Το υπουργείο Οικονομικών φέτος πέτυχε να μαζέψει μεγαλύτερο περίσσευμα («πρωτογενές πλεόνασμα») στον κρατικό προϋπολογισμό κατά 1 δισ. ευρώ, αφού αντί για 4,9 δισ. ευρώ που είχε προϋπολογίσει (2,1% του ΑΕΠ), πέτυχε να φτάσει στα.. 6,02 δισ. ευρώ (2,5% του ΑΕΠ). Και καμαρώνει γι' αυτό. Προβλέπει, μάλιστα ότι του χρόνου θα πετύχει περίπου το ίδιο πλεόνασμα, 5,9 δισ (2,4% του ΑΕΠ).
Πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων του κράτους προτού πληρωθούν οι τόκοι για τα δάνειά του. Υπερπλεόνασμα, όμως, σημαίνει, όμως, ότι η ελληνική οικονομία κάνει μια «υπερπροσπάθεια», πέραν του αναγκαίου, για να εξοικονομήσει πόρους, εφαρμόζοντας τη συνταγή που επέβαλε η τρόικα επί μνημονίων, με σκοπό να διασφαλίσει ότι τα δάνεια που πήρε η Ελλάδα από την τρόικα θα αποπληρώνονται κανονικά. Το 2024 η Ελλάδα πλήρωσε 6,98 δισ. ευρώ για τόκους η 3% του ΑΕΠ, ενώ το 2025 η σχετική δαπάνη προβλέπεται να μειωθεί οριακά στα 6,9 δισ. ευρώ, ήτοι 2,8% του ΑΕΠ.
Το πρωτογενές πλεόνασμα των 6,02 δισ. ευρώ του 2024 και των 5,9 δισ. ευρώ του 2025, σημαίνει ότι τα χρήματα αυτά εξοικονομούνται χάρη στους αυξημένους φόρους που εισπράττει το ελληνικό Δημόσιο από ΕΝΦΙΑ και τον αυξημένο ΦΠΑ (που αποφασίστηκαν επί μνημονίων, το 2014 και το 2010 αντίστοιχα) αλλά και εξαιτίας των μειωμένων κρατικών δαπανών για τις -παγωμένες- αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και της κατάργησης των επιδομάτων αδείας και εορτών, τις περικοπές των συντάξεων τις ειδικές έκτακτες εισφορές που επιβλήθηκαν σε διάφορες φάσεις το 2010, 2012 και 2016.
Κατά κάποιον τρόπο και παρά τις μεγαλοστομίες περί «εξόδου από τα μνημόνια» και «επιστροφής στην κανονικότητα» η αλήθεια είναι ότι η λιτότητα έχει μονιμοποιηθεί στους ελληνικούς προϋπολογισμούς και κάθε νέος προϋπολογισμός έχει μνημονιακά «γονίδια». Αυτό φαίνεται και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2024, καθώς στο δεκάμηνο του χρόνοι οι τρέχουσες κρατικές δαπάνες συγκρατήθηκαν και το Δημόσιο ξόδεψε 4,7 δισ. ευρώ λιγότερα από ότι είχε γράψει στον προϋπολογισμό (είχε προϋπολογιστεί δαπάνη 59,9 δισ. ευρώ αλλά ξοδεύτηκαν μόνο 55,1 δισ. ευρώ).
Η συγκράτηση των δαπανών είναι καλή όταν γίνονται σπατάλες, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου το Κράτος και τα δημόσια αγαθά έχουν συρρικνωθεί δραματικά μετά την κρίση και την δημοσιονομική προσαρμογή, η αφαίρεση ή μη υλοποίηση κρατικών δαπανών σημαίνει ότι κρίσιμες υπηρεσίες, παροχές ή επενδύσεις θα μείνουν πίσω.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2024 η μέση αύξηση των γενικών δαπανών στην Ε.Ε. είναι 3,1%, αλλά στην Ελλάδα θα είναι 1,8%, ενώ σε όλη την Ευρωζώνη η Ελλάδα είναι μία από τις τέσσερις χώρες που έχουν πρωτογενές πλεόνασμα και μάλιστα το δεύτερο μεγαλύτερο μετά εκείνο της Κύπρου,
Το συμπέρασμα είναι ότι το πλεόνασμα, ειδικά δε το «υπερπλεόνασμα» του 2024 επιτεύχθηκε επειδή το Δημόσιο συγκράτησε τις δαπάνες με τις οποίες συντηρεί τον κρατικό μηχανισμό, το κράτος πρόνοιας και τα δημόσια αγαθά, ενώ την ίδια στιγμή εισέπραξε αυξημένα έσοδα από τον υψηλό ΦΠΑ, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τον ΕΝΦΙΑ και τις άλλες φορολογίες. Αύξηση φόρων, δηλαδή και συγκράτηση δαπανών, πέραν του δέοντος που επιβαρύνει την κοινωνία.
Υπό άλλες συνθήκες το πλεόνασμα θα «έπνιγε» και την οικονομία, αλλά αυτό αποφεύγεται επειδή υπάρχουν οι μεγάλες εισροές των ευρωπαϊκων χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως και τα απόνερα του «φαινομένου του ελατηρίου» που συνεχίζει -όχι για πολύ ακόμα- να ωθεί προς τα πάνω την οικονομία μετά την βουτιά του κόβιντ, χάρη και στα περισσότερα από 42 δισ. ευρώ που έπεσαν στην οικονομία.
Βέβαια ο Κωστής Χατζηδάκης, ο υπουργός Οικονομικών του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι ο μόνος που πέτυχε υπερπλεόνασμα.
Την τακτική αυτή είχε υιοθετήσει και η κυβέρνηση Τσίπρα, με τον τότε υπουργό Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο τελευταίος είχε σκόπιμα πετύχει το λεγόμενο «υπερ-πλεόνασμα», πέρα και πάνω από τις τότε μνημονιακές υποχρεώσεις ενώ στην ίδια λογική πέτυχε και υπερσυσσώρευση του ταμειακού αποθέματος (το λεγόμενο «μαξιλάρι») το οποίο αντί για τα περίπου 15 δισ. ευρώ που ήταν η μνημονιακή υποχρέωση έφτασ στα 35 δισ. ευρώ χάρη στην υπερφορολόγηση και μάλιστα διαφήμιζε την «επιτυχία» αυτή.
Το πολιτικό αντίτιμο της τακτικής εκείνης το πλήρωσε η κυβέρνηση Τσίπρα το 2019 και μένει να δούμε ποιο θα είναι το αντίστοιχο τίμημα της νέας αυτής «επιτυχίας» του σημερινού υπουργού Οικονομικών για την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
https://www.ieidiseis.gr/