5 Οκτ 2025

Δημοσκόποι, αυτή η μάστιγα

 Σύµφωνα µε τους δηµοσκόπους, κάθε δηµοσκόπηση είναι µια φωτογραφία της στιγµής. Με αυτό το ευφυολόγηµα έχουν κατά καιρούς δικαιολογηθεί δηµοσκοπήσεις οι οποίες έχουν διαψευστεί από την εκλογική πραγµατικότητα (δεν εξαιρώ φυσικά ούτε τους δηµοσκόπους ....του Documento από τη διαπίστωση). Στη δηµοσκοπική αποτύπωση που εµφανίζεται ως φωτογραφία δεν υπάρχει τεχνικός να ελέγξει την καλή λειτουργία της φωτογραφικής µηχανής. Ο δε φωτογράφος-δηµοσκόπος, είτε είναι καλός είτε βγάζει σκοτεινή τη φωτογραφία, δεν κρίνεται ποτέ. Ανακυκλώνεται ως σύµβουλος κοµµάτων και κοµµατικών αρχηγών και καταλήγει κρυφός παράγοντας της πολιτικής ζωής, χωρίς εξουσιοδότηση από κανέναν.

Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς επιβιώνουν τόσες εταιρείες δηµοσκοπήσεων στην Ελλάδα; Ή, ακόµη περισσότερο, γιατί η Ελλάδα είναι η µοναδική χώρα µε τόσες δηµοσκοπήσεις τον µήνα, οι οποίες µάλιστα παρουσιάζονται σε τέτοια έκταση και µε τέτοια σοβαρότητα, σαν να είναι τα ζύγια της καθηµερινότητας και της ζωής του πολίτη;

Το πρώτο ερώτηµα απαντάται εύκολα. Οι εταιρείες αυτές δεν ζουν από την πληρωµή του εντολέα (είτε είναι εφηµερίδα είτε πολιτικό κόµµα), αλλά αποµυζούν το ελληνικό δηµόσιο, παίρνοντας χρήµατα από υπουργεία , δήµους και άλλους κρατικούς φορείς για να κάνουν τις λεγόµενες «έρευνες κοινής γνώµης» που φέρουν µάλιστα βαρύγδουπους τίτλους. Η ∆ιαύγεια είναι γεµάτη µε απευθείας αναθέσεις προς εταιρείες ερευνών που καλούνται (αφού πάρουν 10.000 ευρώ) να κάνουν «έρευνα-µελέτη για την αποτύπωση της κοινωνικοοικονοµικής κατάστασης των µογονεϊκών οικογενειών στην Αθήνα» ή για «τις τάσεις στην κοινή γνώµη µετά τη µεταρρύθµιση του υπουργείου».

∆ηµοσκόποι και δηµοσκοπικές έχουν γίνει αναπόσπαστο κοµµάτι της πολιτικής µετατρέποντάς τη σε πεδίο χειραγώγησης, µε ζητούµενο την πλαστογράφηση της πραγµατικότητας και τη δηµιουργία σύγχυσης στον πολίτη. Οποτε ο πολίτης επιχειρήσει να αποκρυσταλλώσει γνώµη για όσα συµβαίνουν, ενεργοποιείται µια δηµοσκόπηση για να του δείξει ότι δεν είναι αυτό που νοµίζει. ∆εν προλαβαίνει να ερµηνεύσει τα γεγονότα και να αποκτήσει άποψη, γιατί η φωτογραφία της στιγµής της δηµοσκόπησης τον στρέφει προς την υιοθέτηση των έτοιµων συµπερασµάτων. Η «φωτογραφία» αποτελεί το Photoshop για να φιλοτεχνηθεί το πολιτικό τοπίο. Το πολιτικό κριτήριο αντικαθίσταται από αυτές ακριβώς τις φωτογραφίες-δηµοσκοπήσεις. Στην κοινή γνώµη εισφέρονται νούµερα για κατανάλωση αντί για προβληµατισµούς.

Κατά τη διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη είναι εύκολο να εντοπιστεί ο κανόνας: όποτε υπάρξει κατάσταση δύσκολης πολιτικής διαχείρισης συνοδεύεται από δηµοσκόπηση, η οποία στοιχειοθετεί ότι η κυβέρνηση παραµένει ισχυρή και ο πρωθυπουργός αναντικατάστατος. Οταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του κόµπαζαν ότι οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν έχει δεχτεί πλήγµα. Ο πολίτης έπρεπε να δεχτεί ότι όλα είναι καλά, αντί να αναρωτηθεί τι συµβαίνει στη δηµοκρατία και στους θεσµούς.

Με αναζήτηση στο διαδίκτυο (µπορεί σχετικό ερώτηµα να τεθεί στο ChatGPT) προκύπτει πως η Ελλάδα, παρότι µικρή χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει το ρεκόρ στη διεξαγωγή πολιτικών δηµοσκοπήσεων, ενώ η ειδησεογραφία και η πολιτική συζήτηση που προκαλούνται µε επίκεντρο αυτές τις δηµοσκοπήσεις είναι επίσης διογκωµένες. Σε ένα κανάλι θα συζητηθεί επί µέρες η δηµοσκόπηση µε διάφορες ερµηνείες και όχι η ακρίβεια µε τη µονοδιάστατη ερµηνεία που σχετίζεται απευθείας µε την κυβέρνηση.

Η πρωτιά της Ελλάδας στον τοµέα αυτό υπάρχει γιατί ακριβώς οι δηµοσκοπήσεις καλούνται όχι να καταγράψουν την πολιτική στιγµή, αλλά να τη στρεβλώσουν ή για να αλλάξουν την πολιτική ατζέντα.

Οι δηµοσκοπήσεις έχουν ακόµη µια πιο επιβλαβή επίδραση στην πολιτική αλλά µε ευθύνη των πολιτικών και όχι των δηµοσκόπων. Αποµακρύνουν την πολιτική από το πλαίσιο των προβληµατισµών, των θέσεων και της δράσης και οδηγούν στον τακτικισµό. Το κόµµα και ο αρχηγός του δεν υποστηρίζουν πολιτικές θέσεις ούτε ζητούν την εφαρµογή τους. Στρέφονται κατά πού φυσά ο δηµοσκοπικός αέρας και διαµορφώνουν θέσεις µιας χρήσης χωρίς πολιτικό υπόβαθρο. Καταγράφουν δηµοσκοπικά τι θέλει να ακούσει ο κόσµος και το προσφέρουν δηµοκοπικά.

Οι δηµοσκοπικές εταιρείες, µε ή χωρίς πειραγµένα νούµερα, έχουν αναχθεί σε αρχιτέκτονες της πολιτικής πραγµατικότητας. Γι’ αυτό και επιβιώνουν επί δεκαετίες παρά τις συνεχείς αποτυχίες τους στην πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσµατος. Οι αποτυχηµένοι «γκαλοπτσήδες», αντί να έχουν τεθεί εκτός µάχης, υπηρετούν ως σύµβουλοι πολιτικών αρχηγών. Η προσφορά τους δεν αφορά τόσο την πολιτική πρόβλεψη όσο την πρόκληση της αυτοεπιβεβαιούµενης προφητείας. Είναι το µέσο για να συµβεί αυτό που φηµολογείται ότι συµβαίνει και να αποµακρυνθεί η κοινή γνώµη από αυτό που ήδη συµβαίνει.

Την εποχή του Κώστα Σηµίτη οι εταιρείες σφυγµοµέτρησης της κοινής γνώµης κατασκεύασαν ένα πρωτοφανές εργαλείο (µη) επιστηµονικής έρευνας. Το ερώτηµα για τον καταλληλότερο πολιτικό. Η Ελλάδα εµφάνιζε τη σχιζοφρενική πολιτικά εικόνα να επιλέγει στις δηµοσκοπήσεις για πρωθυπουργό τον Καραµανλή, αλλά να προτιµά κατά βάθος τον Σηµίτη ως καταλληλότερο. Το σχετικό ερώτηµα δεν είχε κανένα νόηµα γιατί όποιος απαντούσε στο ερώτηµα πρόθεσης ψήφου ταυτόχρονα απαντούσε στο ποιον θέλει για πρωθυπουργό. Το εφεύρηµα του «καταλληλότερου» όµως διόρθωνε την εικόνα του χαµένου µε την κουτοπονηριά των ακατάλληλων δηµοσκόπων.

Λίγο αργότερα δηµιουργήθηκε το άλλο σκοτεινό εργαλείο, της «εκτίµησης ψήφου». ∆ηλαδή ο δηµοσκόπος παίρνει αυτό που αποκαλεί φωτογραφία της στιγµής, την πρόθεση ψήφου την ώρα που γίνεται η έρευνα, και κάνει προβολή στο µέλλον µέσα από εκτίµησή του. Ακόµη κι αν υπήρχε ασφαλής µέθοδος για τη δηµοσκοπική προφητεία, είναι απαράδεκτο να ανακοινώνεται στην κοινή γνώµη. Θα µπορούσε ίσως να είναι µια εκτίµηση που κοινοποιείται στον εντολέα της έρευνας, αλλά από τη στιγµή που ανακοινώνεται δηµόσια γίνεται προπαγανδιστικό εργαλείο.

Εδώ και µήνες βρισκόµαστε µπροστά σε άλλη µια εφεύρεση χαρτοριχτικής τέχνης που επιστρατεύεται ενάντια στην επιστηµονική έρευνα και την πολιτική. Είναι η µέτρηση πρόθεσης ψήφου για κόµµατα που δεν υπάρχουν. Ο πολίτης απαντά στο ερώτηµα αν θα ψήφιζε ένα κόµµα της Μαρίας Καρυστιανού ή του Αλέξη Τσίπρα. Οχι µόνο δεν υπάρχει κόµµα µε µέλη, πολιτικές θέσεις, όνοµα και στρατηγικές, αλλά έως τώρα έχει διαψευστεί ότι θα υπάρξει. Ποιος ο λόγος να µπει στην κρίση των πολιτών κάτι που δεν υπάρχει; Τι νόηµα έχει;

Στην εγκληµατολογία λένε ότι αν θες να βρεις τον ένοχο, ψάξε το κίνητρο. Στην περίπτωση της Καρυστιανού υπήρξε προσπάθεια να συνδεθεί η δράση της µε πολιτικές βλέψεις. Η ζωή διέψευσε τους ψιθυρολόγους. Να όµως που οι δηµοσκόποι οδηγούν την κοινή γνώµη στο να το εµπεδώσει ως µελλοντική βέβαιη πράξη. Υπάρχει κόµµα Καρυστιανού χωρίς να υπάρχει και αυτή θα κρίνεται γι’ αυτό.

Στην περίπτωση του κόµµατος Τσίπρα έχουµε επίσης τη δηµιουργία εικόνας προς χρήση. Στις δηµοσκοπήσεις ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εµφανίζεται να έχει ρεύµα, που όµως δεν διακρίνει κάποιος στην πραγµατική ζωή. Οπως έλεγε πρόσφατα ο γνωστός δηµοσκόπος και πρώην υπουργός Χριστόφορος Βερναρδάκης, «τι ποσοστό θα είχαµε αν το ερώτηµα ήταν: Θα ψηφίζατε ένα κόµµα Αντετοκούνµπο;».

Να θυµίσω µόνο ότι το 2001 ο ∆ηµήτρης Αβραµόπουλος δηµιούργησε το κόµµα ΚΕΠ, το οποίο µετρήθηκε δηµοσκοπικά µε ποσοστά έως και 24% και σε έναν χρόνο εξαερώθηκε πάλι δηµοσκοπικά αφού δεν κατέβηκε σε εκλογές. Ο Αβραµόπουλος πάντως τα κατάφερε να επιστρέψει στη Ν∆ και να διαπρέψει. Με αυτή την έννοια οι δηµοσκόποι πέτυχαν.

Κωστας Βαξεβανης

https://www.documentonews.gr/