέντα προβλήματα τέθηκαν ή όχι; Κι αν ναι, εισακούσθηκαν οι Ένοπλες Δυνάμεις, ή μπροστά στο βωμό του κάθε λογής κέρδους για όλες τις πλευρές αγνοήθηκαν;
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΑΝΑΛΑΒΕΙ;
Ας σημειωθεί, ότι ακόμη και στην περίπτωση που μπορούν να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της επίδρασης των ανεμογεννητριών επί των ραντάρ, αυτά για τον καθορισμό τους απαιτούν τη διενέργεια μελετών συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξη μοντέλων και της εκτέλεσης δοκιμών και προσομοιώσεων, αλλά και την απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών.
Μεταξύ των μέτρων περιλαμβάνεται και η προσθήκη ραντάρ για την κάλυψη των προκαλούμενων από τις ανεμογεννήτριες κενών, ή η αντικατάσταση των υφιστάμενων ραντάρ από νέας τεχνολογίας. Για παράδειγμα η Lockheed Martin διαφημίζει (“Seeing through the Blades”: “Βλέποντας μέσα από τα πτερύγια [των ανεμογεννητριών]) το ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης TPS-77 που σε δοκιμές στη Βρετανία απέδειξε ότι ενσωματώνει τεχνολογία για την απομείωση των επιδράσεων των υπεράκτιων αιολικών πάρκων.
Είναι αυτονόητο ότι οι προαναφερθείσες διαδικασίες υπέχουν κόστη και αυτομάτως γεννάται το ζήτημα ποιος θα τα επωμισθεί. Θα τα αναλάβουν αποκλειστικά οι Ένοπλες Δυνάμεις ή θα πρέπει να προβλεφθεί στην έκδοση αδείας για την εγκατάσταση ΥΑΠ η υποχρεωτική ανάληψη τους από τον επενδυτή; Ή θα επιλεχθεί ένα μεικτό σύστημα, όπου το δημόσιο και οι επενδυτές θα συγχρηματοδοτήσουν ένα ταμείο που θα καλύπτει το κόστος των μελετών από την εγχώρια ακαδημαϊκή και τεχνολογική κοινότητα αλλά και της προσθήκης ραντάρ για την κάλυψη των δημιουργούμενων κενών ή και αντικατάστασης των υφιστάμενων ραντάρ; Το θέμα είναι αρκούντως σοβαρό για να παρακαμφθεί. Το DP ήδη ερευνά το θέμα και θα επανέλθει.