14 Νοε 2025

Ελλάδα, η χώρα των ακριβών τιμών και των χαμηλών μισθών: Γιατί η ακρίβεια είναι ανεξέλεγκτη

 

Το ερώτημα είναι σαφές: γιατί, παρά τα μέτρα και τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, η ακρίβεια στην Ελλάδα δεν τιθασσεύεται, τη στιγμή μάλιστα που ο πληθωρισμός στην υπόλοιπη ευρωζώνη αποκλιμακώνεται;

Η συζήτηση για την ακρίβεια, που παραμένει το κυρίαρχο πρόβλημα των ελληνικών νοικοκυριών, επανέρχεται με ένταση στη Βουλή, καθώς σήμερα, Παρασκευή, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να απαντήσει στην επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Το ερώτημα είναι σαφές: γιατί, παρά τα μέτρα και τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, η ακρίβεια στην Ελλάδα δεν τιθασσεύεται, τη στιγμή μάλιστα που ο πληθωρισμός στην υπόλοιπη ευρωζώνη αποκλιμακώνεται;

Η πορεία των τιμών στην Ελλάδα έχει πάψει πλέον να εξηγείται αποκλειστικά από τις διεθνείς κρίσεις. Πράγματι, τα προηγούμενα χρόνια η διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω της πανδημίας, ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι επιθέσεις των Χούθι και η γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή δημιούργησαν πιέσεις που οδήγησαν σε αυξήσεις από το 2021 και μετά. Σε αυτά προστίθεται σχεδόν κάθε χρόνο η κλιματική κρίση, που επηρεάζει παραγωγές και πρώτες ύλες. Ωστόσο, όπως πλέον προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, η εμμονή της ακρίβειας στην Ελλάδα έχει καταστεί καθαρά ενδογενές φαινόμενο.

Οι αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και των μεγάλων τραπεζών συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα: οι σημερινές πληθωριστικές πιέσεις προέρχονται από τη δομή της ελληνικής αγοράς.

Οι υπηρεσίες, τα ενοίκια και το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελούν τους βασικούς πυλώνες που συντηρούν τον υψηλό ελληνικό πληθωρισμό. Οι επενδυτές και οι εργαζόμενοι νομάδες που κατέκλεισαν τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας είναι μέρος του προβλήματος. Οι ξένοι επισκέπτες, συνηθισμένοι σε υψηλότερες τιμές στις χώρες προέλευσής τους, εμφανίζουν μεγαλύτερη ανοχή στις ανατιμήσεις, από τους Έλληνες, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα και η συμπεριφορά τους αυτή ανατροφοδοτεί τις αυξήσεις σε εστίαση και διαμονή.

Ταυτόχρονα, η βελτίωση στην αγορά εργασίας και η μικρή αύξηση των μισθών οδηγεί σε νέες πιέσεις τιμών, με το κόστος εργασίας να μετακυλίεται σε μεγάλο βαθμό στον τελικό καταναλωτή.

Η Ελλάδα παραμένει «πρωταθλήτρια»

Στο μέτωπο της στέγασης, η Ελλάδα παραμένει «πρωταθλήτρια» στις αυξήσεις ενοικίων σε όλη την ευρωζώνη. Για τον Οκτώβριο η αύξηση άγγιξε το 8,9%, έναντι μόλις 2,4% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί πάνω από 70% από το χαμηλό του 2017, το πρόβλημα της στέγασης έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδίως για τα νέα νοικοκυριά.

Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος ακολούθουν αντίστοιχη ανοδική πορεία. Η αλλαγή εμπορικής πολιτικής των παρόχων - με ταχύτερες ανατιμήσεις στα πράσινα τιμολόγια μεταβλητής τιμής και στροφή των καταναλωτών προς πιο ακριβά σταθερά τιμολόγια– οδήγησε σε αύξηση 11,5% στο πρώτο εξάμηνο του 2025, έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει θέση ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα για οικιακούς καταναλωτές.

Στον τομέα των τροφίμων, οι τιμές παραμένουν σε σταθερή άνοδο, γεγονός ιδιαίτερα επώδυνο αφού αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών ενός μέσου νοικοκυριού. Το μοσχαρίσιο κρέας έχει εξελιχθεί σχεδόν σε είδος πολυτελείας: ο κιμάς, που πριν από έναν χρόνο κόστιζε 8 ευρώ το κιλό, σήμερα πωλείται από 12 έως 15 ευρώ, με τη σπαλομίτα να φτάνει ακόμη και τα 20 ευρώ στα συνοικιακά κρεοπωλεία. Οι αιτίες βρίσκονται τόσο στη μείωση της παραγωγής στην Ευρώπη –λόγω Green Deal, ζωονόσων και υψηλών ενεργειακών δαπανών - όσο και στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Η χώρα καλύπτει μόλις το 10%-12% των αναγκών της από εγχώρια παραγωγή, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε διαταραχές στις εισαγωγές. Οι μειώσεις παραγωγής σε Γαλλία, Γερμανία και Ολλανδία οδήγησαν σε αύξηση των τιμών κατά περίπου 30% σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τις ελληνικές εισαγωγές να γίνονται πολύ πιο ακριβές.

Σε αυτό το πλαίσιο, ολοένα μεγαλύτερη συζήτηση προκαλεί και η σταθερή άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε στοχευμένη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα ή σε βασικά είδη κατανάλωσης, παρότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες αξιοποίησαν το συγκεκριμένο εργαλείο για να αναχαιτίσουν τις τιμές. Η κυβέρνηση επιμένει ότι μια τέτοια παρέμβαση θα είχε προσωρινό χαρακτήρα, θα μείωνε κρίσιμα τα δημόσια έσοδα και πιθανότατα δεν θα μετακυλιόταν στον καταναλωτή, αλλά θα εγκλωβιζόταν στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι η άρνηση αυτή στερεί από την αγορά μια άμεση ανάσα, τη στιγμή που τα νοικοκυριά βρίσκονται σε ασφυκτική πίεση και η δημοσιονομική επίπτωση θα μπορούσε να εξισορροπηθεί από την κατακόρυφη αύξηση των εσόδων λόγω πληθωρισμού.

Την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει χαμηλά στους μέσους μισθούς, με το επίπεδο των αποδοχών να κατατάσσεται ανάμεσα στα χαμηλότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2024, ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης για τους εργαζομένους στην ΕΕ ανήλθε σε 39.800 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,2% σε σχέση με τα 37.800 ευρώ του 2023. Στην Ελλάδα ήταν 18.000 ευρώ!

Το αποτέλεσμα είναι η ακρίβεια να γίνεται ακόμη πιο επώδυνη και η αγοραστική δύναμη να συρρικνώνεται. Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο πρωθυπουργός στη Βουλή είναι αν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο για να ανακοπεί η πορεία των τιμών. Διότι, όπως δείχνουν τα στοιχεία, η ακρίβεια στην Ελλάδα δεν είναι πλέον ένα εξωτερικό φαινόμενο, αλλά μια βαθιά ριζωμένη εγχώρια «πληγή», με μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις, ειδικά στο δημογραφικό.

https://www.dnews.gr/