Στο μισό μειώθηκαν οι θέσεις των εποχικών πυροσβεστών στον Νομό Θεσσαλονίκης κατά τη νέα αντιπυρική περίοδο. Με βάση το νέο οργανόγραμμα, από τους 30 εποχικούς πυροσβέστες που υπηρετούσαν στην περιοχή επί σειρά ετών συνδράμοντας το έργο του μόνιμου προσωπικού, φέτος ο αριθμός τους «ψαλιδίστηκε» σε 14, την ίδια στιγμή που η Πυροσβεστική Υπηρεσία παραμένει υποστελεχωμένη και οι ανάγκες έχουν πολλαπλασιαστεί...
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νέα κατανομή οι θέσεις των εποχικών πυροσβεστών για τους κεντρικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης είναι 8, για το κλιμάκιο του Σταυρού 2 και για το αντίστοιχο του Λαγκαδά 4, συνολικά 16 λιγότερες από την περσινή χρονιά. Μάλιστα, όπως καταγγέλλεται, κατευθύνθηκαν εποχικοί πυροσβέστες σε άγονα νησιά όπου επαρκούσε το μόνιμο προσωπικό και αποδυναμώθηκαν πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, όπου η περιοχή κάλυψης είναι μεγάλη και περιλαμβάνει έναν πολύ σημαντικό πνεύμονα πρασίνου, το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου.
«Και οι 30 εποχικοί πυροσβέστες ήταν ελάχιστοι. Φανταστείτε φέτος που θα είναι 14 για να καλυφθεί ένας ολόκληρος νομός» τόνισε ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Σωματείου Συμβασιούχων Πυροσβεστών Θάνος Ψαρόπουλος μιλώντας στον ρ/σ 91,4 Στο Κόκκινο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, αναφέρθηκε στη νέα προκήρυξη που πραγματοποιήθηκε μόλις πριν από λίγο καιρό και έφερε νέα δεδομένα στους 2.500 εποχικούς πυροσβέστες που εργάζονταν στην πρώτη γραμμή σε ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες σε όλη τη χώρα κατά τις αντιπυρικές περιόδους των τελευταίων ετών. Όπως σημείωσε, οι όροι που τέθηκαν στον διαγωνισμό οδήγησαν περίπου 500 έμπειρους εποχικούς πυροσβέστες εκτός. «Ίσως ήθελε ο κ. Κικίλιας να μας εκδικηθεί για την κινητοποίηση στο υπουργείο στα τέλη Οκτωβρίου» σχολίασε σκωπτικά.
Μάλιστα, η καθυστέρηση που καταγράφηκε στην προκήρυξη του διαγωνισμού οδήγησε στο να μην βρίσκονται ακόμη στις θέσεις τους οι εποχικοί πυροσβέστες που έχουν επιτύχει στον διαγωνισμό παρότι η νέα αντιπυρική περίοδος έχει ξεκινήσει την 1η Μαΐου και παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις περί ετοιμότητας. Μέχρι στιγμής έχουν ολοκληρώσει τη φάση των ιατρικών εξετάσεων, το Σάββατο 3 Μαΐου ήταν προγραμματισμένη η διεξαγωγή των αθλημάτων και ακολουθούν η υπογραφή της σύμβασης, η εκπαίδευση που διαρκεί περίπου έναν μήνα και η τελική ενσωμάτωσή τους στις πυροσβεστικές δυνάμεις.
Ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό
Παρότι διακρίνεται μια προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάστασης -με αφορμή και όσα ειπώθηκαν στην πρόσφατη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη παρουσία της νέας ηγεσίας του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας-, η Πυροσβεστική Υπηρεσία παραμένει αποδεκατισμένη και το μόνιμο προσωπικό της δεν επαρκεί. Είναι ενδεικτικό ότι υπηρετούν 495 μόνιμοι πυροσβέστες στη Θεσσαλονίκη και 1.036 συνολικά στην Κεντρική Μακεδονία, αριθμοί μειωμένοι, όπως εκτιμάται, κατά 15%-20% σε σχέση με το 2020. «Οι βάρδιες το καλοκαίρι βγαίνουν με πολύ μεγάλη δυσκολία, χάρη στο φιλότιμο των πυροσβεστών» υπογράμμισε ο Θ. Ψαρόπουλος, σημειώνοντας επίσης ότι «έχουμε καταντήσει σε μία φωτιά οι αστυνομικοί να είναι περισσότεροι από τους πυροσβέστες».
Ομως, αντί να ενισχυθεί περαιτέρω ο αριθμός των εποχικών πυροσβεστών που υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα και συνδράμει τα ίδια συμβάντα με το μόνιμο προσωπικό, περιορίζεται, ενώ παράλληλα τα «καμπανάκια» για επιδείνωση των συνθηκών λόγω κλιματικής κρίσης αυξάνονται.
Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με την έκθεση της Πυρομετεωρολογικής Ομάδας FLAME της μονάδας Μeteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και του WWF Ελλάς, η αντιπυρική περίοδος του 2024 χαρακτηρίστηκε από ρεκόρ καμένων εκτάσεων συνολικά στην Κεντρική Μακεδονία (35.580 στρέμματα).
Βασικό αίτημα των εποχικών πυροσβεστών είναι η 12μηνη απασχόλησή τους προκειμένου να υποστηρίξουν τις υπηρεσίες όπου οι ελλείψεις σε έμψυχο δυναμικό είναι μεγάλες και με δεδομένο ότι οι ανάγκες της Πυροσβεστικής έχουν πάψει εδώ και χρόνια να είναι εποχικές. Τα προβλήματα στην Πυροσβεστική Υπηρεσία όμως δεν περιορίζονται στην υποστελέχωση αλλά αφορούν και τον εξοπλισμό, όπου αφενός ο μέσος όρος ηλικίας του στόλου των πυροσβεστικών οχημάτων είναι τα 25 έτη και αφετέρου ο αριθμός λεωφορείων μεταφοράς προσωπικού, υδροφόρων και ειδών ατομικής προστασίας δεν επαρκεί.