28χρονος Μανιάτης πήρε τον νόμο στα χέρια του και εκτέλεσε μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας τον πατέρα του, τον θείο του και τις τρεις αδελφές του γιατί είχαν αιμομικτικές σχέσεις
Ένα από τα πιο πολύνεκρα εγκλήματα στα χρονικά της πατρίδας μας έγινε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 στη Μάνη, εκεί όπου οι άγραφοι νόμοι της τιμής και της εκδίκησης παίζουν τον δικό τους ρόλο στις αποφάσεις των ανθρώπων. Στο φονικό αυτό έχασαν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι, όλοι συγγενείς μεταξύ τους, ενώ δημιούργησε τεράστιο θόρυβο σε όλη τη χώρα και δίχασε την ελληνική κοινή γνώμη η οποία ακόμα βρισκόταν σε ένα μεταβατικό κοινωνικό στάδιο.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που είχε κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
Δράστης της πολύκροτης αυτής υπόθεσης ήταν ένας 28χρονος Μανιάτης ο οποίος αποφάσισε να πάρει τον νόμο στα χέρια του και να εκτελέσει μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας τον πατέρα του, τον θείο του και τις τρεις αδελφές του, ηλικίας 35, 30 και 25 ετών. Σύμφωνα με τον δράστη, ο 60χρονος πατέρας του και ο 65χρονος θείος του είχαν αιμομικτικές σχέσεις με τις τρεις αδελφές του. Ο θείος είχε αφήσει έγκυο τη μία από τις τρεις κοπέλες και της είχε υποσχεθεί ότι θα αναγνωρίσει το μωρό και θα την παντρευτεί αφού χώριζε τη γυναίκα του.
Ο νεαρός αποφάσισε ότι έπρεπε να καθαρίσει την τιμή της οικογένειάς του και με τον τρόπο του γνήσιου Μανιάτη να ξεπλύνει το όνομά του από την ντροπή. Το περιστατικό έγινε το πρωί της 10ης Απριλίου του 1957 όταν ο δράστης πήγε στο μαντρί της οικογένειας. Εκεί ύστερα από λίγη ώρα ήρθε ο θείος του τον οποίο και πυροβόλησε πρώτο ρίχνοντάς του δύο σφαίρες. Στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με την απολογία του, πυροβόλησε τρεις φορές τον πατέρα του και άλλες δύο φορές τη μία αδελφή του. Λίγο πιο μακριά βρισκόταν η δεύτερη αδελφή του την οποία και αυτή σκότωσε επιτόπου ενώ επέστρεψε και έδωσε τη χαριστική βολή στον θείο του. Την τρίτη αδελφή του τη σκότωσε λίγο αργότερα στο σπίτι τους στο χωριό. Στη συνέχεια προσπάθησε να εξαφανιστεί στα βουνά, όμως τον πρόλαβαν οι Χωροφύλακες. Και όσα έμαθαν από τον ίδιο και τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτό το απεχθές έγκλημα τους άφησαν άφωνους.
Οι σχέσεις των δύο ανδρών με τα νεαρά κορίτσια είχαν ξεκινήσει μέσα στη γερμανική κατοχή και είχαν γίνει γνωστές στη μικρή κοινωνία του χωριού, το οποίο έβραζε από την ηθική κατάπτωση της οικογένειας. Αυτή την απαξία από τους συγχωριανούς του δεν μπόρεσε να χωνέψει ο δράστης και ανέλαβε ο ίδιος να ξαναβρεί την τιμή του. Γι’ αυτόν τον λόγο από την πρώτη κιόλας στιγμή βρήκε συμπαραστάτες σε ολόκληρη την Ελλάδα, με αρκετά δημοσιεύματα να τον αναγάγουν και σε ένα είδος ήρωα, ο οποίος βρέθηκε μπλεγμένος σε μια υπόθεση στην οποία δεν είχε άλλες επιλογές από το ασύλληπτο φονικό. Από δημοσιεύματα της εποχής ανακαλύπτουμε ότι προς υποστήριξη του φονιά έσπευσε, μεταξύ άλλων, και σύλλογος λιμενεργατών από την Κρήτη, στέλνοντας επιστολή στην Αστυνομία με την οποία ζητούσαν να εκφράσουν με πράξεις την ευαρέσκειά τους σε αυτόν που «απέπλυνε δια του πενταπλού φόνου ένα άγος το οποίο εκηλίδωνε τας πατροπαράδοτους ηθικάς αρχάς της ελληνικής κοινωνίας».
Η δίκη του ξεκίνησε έναν χρόνο αργότερα, στην Κόρινθο, με πλήθος από Μανιάτες να έχουν κατακλύσει την αίθουσα και τους δημοσιογράφους να μεταδίδουν στις εφημερίδες της εποχής τις λεπτομέρειες του στυγερού εγκλήματος και όλα όσα οδήγησαν τον δράστη σε αυτό. Η κοινή γνώμη, πάντως, έναν χρόνο μετά ήταν υπέρ του και πρώτοι από όλους οι συγχωριανοί του, οι οποίοι έσπευσαν να τον υπερασπιστούν με πολλούς μάρτυρες λέγοντας ότι το σπίτι του πατέρα του είχε μετατραπεί σε άντρο ακολασίας και διαφθοράς. Οι κάτοικοι του χωριού αλλά και η μητέρα και η σύζυγός του του δήλωναν ενθουσιασμένοι που «ξεβρώμισε τον τόπο» και εκδήλωναν ποικιλοτρόπως την υποστήριξή τους σε έναν γνήσιο Μανιάτη που κράτησε ψηλά τα ήθη και τις αξίες της περιοχής - έστω και αν κατά την ακροαματική διαδικασία αφέθηκαν υπόνοιες ότι ο δράστης είχε και οικονομικό συμφέρον να προχωρήσει σε αυτή την πράξη. Είχε αναφερθεί μάλιστα ότι είχε κλέψει το σπίτι του θείου του μετά τον φόνο.
Ο ίδιος πάντως στην απολογία του είπε ότι λυπόταν για όσα έγιναν, αλλά ήταν καθήκον του να τους σκοτώσει καθώς δεν μπορούσε να σταθεί στην κοινωνία. Μετά από όλα αυτά, και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ήταν προφανές ότι και το δικαστήριο βρισκόταν μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση. Παρότι ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του δράστη χωρίς κανένα ελαφρυντικό οι ένορκοι είχαν διαφορετική άποψη, του αναγνώρισαν πολλά ελαφρυντικά και τελικά τον καταδίκασαν σε μόλις 20 χρόνια κάθειρξη. Με βάση τα όσα ίσχυαν εκείνη την εποχή, ο δράστης θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί, όμως τελικά τη γλίτωσε με πολύ χαμηλή ποινή. Άλλες εποχές, άλλα ήθη.
Παναγιώτης Τριτάρης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ