Από την απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ναυτιλιακών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτιών να αποσύρουν τα πλοία τους από την Ερυθρά Θάλασσα και να επαναδρομολογήσουν το 80% εξ αυτών μέσω του διάπλου της Αφρικής, απόφαση η οποία έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε αυξήσεις ναύλων από 250% ως 400% για τα containers, αναμένεται να πληγεί ιδιαίτερα η Ελλάδα.Αυτό θα συμβεί επειδή το 40% των εισαγωγών της χώρας αφορά προϊόντα της Άπω Ανατολής που φτάνουν εδώ σε container στο λιμάνι του Πειραιά.
Χατζηθεοδοσίου: 200.000 container δεν έχουν φτάσει στον Πειραιά - Επηρεάζεται το 40% των εισαγωγών μας που γίνεται από την Άπω Ανατολή
Αναδεικνύοντας το μείζον αυτό πρόβλημα, ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, εξέφρασε την περασμένη εβδομάδα, την ανησυχία του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η σχεδόν αναγκαστική επιλογή μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών να πραγματοποιούν τα εμπορικά δρομολόγια τους μέσω του περίπλου της Αφρικής, τονίζοντας ότι παρατηρούνται ήδη καθυστερήσεις 15 έως 20 ημερών στην άφιξη container στο λιμάνι του Πειραιά οι οποίες αφορούν μέχρι στιγμής 200.000 container.
Με δεδομένο ότι το 40% των εισαγωγών της χώρας μας προέρχονται από την Άπω Ανατολή και αφορούν κυρίως ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη, ρουχισμό κ.ά., αν δε βρεθεί άμεσα λύση, οι μεγάλες καθυστερήσεις μπορεί να οδηγήσουν σε ελλείψεις προϊόντων, τόνισε.
Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο είναι η επερχόμενη μεγάλη αύξηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων λόγω της επιβάρυνσης σε ναύλα και ασφάλιστρα, κατέληξε ο Γ. Χατζηθεοδοσίου.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές από τα μεγάλα ναυλομεσιτικά γραφεία ένα εμπορευματοκιβώτιο 40 ποδών ενός πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που πραγματοποιεί τον διάπλου της Αφρικής από το λιμάνι της Σαγκάης προς οποιοδήποτε λιμάνι της Μεσογείου μεταξύ αυτών και το λιμάνι του Πειραιά αγγίζει αυτή τη στιγμή τα 6.000 δολάρια ενώ πριν την έναρξη των επιθέσεων των Houthi, το ίδιο container μέσω του διάπλου του Σουέζ στοίχιζε 1.500 με 1.800 δολ.
Η αύξηση στους ναύλους τουλάχιστον για τα container από το κλείσιμο της Ερυθράς ξεκινά από 240% και φτάνει ως το 400% και στην Ελλάδα θα περάσει τροφοδοτώντας σοβαρές αύξήσεις στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων από την Άπω Ανατολή και τελικά ένα νέο κύμα πληθωρισμού.
Κορκίδης (ΕΒΕΠ): Η Ελλάδα να ζητήσει από την Κομισιόν πλαφόν στις αυξήσεις των ναύλων
Προκειμένου να μετριαστεί λοιπόν το «νέο κύμα» ανατιμήσεων στην αγορά λόγω Σουέζ το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ) πρότεινε την εισαγωγή ενός ειδικού τύπου «πλαφόν στα ναύλα».
Ειδικότερα, το ΕΒΕΠ, ως φορέας που εκπροσωπεί στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, με επιστολή του στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τους υπουργούς του οικονομικού επιτελείου, πρότεινε την παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να ληφθούν μέτρα για την αποφυγή υπέρμετρων επιβαρύνσεων σε εμπορεύματα εξαιτίας της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα, που έχει εξακοντίσει τα κόστη διαμετακόμισης προς την Ευρώπη.
Στην παρούσα συγκυρία, σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης στην επιστολή του, το «ντόμινο» της αύξησης των ναύλων, της επιβολής επίναυλου, του κόστους των καθυστερήσεων παράδοσης και των τελικών ανατιμήσεων των αγαθών, θα κληθεί να πληρώσει και πάλι ο τελικός καταναλωτής.
Το Επιμελητήριο θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε με τις κατάλληλες οδηγίες να μην επιβάλλονται δασμολογικές και φορολογικές επιβαρύνσεις στο 100% των σημερινών και συνεχώς αυξανόμενων ναύλων στα εμπορεύματα που μεταφέρονται με πλοία από την Ασία προς την Ευρώπη που κάνουν τον περίπλου της Αφρικής.
Αντίθετα, να υπάρξει πολιτική συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε οι επιβαρύνσεις να μειωθούν σε ποσοστό που θα αντιστοιχεί στα μέσα επίπεδα των ναύλων που θα καταβάλλονταν όταν τα πλοία διέρχονται κανονικά από τη Διώρυγα του Σουέζ, εφαρμόζοντας ένα «είδος πλαφόν» στις επιβαρύνσεις επί των ναύλων, με βάση τις τιμές της 12ης Δεκεμβρίου 2023, για όσο διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα.
Στα ενδότερα της πληθωριστικής έκρηξης
Σύμφωνα με μελέτη της Oxford Economics, ο παγκόσμιος πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος του 2024, αν οι ναυτιλιακές εταιρείες αναδρομολογήσουν τους πλόες από την Ερυθρά Θάλασσα για πολλούς μήνες και οι τιμές των ναύλωνκαι των ασφαλίστρων των εμπορευμάτων έναντι του υψηλότερου κινδύνου διατηρηθούν σε διπλάσια επίπεδα από αυτά πριν την κρίση στην περιοχή.
Η επίπτωση αυτή δεν ενδέχεται να επιβραδύνει τη μείωση του πληθωρισμού, επηρεάζοντας και τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τα επιτόκια.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να αφήσει ξανά αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια την ερχόμενη Πέμπτη, 25 Ιανουαρίου, με το ενδιαφέρον για τη συνεδρίαση να στρέφεται στο αν θα υπάρξουν κάποιες ενδείξεις για τον χρόνο που θα αρχίσει η μείωσή τους.
Σε πρόσφατες δηλώσεις της η πρόεδρός της Christine Lagarde «έκαψε» το σενάριο οι επόμενες αυξήσεις επιτοκίων να ξεκινήσουν από τον προσεχή Απρίλιο του 2024.
Πού εστιάζεται το πρόβλημα
Καταρχάς για λόγους ανεξήγητους αρκετοί οικονομολόγοι, διεθνώς, εστιάζουν σχεδόν εμμονικά στον «πυρήνα» του πληθωρισμού, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.
Όπως έχουμε επισημάνει στο BN ο ακριβέστερος δείκτης των οποίων χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι είναι αυτός των προσωπικών καταναλωτικών δαπανών (PCE) ο οποίος καταγράφει καλύτερα τις καταναλωτικές προσδοκίες και του τρόπου εξέλιξης της ζήτησης στην οικονομία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ο ελληνικός πληθωρισμός είναι στο 3,5%, ενώ οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα (λάδια, φρούτα, απορρυπαντικά κλπ) μπορεί να ξεπερνούν το 10%, ακόμα και το 20% ενώ η δυναμική τους παραμένει ανοδική.
Το ζήτημα δεν έγκειται στην ένταση των πληθωριστικών πιέσεων από την πλευρά της κατανάλωσης - που μετρά ο «δομικός» δείκτης – αλλά στο γεγονός ότι εξαιτίας π.χ. των γεωπολιτικών εξελίξεων όπως στην περίπτωση της Μαύρης Θάλασσας εν προκειμένω έχουν διαταραχή στην προσφορά ενώ η ζήτηση για βασικά αγαθά αναγκαστικά παραμένει ανελαστική.
Εάν συνεπώς δεν αυξηθούν οι πραγματικοί μισθοί, τότε η ανελαστική ζήτηση σε τρόφιμα και καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης (βάσει των πωλήσεων σε όγκο) θα συνεχίσει να τρέφει την ακρίβεια.
Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 30% ακριβώς, από τον Μάιο του 2021 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2023.
Τα περιθώρια κέρδους
Η ανάκαμψη των οικονομιών - και της ελληνικής - μετά τα lockdown πυροδότησε ανατιμήσεις στα προϊόντα και έτσι οι τιμές δεν επανήλθαν πότε σε προ 2020 επίπεδα.
Η μετέπειτα διατήρηση του μεριδίου κέρδους των επιχειρήσεων σε υψηλά επίπεδα μπορεί να εξηγηθεί από πληθώρα παραγόντων, όπως η ισχυρή ζήτηση, η οποία υπερκέρασε την περιορισμένη προσφορά σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς (είδη διατροφής, βιομηχανικά αγαθά), η συσσώρευση αποταμιεύσεων των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία τροφοδοτούσε τη δυναμική της καταναλωτικής ζήτησης, το έντονα πληθωριστικό περιβάλλον.
Σε αυτό το κλίμα, σύμφωνα με τις οικονομικές μελέτες (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος κ.λπ.) παρατηρήθηκε ισχυρή αύξηση των τιμών των εισροών (π.χ. κόστος εισαγόμενης ενέργειας) εντείνοντας περαιτέρω τις πληθωριστικές προσδοκίες και ενδεχομένως διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος τους στους καταναλωτές.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις οικονομικού και κοινωνικού κλίματος ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης δεν έχει περάσει στην πραγματική οικονομική κατάσταση των πολιτών, σε αντίθεση με την μετακύλιση των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά.
Παρά τους βελτιωμένους δείκτες και τη μείωση του γενικού πληθωρισμού οι έλληνες εργαζόμενοι λαμβάνουν από τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρωζώνη, ενώ παράλληλα οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν αυξηθεί σε επίπεδα χωρών με διπλάσιες ή τριπλάσιες απολαβές σε σχέση με τη Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, οι ονομαστικοί μισθοί είδαν μια μείωση το 2021 (-1,53%) και μια πολύ μικρή αύξηση το 2022 (0,87%).
Ωστόσο, η μείωση της αγοραστικής δύναμης ήταν αισθητή το 2021 και το 2022, με τους πραγματικούς μισθούς να παρουσιάζουν μείωση 3,93% και 6,87% αντίστοιχα.
Αυτό υποδηλώνει ότι η αύξηση των τιμών (πληθωρισμός) ήταν πολύ υψηλότερη από την αύξηση των μισθών, με αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης.
Οι πραγματικοί μισθοί στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν επίσης σταθερά, με μια μικρή πτώση το 2022 (-1,07%).
Η γενική εικόνα στην Ευρωζώνη είναι πολύ πιο θετική από την Ελλάδα, με την αγοραστική δύναμη να παραμένει σχετικά σταθερή ή να αυξάνεται
Αυτό είναι το γενικότερο πλαίσιο εξαιτίας του οποίου οποιεσδήποτε διαταραχές στην προσφορά αγαθών διεθνώς - όπως στην περίπτωση της Μαύρης Θάλασσας - θα έχει ασύμμετρες συνέπειες για την ελληνική οικονομία πλήττοντας δυσανάλογα την αγοραστική δύναμη νοικοκυριών και επιχειρήσεων - κατάσταση που θα επιδεινωθεί εάν δεν καταστεί δυνατό να χαλαρώσει η περιοριστική νομισματική πολιτική.
www.bankingnews.gr