Ελληνική Επανάσταση: δυο λέξεις που προκαλούν ρίγος στην παγκόσμια ιστορία. Κι όμως, κάποιοι- όχι λίγοι- λέρωσαν με το πέρασμά τους τον Ξεσηκωμό. Προδότες πολλοί κι όλοι τους για... ένα λόγο: τα γρόσια!
Κοντά είμαστε και τούτη τη χρονιά στην ημερομηνία-σύμβολο της Ελληνικής Επανάστασης. Πλησιάζει η 25η Μαρτίου, η ημέρα που ορίστηκε να γιορτάζεται ο Μεγάλος Ξεσηκωμός (ορίστηκε απλά και ελάχιστη σχέση έχει με το άναμμα της φωτιάς της ελευθερίας) και καλό είναι- εκτός από τους ήρωες- να μνημονεύουμε κι εκείνους που «κιότεψαν», εκείνους που έμειναν προσκολλημένοι στων Τούρκων τις βουλές, πολέμησαν την Ελληνική Επανάσταση και πέρασαν στο βιβλίο των καταραμένων της Ιστορίας.
Ήταν οι Εφιάλτες εκείνοι, που λέρωσαν με την αλγεινή συμπεριφορά και τις ανόσιες πράξεις τους ό,τι πιο ρομαντικό και θείο έχει να παρουσιάσει η Ελληνική Ιστορία: τον αγώνα για ελευθερία. Όχι πως δεν τον λέρωσαν και οι ίδιοι οι Επαναστάτες με τους συνεχείς εμφυλίους; Αλλά αυτό είναι ένα άλλο σκοτεινό κεφάλαιο…
Σωτηράκης, μικρός κι ανυπόληπτος
Το όνομά του ήταν Σωτήριος Κουγιάς. Ο Σωτηράκης ο Κουγιάς, ο φιλότουρκος κοτζαμπάσης, που δεν είδε με «καλό μάτι» τον Ξεσηκωμό. Ο Σωτηράκης ή Σωτήρος ή Σωτηράκος Κουγιάς γεννήθηκε στην Τριπολιτσα από οικογένεια εύπορη. Οι Τούρκοι είχαν κυνηγήσει αρκετές φορές τους Κουγαίους όταν τα οικονομικά τους συμφέροντα τους έφερναν αντιμέτωπους. Και οι Κουγαίοι είχαν χάσει πάνω από τρεις δικούς τους από χέρι τούρκικο. Αλλά ο Σωτηράκης δεν κάτεχε από γδικιωμούς και τέτοια «μικρά»· στο μετερίζι των Τούρκων στάθηκε ορθός, όταν οι «άλλοι», οι δικοί του ύψωσαν το λάβαρο της Επανάστασης! Κι όταν άνθρωπος της Φιλικής Εταιρείας προσέτρεξε στον Κουγιά για βοήθεια υλική και ηθική, εκείνος του έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπο.
Κι ακούστηκαν πολλά τότε: ότι ο Σωτηράκης μάθαινε και πρόδινε μυστικά των Επαναστατών στους Οθωμανούς. Και κάποιοι ιστορικοί εξέδυσαν τον Σωτηράκη από το βαρύ ντύμα της προδοσίας και τον περιεβάλλαν με το μαγνάδι της δειλίας: «δεν ήταν προδότης φοβισμένος ήταν» γράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης, (Φιλικός, αγωνιστής του '21, συγγραφέας και πολιτικός), φοβισμένος που ακολούθησε τον λάθος δρόμο της Ιστορίας!
Όταν οι Έλληνες πολιορκούσαν την Τριπολιτσά,, ο Σωτηράκης ο Κουγιάς μιλούσε μυστικά με εκείνους που νόμιζε πως στο τέλος θα νικήσουν. Κι όταν νίκησαν οι «άλλοι», ο Κουγιάς πιάστηκε, βασανίστηκε ανηλεώς μπροστά στην οικογένειά του και είχε τέλος οικτρό. Ο οπλαρχηγός Γιάννης Νταγρές έκοψε το αυτί του Κουγιά και τον υποχρέωσε να το φάει, λίγες στιγμές πριν αφήσει τη στερνή, λερή ανάσα του! Κάποιοι πάλι λένε, ότι ο Κολοκοτρώνης σκότωσε τον Κουγιά μη αντέχοντας να βλέπει το μαρτύριό του. Κι ο Κουγιάς ο Σωτηράκης πέρασε στη λίστα των προδοτών, πλάι στον Εφιάλτη…
Νενέκος: ο Εφιάλτης του 1821
Κι αν το όνομα του προδότη Σωτηράκη Κουγιά έχει σκεπαστεί από τη σκόνη του χρόνου, εκείνο του Δημήτρη Νενέκου παραμένει έξω από τον κονιορτό των καιρών, ξεκάθαρο για τους διαβάζοντες την Ιστορία.
Ο Δημήτρης ο Νενέκος, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, από τους πρώτους πήρε τα όπλα στην Αχαΐα· ήταν Αρβανίτης, γενναίος, με θάρρος και πάθος, όμως κάπου η άμετρη φιλοδοξία του, τού σκοτείνιαζε το νου. Ο Νενέκος είχε γεννηθεί στο χωριό Ζουμπάτα, σήμερα Πηγή, της Αχαΐας. Ο Νενέκος ήθελε αρχηγιλίκια (τι περίεργο για Έλληνα…) και για να κυριαρχήσει δεν σταμάτησε πουθενά: σκότωσε τους οπλαρχηγούς που ήταν πάνω από εκείνον (Σπανοκυργιάκο και Σαγιά) κι έγινε το πρωτοπαλίκαρο του Μπενιζέλου Ρούφου (πιο μετά πρωθυπουργού της Ελλάδας). Και ο Νενέκος πολέμησε με πάθος και αυτοθυσία: στην πολιορκία της Πάτρας, στο Μεσολόγγι, πλάι σε σπουδαίους πολέμαρχους: τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον Ζαΐμη, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Λόντο. Κι η φήμη του Νενέκου απλωνόταν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα, μέχρι που εισέβαλλε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με τους Αιγύπτιούς του.
Ο πασάς της Αιγύπτου συνάντησε τον Νενέκο και πολύ τον συμπάθησε, όπως λένε, του έταξε χρήμα και πλούτη και ο Νενέκος δεν άργησε να αλλάξει «σημαία». Και ο Νενέκος ονομάστηκε και Μπέης. Ο Μπέης Νενέκος! Κι άρχισε τότε, ο άλλοτε παθιασμένος επαναστάτης, να προσηλυτίζει οπλαρχηγούς στη δική του «εταιρεία», εκείνη των προσκυνημένων· και τον ακολούθησαν πολλοί. Κάτι οι εμφύλιοι, κάτι η ισχύς του Ιμπραήμ, δεν άργησαν κάποιοι, κουρασμένοι Επαναστάτες, να επιστρέψουν στην αγκαλιά των Τούρκων σαν άσωτοι υιοί… Κι από φόβος και τρόμος των Τούρκων, ο Νενέκος, έγινε η συμφορά για τους Έλληνες· με 2.000 άνδρες του, ήταν η οπισθοφυλακή του Ιμπραήμ.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγραφε στα Απομνημονεύματά του για την περίοδο εκείνη: «…ποτέ δεν φοβήθηκα όσο εκείνη την εποχή με τα προσκυνοχάρτια του Ιμπραήμ»! Ο Νενέκος, λοιπόν, είχε κάποτε την ευκαιρία να συλλάβει αιχμάλωτο τον Ιμπραήμ (είχε χαθεί στο δάσος μόνος) και να δώσει ανάσες στον Μοριά, όμως όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά προστάτευσε τον Αιγύπτιο πασά!
Και ο Κολοκοτρώνης τον «πρόγραψε». Ο Νενέκος δολοφονήθηκε από τον Θανάση Σαγιά, αδερφό του οπλαρχηγού που είχε σκοτώσει ο Νενέκος, σε μια βάφτιση, όπως έχει καταγράψει η δημοτική ποίηση. Και η ιστορία των προδοτών συνεχίζεται…
Γώγος Μπακόλας: παρεξήγηση, αλλά...
Ο Γώγος Μπακόλας άρχισε ως Αρματολός, συνέχισε ως οπλαρχηγός και τέλειωσε ως προδότης. Ο Γώγος (Γεώργιος) Μπακόλας γεννήθηκε το 1770 στη Σκουληκαριά της Άρτας και ήταν εξάδελφος της καλογριάς μάνας του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ο Αλή Πασάς είχε διορίσει τον Μπακόλα, Αρματολό στο Ραδοβίζι των Τζουμέρκων κι εκείνος είχε σκοτώσει τον Κίτσο Μπότσαρη, πατέρα του Μάρκου Μπότσαρη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ο Μπακόλας γύρισε τις κάννες των τουφεκιών του εναντίον των Τούρκων.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1821, μαζί με 350 άντρες και τον Ιωάννη Ραζικότσικα, νίκησε τους Τούρκους του Χασάν μπέη, οι οποίοι εκστράτευσαν από την Άρτα, στο χωριό Πέτα. Στη μάχη εκείνη, ο Μπακόλας όχι μόνο απέκρουσε τους εχθρούς αλλά ηγήθηκε αντεπίθεσης, εξαναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν στην Άρτα. «Όπου ο Γώγος, εκεί κι η νίκη» έλεγαν για τον Μπακόλα!
Έπειτα από τη συντριβή των Επαναστατών στη Μάχη του Πέτα, όμως, ο Μπακόλας κατηγορήθηκε ότι εκείνος ήταν ο υπεύθυνος της καταστροφής γιατί άφησε τους εχθρούς να περικυκλώσουν τους Έλληνες. Ήταν το κομβικό σημείο για τον Γώγο Μπακόλα. Παρά το ότι δεν του αποδόθηκε καμία κατηγορία- επίσημα τουλάχιστον- ούτε αποδείχτηκε ευθύνη του για την καταστροφή, ο Μπακόλας απογοητεύτηκε και άλλαξε στρατόπεδο: τα βρήκε με τους Τούρκους και μάλιστα ήταν στο πλάι του Ομέρ Βρυώνη στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου! Οι Τούρκοι τον χρησιμοποίησαν σε αρκετές εκστρατείες τους στη Δυτική Ελλάδα, επειδή γνώριζε τον τόπο και τους προύχοντες της περιοχής. Κι έτσι συνέχισε μέχρι τέλους. Κι ο Μπακόλας πέθανε το 1826.
Κατά τον (λογοτέχνη που ασχολήθηκε κυρίως με την Ελληνική Επανάσταση) Δημήτριο Φωτιάδη και ιστορικούς της εποχής, ο Γεώργιος Μπακόλας ήταν το εξιλαστήριο θύμα για να μην αποδοθούν ευθύνες στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, αν και ο τελευταίος σε επιστολή του, δεν επιρρίπτει ευθύνη στον Μπακόλα, ούτε τον θεωρεί προδότη. Ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, στο πεζογράφημά του «Σκιαί του Άδου», για να καταδείξει το ασυγχώρητο των ατιμωτικών πράξεων και μετά τον θάνατο, αναφέρεται στον Μπακόλα: «Η άτιμη η προδοσιά του Γώγου του Μπακόλα».
Κι ακόμα τόσοι...
Κι ανάμεσα σ’ εκείνους τους Εφιάλτες κι άλλοι πολλοί. Γράφει ο Θεόδωρος Παναγόπουλος στο βιβλίο του «Τα Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας». Από το ενδιαφέρον και ιστορικά τεκμηριωμένο ιστορικό πόνημα του δικαστή Θ. Παναγόπουλου κρατάμε τα παρακάτω:
1. «Ενώ η Επανάσταση ξεκίνησε αρκετά καλά, την πρόδωσαν από μέσα οι κοτζαμπάσηδες και οι πρόκριτοι. Δεν την ήθελαν, γιατί περνούσαν καλά επί τουρκοκρατίας. Είχαν αποκτήσει πολύ σημαντική πολιτική δύναμη, γιατί είχαν τον έλεγχο της οικονομίας, εισπράττοντας τους φόρους για λογαριασμό του σουλτάνου, κρατώντας ένα τεράστιο μερίδιο για τους ίδιους. Είχαν φτάσει στο σημείο να διορίζουν και να απολύουν ακόμα και τον πασά της Τριπολιτσάς, τον Οθωμανό διοικητή της Πελοποννήσου. Επομένως, δεν ήθελαν ανεξάρτητο ελληνικό κράτος».
2. »Απέξω, την Επανάσταση πρόδωσαν οι Φαναριώτες και όσοι ήρθαν μαζί τους στην Ελλάδα. Άνθρωποι όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Καρατζάς που ήρθαν από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες κι έφεραν μαζί τους διάφορους περίεργους νεαρούς τύπου Πολυζωίδη και Σκουφά, οι οποίοι αργότερα έγιναν ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Καποδίστρια.
3. »Η Εκκλησία έπαιξε και αυτή αρνητικό ρόλο. Είχε αφορίσει τον Ρήγα και τον Κολοκοτρώνη, τον οποίο κυνήγησε για να τον εξολοθρεύσει. Η Εκκλησία αποκαλούσε βασιλέα τον σουλτάνο και διέδιδε ότι εκείνος μας αγαπούσε. Αυτό ξεκίνησε από την εποχή του Γεννάδιου, ο οποίος είχε πει μετά την άλωση της Πόλης πως ο Θεός μας τιμώρησε γιατί φύγαμε από το δρόμο του.
Και η Ελληνική Επανάσταση, εν μέσω προδοτών, εμφυλίων, πολέμιων ξένων δυνάμεων και εσωτερικών προβλημάτων, προχώρησε και πέτυχε τον στόχο της· και οι προδοσίες, που τρόχισαν το κύρος της ήταν η αλήθεια που έμεινε σαν καρφί στην Ιστορία.
«Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε. Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε»…
ethnos.gr