Του Εμμανουήλ Μπέζα
Οι ενεργειακοί πόροι της Ρωσίας διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην καθιέρωση της κυρίαρχης θέσης της στο παγκόσμιο σύστημα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Για μεγάλο μέρος της μετασοβιετικής περιόδου, η πλειονότητα των...
ρωσικών υδρογονανθράκων κατευθυνόταν προς την Ευρώπη, αντανακλώντας την πολιτική της Μόσχας για την ανάπτυξη αμοιβαίων δεσμών και τον προσανατολισμό της προς τη Δύση. Ωστόσο, από το 2008 και έπειτα, η αμερικανική πολιτική απέναντι στη Ρωσία μεταστράφηκε από την προσπάθεια ενσωμάτωσής της στο δυτικό σύστημα στην προσπάθεια ανάσχεσής της. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσιγκτον επιδίωξε να αξιοποιήσει το σημαντικότερο στρατηγικό κεφάλαιο του Ψυχρού Πολέμου εναντίον της Μόσχας: την ίδια την Ευρώπη.Οι οικονομίες της Ε.Ε. και της Ρωσίας ήταν βαθιά διασυνδεδεμένες και αλληλοεξαρτώμενες. Η Ε.Ε. εισήγαγε τεράστιες ποσότητες ρωσικών υδρογονανθράκων, ενώ σε αντάλλαγμα εξήγαγε στη Ρωσία ενδιάμεσα και τελικά βιομηχανικά προϊόντα και προηγμένη τεχνολογία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να διαταράξουν αυτή την αλληλεξάρτηση, προωθώντας πολιτική και οικονομική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο πλευρών. Η κρίση του Μαϊντάν το 2014 αποτέλεσε την πρώτη σημαντική πολιτική ρήξη στις σχέσεις Ευρώπης–Ρωσίας, και ο μετέπειτα πόλεμος στην Ουκρανία εξελίχθηκε σε θεμελιώδη οικονομική διένεξη μεταξύ των δύο.
Καθώς τα ρωσικά στρατεύματα προελαύνουν αργά αλλά σταθερά στο ουκρανικό έδαφος, οι ηγέτες της Δύσης συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η αποσύνδεση της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή οικονομία θα αποσταθεροποιήσει το πολιτικό και οικονομικό της σύστημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό να αντικαταστήσουν τη Ρωσία στην αλυσίδα εφοδιασμού υδρογονανθράκων της Ευρώπης και, υπό τη διοίκηση Τραμπ, κατάφεραν επίσης να πωλήσουν μεγάλες ποσότητες όπλων στους ευρωπαίους συμμάχους τους αντί να εφοδιάζουν την Ουκρανία με δικά τους έξοδα. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα οικονομικά μέτρα ούτε άλλαξαν την πορεία του πολέμου, ούτε υπονόμευσαν την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Ρωσίας, αντανακλά μια στρατηγική επαναπροσανατολισμού της Μόσχας μακριά από την Ευρώπη.
Με τις νέες εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα να ξεδιπλώνονται στην Ανατολική Μεσόγειο, οι χώρες του ΝΑΤΟ επιδεικνύουν ως επιτυχία τους την απομάκρυνση της Ρωσίας από αυτή την περιοχή. Ωστόσο, ενώ η επιρροή της Ρωσίας μειώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο, το στρατηγικό της αποτύπωμα επεκτείνεται ταυτόχρονα στη Δυτική Ασία, ιδιαίτερα μέσω της εμβάθυνσης της συνεργασίας της με το Ιράν, αλλά και ανατολικότερα με την ταχέως ενισχυόμενη σχέση της με την Ινδία τα τελευταία χρόνια. Σε αυτό προστίθεται και η προσέγγιση με την κυβέρνηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Στην πράξη, ενώ η Ρωσία μπορεί να χάνει έναν θαλάσσιο χώρο επιρροής, αναδεικνύεται όλο και περισσότερο ως βασικός χερσαίος εταίρος για χώρες στον Περσικό Κόλπο και την Αραβική Θάλασσα. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι σχέσεις Ρωσίας–Ινδονησίας εισέρχονται σε μια νέα εποχή. Παράλληλα, η Ρωσία παραμένει η κυρίαρχη δύναμη στην Αρκτική, μετρώντας είτε τη στρατιωτική της παρουσία, το στόλο των παγοθραυστικών και τον έλεγχο – αξιοποίηση της Βόρειας Θαλάσσιας Διαδρομής, είτε την οικονομική της δραστηριότητα στην περιοχή συνολικά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να αντικαταστήσουν πλήρως την πολιτική και οικονομική επιρροή της Ρωσίας στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες υπερηφανεύονται ότι κατάφεραν να αποκόψουν τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, όμως, η Ρωσία σκόπιμα στρέφει την προσοχή της μακριά από την Ευρώπη και όλο και περισσότερο προς την Ασία, σηματοδοτώντας μια ιστορική αλλαγή στη στρατηγική της κατεύθυνση μετά από τρεις αιώνες, από τη Δύση στην Ανατολή.
Η Ρωσία αναπροσανατολίζει επίσης τη θαλάσσια/ναυτική στρατηγική της από τη Βαλτική και τη Μεσόγειο προς την Κασπία Θάλασσα και τον Αρκτικό Ωκεανό, επεκτείνοντας παράλληλα το ρόλο της ως χερσαίος εταίρος για χώρες κατά μήκος των θαλασσών νοτίως της Ασίας. Παρόμοια, η ηπειρωτική της πολιτική μετατοπίζεται, από ενεργειακές διαδρομές και εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη, μέσω του ανατολικού τμήματος της Γηραιάς Ηπείρου, προς νέες ενεργειακές και εμπορικές οδούς με την Ασία, αξιοποιώντας την ασιατική της ενδοχώρα.
Παρά την «επιτυχημένη» αντικατάσταση της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ, η Ρωσία ταυτόχρονα εμβαθύνει την ενσωμάτωσή της στον Παγκόσμιο Νότο και εδραιώνει τη θέση της στο αναδυόμενο κέντρο παγκόσμιας ισχύος, την Ασία. Παράλληλα, επιβάλλει κυριαρχία σε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στρατηγικές θαλάσσιες οδούς του μέλλοντος, στη Βόρεια Θαλάσσια Διαδρομή (Northern Sea Route). Η Ρωσία προβάλλει τη χερσαία οικονομική της ισχύ προς τα ανατολικά, ενώ ταυτόχρονα κυριαρχεί σε μια στρατηγική θαλάσσια οδό που, όταν ανοίξει πλήρως, θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει ακόμη και τον γεωπολιτικό χάρτη του Μάκιντερ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να πέτυχαν το στόχο τους να αντικαταστήσουν τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά και να προκαλέσουν ρήξη στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ Βρυξελλών και Μόσχας, η Ρωσία όμως έχει στραφεί με επιτυχία προς την Ανατολή, αναδιατάσσοντας τις οικονομικές και γεωπολιτικές της σχέσεις.
Στον αντίποδα, μετά από μια δεκαετία έντονων τριβών με τη Μόσχα, τέσσερα σχεδόν χρόνια πολέμου στην Ουκρανία και υπό την αμερικανική πίεση που ασκείται μέσω της ενδεχόμενης στρατηγικής αποσύνδεσης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. εμφανίζεται να βρίσκεται σε θέση υποχώρησης και περιορισμένης αυτονομίας, αδυνατώντας να διαμορφώσει μια συνεκτική και ανεξάρτητη γεωπολιτική ταυτότητα.
(*) Μηχανικός Ορυκτών Πόρων, Γεωπολιτικός Αναλυτής
