Ψηφίζει δεν ψηφίζει κανείς, ο καιρός περνάει. Η «δημοκρατία» παραμένει η ίδια, κομμένη και ραμμένη στις «ελίτ» της δύσμοιρης χώρας-προτεκτοράτου... Ολα αυτά ερήμην των ψηφοφόρων: και εκείνων που ψηφίζουν πιστεύοντας ότι ασκούν το ύψιστο δημοκρατικό τους δικαίωμα [και καθήκον] αλλά και όσων απέχουν από τις εκλογές γνωρίζοντας (;) ότι η όλη διαδικασία είναι μια πλάνη, πασπαλισμένη με μπόλικες δημοκρατικές πομφόλυγες. Αλλοτε ο λαός εμφανίζεται μισόσοφος (εκ του μισώ) και άλλοτε μισότρελος (εκ του μισός) –άντε να βγει άκρη· αλλά ουδείς φαίνεται να ενδιαφέρεται τι διάβολο –τι στο καλό– υπάρχει στην άλλη άκρη ή ποια θα έπρεπε να είναι. Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή... λοιπά.
Το αποθαρρυντικό είναι ότι αρκετοί είναι εκείνοι που βλέπουν την εθνική βλάβη, σχεδόν ουδείς όμως τολμά να την εκθέσει στα μάτια μας μπας και κουνηθεί τίποτα στην α ρ γ ή, ταχύτατη εντούτοις, ατμόσφαιρα της επικοινωνίας αλλά και της κατανόησης όσων συμβαίνουν πάλι ερήμην όλων μας. Μέρος της εθνικής βλάβης είναι η τηλεόραση και η πραγματικότητα που διαμορφώνει, σαγηνεύοντας δε όσους νομίζουν ότι αντιστέκονται στην ομοιοστασία και ομοιομορφία τις οποίες αυτή κατασκευάζει, αδιαφορώντας για το γούστο και την κουλτούρα, τον πολιτισμό, την Ιστορία και τα σχετικά, που ανυψώνουν έναν λαό. Η τηλεόραση φτιάχνει λαούς, λαούς όμως χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό, χωρίς αισθητική, ό,τι και να σημαίνουν όλα τούτα. Μέλημα άρα των πολιτικών κομμάτων θα ήταν να φτιάξουν τον λαό, αφού πρώτα κατανοήσουν τον ρόλο τους σε μια δημοκρατική πολιτεία, κάτι, όμως, που φαντάζει αδύνατο.
Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στις πρωινές εκπομπές της τηλεόρασης –και θα φρίξει. Ουρλιάζουν και ωρύονται οι εκπομπάρχες για τους κακοποιητές, για όσους διαπράττουν αποτρόπαια εγκλήματα, σκίζουν τα ρούχα τους, φωνασκούν [χωρίς να διαφαίνεται κάποιο υπόβαθρο στη σκεψούλα τους]. Ποιος θα τους ενημερώσει πόσο οι ίδιοι είναι κακοποιητές; Κακοποιούν επάνω στο σώμα της ελληνικής γλώσσας, στην πολιτική, στο σώμα της χώρας δηλαδή –και οι τάχα μου αριστεροί πάνε και «συνομιλούν» μαζί τους διότι, σου λένε, εκεί παίζεται το παιγνίδι. [Το παιγνίδι!]. Εντάξει. Ο καταναλωτισμός δεν έχει διαβρώσει μόνο τον συντηρητικό κόσμο. Και αν κάποιος πει σε αυτούς τους «πρωινατζήδες» και «πρωινατζούδες» ότι αυτοί οι ίδιοι είναι από τους βασικούς υπεύθυνους για την εξάπλωση της εθνικής βλάβης, βγάζουν αφρούς από το στόμα τους, οι καημένοι.
Και (σε αντιδιαστολή με τις ιδεολογίες): Πιστεύει δεν πιστεύει κανείς, ο καιρός περνάει, η δημοκρατία παραμένει η ίδια. Η εκκλησία συμβάλλει σε μέγιστο βαθμό στην ενδυνάμωση και εγκαθίδρυση της εθνικής βλάβης. Αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι αρπάζονται και κακολογούνται, ίσως και κακοποιούνται αλλήλοις -αλλά τι να κάνει κανείς; Δεν πρέπει να λησμονείται [αλλά ποιος θυμάται, ποιος ενδιαφέρεται...] ότι με εμφύλιους φτάσαμε ώς εδώ, κάτι που είναι αδιανόητο για άλλα «πεπολιτισμένα» εθνικά κράτη –αν και αυτό δεν είναι μέτρο σύγκρισης. Οπως και να ’χει, είναι ενδιαφέρον ότι η ελληνική κοινωνία δεν αφουγκράζεται τους νέους καιρούς.
ΥΓ: Από την κατακλείδα του χθεσινού χρονογραφήματος στην «Εφ.Συν.» του συνάδελφου Πέτρου Μανταίου: «Για τι συζητάμε; Τι έμεινε να σωθεί από το ναυάγιο;»
Γιώργος Σταματόπουλος
Efsyn.gr