Είναι μία από τις πτυχές της υπόθεσης του σκανδάλου των υποκλοπών και των αποπειρών μόλυνσης με το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator για την οποία εξακολουθούμε να κινούμαστε «στα τυφλά».
Παρότι γνωρίζουμε ότι ένας αριθμός από υπουργούς, όπως ο Νίκος Δένδιας, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Κωστής Χατζηδάκης, ο Άδωνις Γεωργιάδης κ.ά, μαζί με κρατικούς αξιωματούχους και ανώτατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας δέχτηκαν «μολυσμένα» μηνύματα με Predator, ορισμένοι μάλιστα αφού πρώτα έγιναν στόχοι «νόμιμης άρσης απορρήτου» από την ΕΥΠ, εντούτοις δεν φαίνεται να έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη, ούτε φαίνεται να έχουν κάνει τον απαραίτητο έλεγχο για το εάν υπήρξε τελικά μόλυνση ή όχι.
Και αυτό παρότι κανείς θα περίμενε ότι οι πρώτες ενέργειες που θα έκανε όποιος ήταν θύμα τέτοιας απόπειρας μόλυνσης και ελάμβανε τη σχετική επιστολή από Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, θα ήταν αφενός να ελέγξει εάν πέραν του να έλαβε το μήνυμα με το σύνδεσμο επιμόλυνσης το τηλέφωνό του μολύνθηκε κιόλας, αφετέρου να στραφεί νομικά εναντίον όσων έκαναν τη σχετική απόπειρα κάνοντας μηνυτήρια αναφορά.
Εντούτοις, μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει υπάρξει κάποια σχετική κίνηση, ούτε από τους υπουργούς, ούτε από τους άλλους αξιωματούχους ή τους αξιωματικούς.
Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν υπάρχει επίσημη ενημέρωση για το εάν υπήρξε σχετική κίνηση.
Η άρνησή τους να απαντήσουν εάν όντως ελέγχθηκαν τα τηλέφωνά τους για το εάν υπήρξε μόλυνση, σε συνδυασμό με την απροθυμία τους να προσφύγουν στη δικαιοσύνη (μόνο ο Κωστής Χατζηδάκης πρόσφατα είπε μιλώντας στη Βουλή, αφού είχε αποκαλυφθεί ότι ήταν διπλός στόχος και της ΕΥΠ και του Predator, «όταν θα έχουμε πληρέστερη εικόνα, υπάρχουν νόμιμες οδοί που μπορεί να ακολουθήσει κανείς»), έχει επιπτώσεις και στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Θυμίζουμε εδώ ότι το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση που αποτέλεσε τη βάση για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης ως προς πολιτικά πρόσωπα και εντόπισε μόνο πλημμεληματικές ευθύνες σε τέσσερις ιδιώτες επιχειρηματίες, στηρίζεται στην εκτίμηση ότι μόνο δύο τηλέφωνα μολύνθηκαν, των Κουκάκη και Σίφορντ, δηλαδή δύο προσώπων που ζήτησαν τα ίδια να ελεγχθούν τα τηλέφωνά τους από εξειδικευμένα εργαστήρια, όπως το Citizen Lab, που διαπίστωσαν τη μόλυνση. Για τους άλλους αριθμούς θεωρεί ότι δεν «πατήθηκαν» οι σύνδεσμοι και άρα δεν υπήρξε μόλυνση, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνει εάν αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα επισταμένου ελέγχου των συγκεκριμένων συσκευών.
Και είναι ακριβώς η απροθυμία των υπουργών και λοιπόν αξιωματούχων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να προχωρήσουν σε όλους τους απαιτούμενους ελέγχους, που καταλήγει να συμβάλει στη δημιουργία αίσθησης συγκάλυψης της όλης υπόθεσης.
Είτε αυτό που ισχύει είναι η συνειδητή επιλογή μη περαιτέρω διερεύνησης, ή ότι η διερεύνηση αντιμετωπίστηκε ως «εσωτερική υπόθεση» και στο πλαίσιο του «τα εν οίκω μη εν δήμω».
Γιατί με τους υπουργούς, αξιωματούχους και αξιωματικούς να συμπεριφέρονται ως εάν να μην είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι έγινε απόπειρα μόλυνσης του τηλεφώνου τους με παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό, «διευκολύνθηκε» η επιλογή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να θεωρήσει ότι η όλη υπόθεση αφορά απλώς την – κατά το χρόνο τέλεσής της – πλημμεληματική παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών και όχι άλλα αδικήματα που έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα, όπως είναι η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το επιβαρυντικό στοιχείο της απειλής κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος και της εθνικής ασφάλειας και προφανώς η κατασκοπεία (παρότι ένας από τους τέσσερις επιχειρηματίες στους οποίους το πόρισμα αποδίδει ποινική ευθύνη, έχει διατελέσει αξιωματικός υπηρεσίας πληροφοριών ξένης χώρας).
Είναι σαφές ότι όσο συνεχίζεται η σιωπή των υπουργών ως προς τις σε βάρος τους απόπειρες παράνομης υποκλοπής και όσο δεν αποσαφηνίζεται ποιες ενέργειες έγιναν από τη μεριά τους σε σχέση με τις απόπειρες μόλυνσης των τηλεφώνων τους με Predator, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη απροθυμία σχολιασμού του πρωτοφανούς γεγονότος η ΕΥΠ να παρακολουθεί, υπουργό, αξιωματούχους, εισαγγελέα και ανώτατους αξιωματικούς, απλώς εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι η έμφαση είναι σαφώς στο «κλείσιμο» και όχι στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Με αποτέλεσμα οι διαρκείς εκκλήσεις για σεβασμό στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης να ακούγονται ως έμμεσες παραδοχές ότι υπάρχουν πλευρές – και πολιτικές ευθύνες – στην όλη υπόθεση που δεν θα τις μάθουμε.
in.gr