Ανάλυση
Όσο φιλικά αισθήματα και αν θέλει να έχει κανείς προς την ήπειρο μας, την Ευρώπη, δεν μπορεί παρά να προβληματίζεται για τη γερμανική ΕΕ και τη Γερμανίδα πρόεδρο της – για την άθλια συμπεριφορά της οποίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά το γνωστό ως «Pfizer Gate» από το σκάνδαλο των εμβολίων, υπενθυμίζουμε τα εξής:
«Έως το τέλος του 2021 η ΕΕ είχε υπογράψει εμπιστευτικά συμβόλαια ύψους 71 δις € – εξασφαλίζοντας έως και 4,6 δις δόσεις εμβολίων ή πάνω από 10 δόσεις για κάθε Ευρωπαίο Πολίτη. Μέσω δε μίας σειράς μηνυμάτων με το γενικό διευθυντή της Pfizer, η πρόεδρος της Κομισιόν, η Ursula von den Leyen, διαπραγματεύθηκε τη μεγαλύτερη συμφωνία όλων των εποχών για την εταιρία – για 1,8 δισεκατομμύρια δόσεις, αξίας έως και 35 δις € εάν πληρωθούν όλες» (πηγή).
Πρόσφατα δε η Γερμανίδα ανακοίνωσε επί πλέον 1,5 δις € το μήνα για την Ουκρανία, αυξάνοντας το σύνολο των ευρωπαϊκών χρημάτων που έχουν δοθεί στη χώρα στα 85 δις € – ενώ όταν ρώτησε ο κ. Βιλιάρδος το ελεγκτικό συμβούλιο της ΕΕ σχετικά με το πώς εξασφαλίζονται τα δάνεια προς τη χώρα, δεν πήρε καμία απάντηση (πηγή).
Εν προκειμένω, αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζουν οι Έλληνες Πολίτες, είναι εάν έχουν απαιτηθεί από την Ουκρανία τα ίδια μέτρα και εγγυήσεις που ζήτησε η ΕΕ μέσω της Τρόικα από την Ελλάδα – όπως τα μνημόνια και το εγκληματικό PSI, με το οποίο υποθηκεύθηκε η Ελλάδα για 99 χρόνια, της επιβλήθηκε το αγγλικό δίκαιο στα ομόλογα της, αναγκάσθηκε να ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία της και να πλειστηριάσει την ιδιωτική.
Συνεχίζοντας, εκτός του ότι πέρασε από την Κομισιόν μία διάταξη που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την κατάργηση του βέτο των χωρών μελών της και τη μετατροπή της ΕΕ σε ομοσπονδιακή ένωση, εις βάρος των αδύναμων χωρών και προς όφελος των ισχυρών, η von der Leyen προωθεί την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ που θα ήταν συνδεδεμένη με τεράστιο κόστος – θυμίζοντας πως ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, ο H. Smith, είχε επικρίνει ήδη από το 2014 την Κομισιόν για την απόπειρα ενσωμάτωσης της Ουκρανίας, δηλώνοντας τα εξής: «Πρόκειται για μεγαλομανία – δεν έχουμε καμία δουλειά εκεί».
Κάτι ανάλογο είχε αναφέρει επίσης ο πρώην επίτροπος της ΕΕ, ο G. Verheugen – εφιστώντας την προσοχή στο ότι, «μία φονταμενταλιστική εξωτερική πολιτική, θα οδηγούσε στην καταστροφή τόσο την ΕΕ, όσο και την Ουκρανία». Όσον αφορά τον επικεφαλής της ΕΕ έως το 2019, τον J.C. Juncker, είχε απλά δηλώσει πως «η Ουκρανία δεν είναι επιλέξιμη για ένταξη».
Εν τούτοις, η von der Leyen αγνοεί όλες τις προειδοποιήσεις και συμπεριφέρεται ως αυτοκράτειρα – συνιστώντας την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία, χωρίς να χάνει ευκαιρία να υπόσχεται στο Κίεβο πως θα ενταχθεί, το αργότερο έως το 2030. Αδιαφορεί δε για το ότι, οδηγεί έτσι την ΕΕ σε έναν επικίνδυνο δρόμο – αφού ούτε η Ουκρανία, ούτε τα 27 κράτη της ΕΕ είναι έτοιμα για διεύρυνση.
Εκτός αυτού, η σύσταση γίνεται σε μία εντελώς ακατάλληλη στιγμή – όπου η ουκρανική αντεπίθεση έχει «σβήσει», ενώ υπάρχει ο κίνδυνος ενός πολυετούς και δαπανηρού πολέμου φθοράς με τη Ρωσία. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να αποφασίζει η κυρία μόνη της, σχετικά με τη διεύρυνση και με το πού θα διατεθούν τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων;
Η ένταξη της Ουκρανίας
Περαιτέρω, πριν από ενάμιση περίπου χρόνο δεν υπήρχε ακόμη συναίνεση, σχετικά με το ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν ενταξιακές συνομιλίες, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου – ενώ στην ειδική σύνοδο κορυφής στις Βερσαλλίες το Μάρτιο του 2022, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου δηλαδή, ακόμη και η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ ήταν αμφιλεγόμενη, με τη Γερμανία και τη Γαλλία να την «φρενάρουν».
Εκείνη την εποχή βέβαια, ίσχυαν ακόμη οι γνωστοί άγραφοι κανόνες διεύρυνσης της ΕΕ που είναι οι εξής: (α) δεν είναι αποδεκτή ως μέλος μία χώρα που δεν στέκεται στα πόδια της, (β) μακριά από κράτη που έχουν ανεπίλυτες συνοριακές συγκρούσεις και, το κυριότερο, (γ) δεν διενεργούνται διαπραγματεύσεις σε εποχή πολέμων, επειδή η ΕΕ θέλει ειρήνη!
Εν προκειμένω, στα Δυτικά Βαλκάνια αυτοί οι άγραφοι κανόνες τηρήθηκαν σχολαστικά – αφού είκοσι χρόνια μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων η Σερβία, το Κοσσυφοπέδιο και η Αλβανία εξακολουθούν να κάθονται στην αίθουσα αναμονής της ΕΕ, επειδή δεν πληρούν τα κριτήρια, παρά το ότι πέτυχαν τουλάχιστον την ειρήνη.
Γιατί λοιπόν η Ουκρανία, η μεγαλύτερη, η πιο διεφθαρμένη αλλά και η πλέον εμπόλεμη χώρα στην Ανατολική Ευρώπη, παίρνει το πράσινο φως; Ποια είναι η πραγματική αιτία και πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει κάτι τέτοιο; Οφείλεται στο μίσος λόγω φόβου των Γερμανών εναντίον της Ρωσίας;
Η von der Leyen πάντως αρνείται επίμονα να απαντήσει στο θέμα του πολέμου και της ειρήνης – ενώ θέλει να παρέχει στην Ουκρανία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, για όσο διάστημα είναι απαραίτητο. Η επιθυμία της δε αυτή, έχει εδραιωθεί ακόμη και στις αποφάσεις της ΕΕ – ενώ η πρόεδρος δεν λέει καν πού θα καταλήξει όλο αυτό που προωθεί.
Όσον αφορά τους Γερμανούς διπλωμάτες που τη στηρίζουν, ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί κανένα πρόβλημα, πως διεξάγονται ήδη διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία για μεταρρυθμίσεις, ότι η χώρα έχει σημειώσει μία αξιοσημείωτη πρόοδο και πως υπήρξαν μεγάλες επιτυχίες, ιδίως στον αγώνα κατά της διαφθοράς.
Δεν λένε όμως ότι, η Ουκρανία δεν έχει περάσει ούτε ένα από τα επτά εύκολα στην ουσία τεστ που ανέπτυξε ειδικά για αυτήν η von der Leyen – ενώ το γεγονός ότι, απέχει μίλια από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, με βάση τα οποία η ΕΕ εξετάζει κανονικά τους υποψηφίους της, δεν φαίνεται να απασχολεί τους Γερμανούς.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς συμβαίνει – αφού δεν μπορεί η Γερμανία να παραβαίνει τόσο εύκολα τους κανόνες που απαιτεί σχεδόν πάντοτε να εφαρμόζονται με απόλυτη αυστηρότητα. Δεν γίνεται επίσης να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά – σκληρές απαιτήσεις δηλαδή για τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά ήπια κριτήρια για την Ουκρανία και τη Μολδαβία. Προφανώς άλλωστε κάτι τέτοιο υπονομεύει την αξιοπιστία της ΕΕ – η οποία δεν είναι σήμερα η καλύτερη.
Από την άλλη πλευρά, ενώ έως σήμερα η διεύρυνση είχε ως στόχο τη σταθερότητα και την ειρήνη στην Ευρώπη, σήμερα αιτιολογείται από τη ρωσική εισβολή – με την έννοια πως πρέπει να στηριχθεί η Ουκρανία που οδηγήθηκε στον πόλεμο από τη Δύση, καθώς επίσης να δοθεί στους Πολίτες της μία προοπτική για το μέλλον. Ακούγεται μεν καλό, αλλά μπορεί να διασωθεί η Ουκρανία μέσω των ενταξιακών συνομιλιών με την ΕΕ; Μπορεί έτσι η ΕΕ να σταματήσει τον πόλεμο ή να νικήσει τη Ρωσία;
Επίλογος
Κλείνοντας, για να βοηθήσει πραγματικά την Ουκρανία η ΕΕ, θα πρέπει είτε να αυξήσει τη στρατιωτική της υποστήριξη, είτε να αναζητήσει λύση μέσω διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία. Εν τούτοις, δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει τίποτα από τα δύο – ενώ δεν είναι σε θέση να αυξήσει τη στρατιωτική της βοήθεια, όπως αποδεικνύεται από την πανωλεθρία με τις οβίδες του πυροβολικού.
Επομένως, η von der Leyen οδηγεί την ΕΕ σε μία περιπέτεια, εν αγνοία των Ευρωπαίων Πολιτών, για την οποία δεν είναι καθόλου προετοιμασμένη – ενώ είναι ξεκάθαρο πως ο προϋπολογισμός της, η γεωργική πολιτική και τα διαρθρωτικά ταμεία, όλα εκείνα τα σημαντικά μέσα δηλαδή της ευρωπαϊκής πολιτικής, θα επιβαρυνόντουσαν σε απελπιστικό βαθμό από την ενδεχόμενη αποδοχή της ένταξης της Ουκρανίας.
Σύμφωνα βέβαια με αυτά που ειπώθηκαν στην ειδική σύνοδο κορυφής του Οκτωβρίου στη Γρανάδα, η ΕΕ πρέπει να γίνει μεγαλύτερη, ανεξάρτητα από το κόστος – αφού «η επέκταση είναι μία γεωστρατηγική επένδυση στην ειρήνη, στην ασφάλεια, στη σταθερότητα και στην ευημερία».
Επομένως δεν υπάρχει εναλλακτική στην ένταξη της Ουκρανίας – κάτι που για πολλούς σημαίνει ότι, η γεωπολιτική και η μεγαλομανία έχουν συνάψει μία ανίερη συμμαχία, υπό την αιγίδα του Γερμανού καγκελαρίου και της Γερμανίδας προέδρου της Κομισιόν, η οποία δεν θα έχει καλή κατάληξη για την Ευρώπη.