Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκατέλειψε τα σχέδια για την επιβολή φόρου στις ψηφιακές εταιρείες, μια κίνηση που συνιστά νίκη για τον Ντόναλντ Τραμπ και τους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Apple και η Meta.
Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας, οι Βρυξέλλες απέσυραν την επιλογή του ψηφιακού φόρου από τη λίστα των προτεινόμενων φόρων για την άντληση εσόδων στο πλαίσιο του επόμενου επταετούς δημοσιονομικού προγράμματος της ΕΕ, σύμφωνα με έγγραφο που κυκλοφόρησε την Παρασκευή και περιήλθε στην κατοχή του Politico.
Καθώς απομένουν μόλις λίγες ημέρες μέχρι την παρουσίαση του σχεδίου προϋπολογισμού, κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ βρίσκονται σε εντατικές και κρίσιμες συνομιλίες για να αποφασίσουν ποιοι φόροι θα συμπεριληφθούν στην πρόταση της Επιτροπής, η οποία πρόκειται να δημοσιευθεί την Τετάρτη και αφορά τον προϋπολογισμό που ξεκινά το 2028.
Το έγγραφο, το οποίο ενδέχεται ακόμη να τροποποιηθεί από τους αρμόδιους πριν από τη δημοσίευση, περιλαμβάνει μια λίστα με πιθανούς φόρους, αλλά δεν προσδιορίζει πόσα έσοδα θα μπορούσε να αποφέρει ο καθένας από αυτούς.
Mια απόφαση να μην επιβληθεί ψηφιακός φόρος θα αποτελούσε σημαντική μεταστροφή για την Ε.Ε., η οποία μόλις τον Μάιο είχε προτείνει τη φορολόγηση των τεχνολογικών κολοσσών ως μέσο για την αποπληρωμή του κοινοτικού χρέους. Η ιδέα αυτή αναφερόταν σε έγγραφο για τον επόμενο προϋπολογισμό, το οποίο συζητήθηκε από τους 27 επιτρόπους της ΕΕ.
Η αλλαγή στάσης θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική κίνηση εκ μέρους της Ε.Ε., η οποία επιδιώκει απεγνωσμένα ευνοϊκούς όρους στο εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι λομπίστες της τεχνολογίας ήθελαν εδώ και καιρό η Ουάσινγκτον να αντιδράσει δυναμικά στην Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DMA) της ΕΕ, μια δέσμη αντιμονοπωλιακών κανόνων που υποστηρίζουν ότι στοχεύει άδικα τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας.
Πρόταση για νέο φόρο στις μεγάλες εταιρείες
Παράλληλα, οι Financial Times μετέδωσαν ότι η Κομισιόν αναμένεται να προτείνει την επιβολή φόρου σε μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, στο πλαίσιο προσπάθειας να δημιουργηθούν νέες ανεξάρτητες πηγές χρηματοδότησης για τον κοινό προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Ο αποκαλούμενος «εταιρικός πόρος για την Ευρώπη», όπως περιγράφεται σε προσχέδιο πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει περιέλθει σε γνώση των FT, αναμένεται να παρουσιαστεί επισήμως την ερχόμενη εβδομάδα. Ωστόσο, για να τεθεί σε ισχύ, απαιτείται ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών.
Ο ετήσιος φόρος θα επιβάλλεται σε όλες τις εταιρείες με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ, μετά τον υπολογισμό επιδοτήσεων και φόρων — αυτό που η ΕΕ ορίζει ως «καθαρό κύκλο εργασιών».
Το μέτρο θα καλύπτει όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, ανεξαρτήτως της χώρας έδρας τους.
Το προσχέδιο προβλέπει τη θέσπιση φορολογικών κλιμακίων, ώστε οι εταιρείες με τον υψηλότερο καθαρό κύκλο εργασιών να συνεισφέρουν αναλογικά περισσότερα.
Μεταξύ των πρόσθετων πηγών εσόδων που θα παρουσιάσει η Επιτροπή την επόμενη εβδομάδα περιλαμβάνονται και άλλα μέτρα όπως: μερίδιο από αυξημένους ειδικούς φόρους στον καπνό, χρέωση για μη ανακυκλωμένα ηλεκτρονικά απόβλητα, όπως και ένα ειδικό τέλος διαχείρισης για δέματα ηλεκτρονικού εμπορίου μεγάλων αποστάσεων, ήτοι ένα μέτρο που στοχεύει κυρίως τις εισαγωγές από την Κίνα.
Η Επιτροπή προτείνει τακτικά νέους πανευρωπαϊκούς φόρους όταν παρουσιάζει τον επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ, αλλά τέτοια μέτρα — όπως ο φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές — συχνά αποτυγχάνουν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη υποστήριξη. Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι το πρωτοφανές εύρος των νέων απαιτήσεων για κοινοτικές δαπάνες — από την ενίσχυση της άμυνας έως τους αυξανόμενους τόκους του χρέους — απαιτεί μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση.
Ωστόσο, οι φιλοδοξίες της για μεγαλύτερο προϋπολογισμό αντιμετωπίζουν διαχρονικά αντίσταση από χώρες που συνεισφέρουν περισσότερα στον προϋπολογισμό από όσα λαμβάνουν, ιδίως τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία.
Τα σχέδια για νέο τέλος αναμένεται να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις στον επιχειρηματικό κόσμο της Ευρώπης, σε μια περίοδο κατά την οποία οι εταιρείες ήδη αντιμετωπίζουν υποτονική οικονομική ανάπτυξη και υψηλό ενεργειακό κόστος.