Η συζήτηση για τα εξοπλιστικά κενά της χώρας καλά κρατεί. Από τη μια πλευρά οι προειδοποιήσεις για επικίνδυνη ολιγωρία και αυτοκαταστροφική συντήρηση των κενών πολλαπλασιάζονται και από την άλλη η κυβέρνηση με το επιχείρημα του «δημοσιονομικού χώρου». Εν αναμονή αλλαγής ηγεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις, η Ελλάδα δεν δίνει το παρόν στην επιχείρηση στην Ερυθρά θάλασσα, ενώ εμπλέκονται ευθέως τα γεωπολιτικά της συμφέροντα και πριν λίγες ώρες, το ECOFIN προωθεί προς έγκριση ευνοϊκή σε κάθε περίπτωση ρύθμιση για τις αμυντικές δαπάνες. Πώς άραγε συνδυάζονται όλα αυτά και πού οδηγούν;
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η φημολογία που έχει αναπτυχθεί, θέλει να διερευνήθηκε η πρόθεση και η διαθεσιμότητα της ελληνικής πλευράς, για συμμετοχή στη διεθνή ναυτική δύναμη που θα προστατεύει την παγκόσμια ναυτιλία στην Ερυθρά θάλασσα, από τις επιθέσεις των ανταρτών Χούθι της Υεμένης. Χωρίς η εικόνα να είναι πολύ ξεκάθαρη αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά, τα αρμόδια επιτελεία φέρονται να εξέτασαν τις δυνατότητες ελληνικής συμμετοχής.
Εάν ένα ναυτικό έθνος, όπως το ελληνικό, περιοριστεί στο να αποστείλει προσωπικό στο επιτελείο που θα ελέγχει την επιχείρηση, θα έχει υποβιβάσει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτή που έχουν δηλώσει… οι Σεϊχέλες, που επίσης συμμετέχουν. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αντάξιο της ναυτικής ιστορίας της χώρας. Εκτιμήσεις ναυτικών κύκλων αναφέρουν, ότι η μεγαλύτερη πιθανότητα θα ήταν να συμμετάσχει η Ελλάδα με το πετρελαιοφόρο «Προμηθέας» και όχι με κάποια φρεγάτα. Οι αποστολές όμως που θα καλούνταν ένα ελληνικό πλοίο επιφανείας, δεν είναι απλές… PASSEX που έχουν εκτελεστεί κατά δεκάδες τα τελευταία χρόνια.
Σε αυτό το σημείο, ο πειρασμός είναι μεγάλος να εξεταστούν… θεωρητικά, οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν σε μια φρεγάτα να συμμετάσχει. Αρχικά, θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι πιθανότερη αποστολή θα είναι η εκ του σύνεγγυς συνοδεία πλοίων που επιθυμούν να διέλθουν την Ερυθρά, με κατεύθυνση το Σουέζ, για να τα προστατεύσει από ενδεχόμενη απόπειρα των Χούθι να τα πλήξουν με κάποιον πύραυλο ή με οπλισμένο μη επανδρωμένο.
Κατά συνέπεια, θα πρέπει να υπάρχουν και να λειτουργούν στην εντέλεια, τα συστήματα ραντάρ, σοβαρές αντιβληματικές ικανότητες, δυνατότητα έγκαιρου εντοπισμού και εξουδετέρωσης UAV παντός τύπου. Η μονάδα επιφανείας, θα πρέπει μάλιστα να πείθει για την ισχύ της, ώστε να αποτρέπει – αποθαρρύνει σκέψεις ακόμα και να αποτολμήσουν οι αντάρτες να επιτεθούν. Κι όλα αυτά με το αυτόνητο… να είναι καλοσυντηρημένη, ώστε να μην κινδυνεύει να μείνει μεσοπέλαγα.
Με απλά λόγια, εάν έχει τεθεί το θέμα, αυτές είναι οι παράμετροι που θα εξεταστούν από το ΓΕΕΘΑ, που έχει δώσει έμφαση τα τελευταία χρόνια στη διεθνή παρουσία του Πολεμικού Ναυτικού, σε συνεργασία φυσικά με το ΓΕΝ, ώστε να αποφασιστεί εάν / ποιο καράβι του ελληνικού στόλου πληροί τις προϋποθέσεις για να συμμετάσχει, διαφημίζοντας στην πράξη τη ναυτική ισχύ της χώρας, μαζί με τις διαχρονικές δηλώσεις των πολιτικών ηγεσιών, περί μιας Ελλάδας – πυλώνα σταθερότητας και παρόχου ασφαλείας.
Επειδή όμως το πρόβλημα της παλαιότητας του ελληνικού στόλου δεν συγκαλύπτεται, είτε τελικά η Ελλάδα συμμετάσχει είτε όχι, απαιτείται δράση και αποφάσεις, το συντομότερο δυνατόν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η χώρα θα έπρεπε να πρωτοστατεί σε αποστολές όπως αυτή στην Ερυθρά, ως χώρα με παγκόσμια παρουσία στη ναυτιλία, χώρα που διαθέτει π.χ. το 20% του στόλου των τάνκερ. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Η Τουρκία δεν έχει διεκδικήσει ηγετικό ρόλο, αποκλειστικά και μόνο, λόγω των επιλογών εξωτερικής πολιτικής στο πόλεμο στη Γάζα.
Η κατάσταση έχει φθάσει στο μη περαιτέρω και θα πρέπει να θεωρείται εντελώς αδύνατο η πολιτική ηγεσία να μην έχει συναίσθηση αυτής της πραγματικότητας. Στην εικόνα όμως αυτή, έρχεται να προστεθεί η απόφαση του ECOFIN για την εξαίρεση -σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών- των αμυντικών δαπανών στον υπολογισμό του ελλείμματος. Η αναμενόμενη με αγωνία στην Ελλάδα τελική απόφαση, θα ληφθεί στο Συμβούλιο Κορυφής στις 27 Δεκεμβρίου. Στην ανακοίνωση όμως αναφέρονται και άλλα ενδιαφέροντα…
«Στο πλαίσιο της σημερινής συμφωνίας, ικανοποιήθηκαν οι βασικές προτεραιότητες που είχε θέσει η ελληνική κυβέρνηση, όσον αφορά στην ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών [σ.σ. DP: διαφέρει από το «εξαίρεση»], την ειδική πρόνοια για τους τόκους του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2033, την προστασία των επενδύσεων και την σταδιακή μείωση του δημοσίου χρέους, ώστε να μην υπονομεύεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή».
Εξειδικεύοντας τις αποφάσεις του ECOFIN, το ΥΠΟΙΚ προσθέτει στο σκέλος της απόφασης που αφορά τις αμυντικές δαπάνες: Ικανοποιείται το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών. Ειδικότερα προβλέπεται ότι αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεών του στην άμυνα, εισάγεται η δυνατότητα οι δαπάνες αυτές να μην λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι η μοναδική κατηγορία δαπανών για την οποία εισάγεται ρητά αυτή η πρόνοια. Το περί… εισαγωγής δυνατότητας, ασφαλώς δεν εξισώνεται με κατηγορηματική διαβεβαίωση. Αυτό ας σημειωθεί.
Ας δούμε ξανά τι αναφέρει το ΥΠΟΙΚ: «Οι βασικοί στόχοι του νέου πλαισίου είναι, αφενός η εξασφάλιση τις δημοσιονομικής σταθερότητας και βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, και αφετέρου, η επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια. Οι στόχοι αυτοί είναι αλληλένδετοι και συμπληρωματικοί. Υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι εφικτοί χωρίς δημοσιονομική σταθερότητα, και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους δεν είναι δυνατή χωρίς επαρκή οικονομική ανάπτυξη.»
Όπως έχει αναφέρει όμως το DP, το χρέος θα επιβαρύνεται, ενώ οι διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης θα συνυπολογίζουν τη συνολική εικόνα του χρέους για να βαθμολογήσουν – απονείμουν το αξιόχρεο. Πώς όμως αυτή η απόφαση μπορεί να μοχλευθεί ώστε να υπάρξει κάποια σοβαρή εξέλιξη στον τομέα των ναυπηγήσεων; Το «μεγάλο μυστικό» κρύβεται στην ανάπτυξη…
Όσο μια οικονομία αναπτύσσεται, τόσο το χρέος της σε σχέση με το ΑΕΠ μειώνεται ως ποσοστό. Από τη στιγμή δε που η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται τη σχέση επενδύσεων και ανάπτυξης, ο ναυπηγικός τομέας θα μπορούσε να αποτελέσει επενδυτικό επίκεντρο, ώστε να δημιουργηθεί αναπτυξιακή δυναμική, σε συνδυασμό με ένα γενναίο πρόγραμμα ναυπηγήσεων, που θα τροφοδοτήσει το ΑΕΠ της χώρας, συμβάλλοντας στη μείωση του χρέους ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Εάν η σκέψη αυτή αποτελεί έκφραση ευσεβών πόθων, στη βάση της παραδοχής ότι η πολιτική ηγεσία αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο στο Πολεμικό Ναυτικό, ή μια πραγματικότητα που θα διαπιστώσουμε το προσεχές χρονικό διάστημα, μένει να αποδειχθεί…