Τα νέα δεδομένα που προκύπτουν γύρω από τη χρηματοδότηση της Παυλίδης Μάρμαρα & Γρανίτες Α.Ε. από την Εθνική Τράπεζα αλλάζουν τη βαρύτητα μιας υπόθεσης που εδώ και μήνες σέρνεται στα δικαστήρια της Δράμας, εν μέσω σοβαρών αιτιάσεων για απάτη.Το επίμαχο θέμα που έρχεται στην δημοσιότητα αφορά τη χρηματοδότηση ύψους 223,3 εκατομμυρίων ευρώ που δόθηκε από την Εθνική, η οποία — σύμφωνα με διαθέσιμα τραπεζικά και νομικά στοιχεία — παραβιάζει βασικές τραπεζικές αρχές, αφήνοντας ερωτήματα για το αν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενοι κανόνες αξιολόγησης κινδύνου.
Ένα δάνειο για την… απόκτηση του εαυτού του
Η Εθνική Τράπεζα φέρεται να ενέκρινε ομολογιακό δάνειο με σκοπό την απόκτηση των μετοχών της ίδιας της εταιρείας Παυλίδης, δηλαδή χρηματοδότησε την εξαγορά από τους ίδιους επιχειρηματικούς κύκλους που ήδη τη διοικούσαν.
Πρόκειται για αυτοχρηματοδότηση, πρακτική που σύμφωνα με νομικούς κύκλους, θεωρείται υψηλού κινδύνου και απαγορεύεται σε πολλές περιπτώσεις από την ευρωπαϊκή και ελληνική τραπεζική νομοθεσία.
Η επίμαχη δομή βασίστηκε στη συμμετοχή ενός ενδιάμεσου επενδυτικού οχήματος, το οποίο λειτούργησε ως τυπικός δανειολήπτης, χωρίς όμως να ασκεί πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα ή να διαθέτει ίδια κεφάλαια.
Με απλά λόγια.
Μια εταιρεία χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο (το fund που την αγόρασε αρχικά) δανείστηκε για να αγοράσει μια βιομηχανία εκατοντάδων εκατομμυρίων, με τις υπογραφές μιας μεγάλης συστημικής τράπεζας.
Η Εθνική, όπως προκύπτει, συνέδεσε την πιστοδοτική της απόφαση όχι με την παραγωγική ισχύ της Παυλίδης, αλλά με τις προσδοκίες για τα μελλοντικά έσοδα μετά την εξαγορά.
Πρακτικά, δηλαδή, η τράπεζα πόνταρε στα κέρδη μιας επιχείρησης που δεν είχε ακόμη παραχθεί.
Οι κανόνες που φέρεται να αγνοήθηκαν
Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) επιβάλλουν συγκεκριμένες διαδικασίες πριν από τη χορήγηση μεγάλων πιστώσεων.
Κάθε τράπεζα οφείλει να ελέγχει αν ο δανειολήπτης έχει πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Να εξετάζει την κεφαλαιακή του επάρκεια και τη ρευστότητά του.
Να τεκμηριώνει ότι η χρηματοδότηση εξυπηρετεί ανεξάρτητο οικονομικό σκοπό και όχι αυτοχρηματοδότηση και βέβαια να παρακολουθεί διαρκώς τη μεταβολή της πιστοληπτικής ικανότητας και τις εξασφαλίσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, τίποτα από τα παραπάνω δεν φαίνεται να έγινε με τη δέουσα αυστηρότητα.
Η Εθνική φαίνεται να μην αξιολόγησε τον δανειολήπτη ως αυτόνομη επιχειρηματική οντότητα, αλλά ως «προέκταση» της Παυλίδης Α.Ε., αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά τις δύο εταιρείες ως ένα και το αυτό οικονομικό σχήμα.
Με αυτόν τον τρόπο, εξαλείφθηκε η γραμμή μεταξύ επενδυτή και δανειολήπτη, ενώ η τράπεζα έδωσε πίστωση βασισμένη σε υποθέσεις και όχι σε πραγματικά οικονομικά δεδομένα.
Το προφίλ του δανειολήπτη
Η εταιρεία–όχημα που έλαβε τη χρηματοδότηση, σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς, δεν ασκούσε ενεργή επιχειρηματική δραστηριότητα.
Δεν είχε κύκλο εργασιών, δεν παρήγαγε προϊόν ή υπηρεσία, και δεν εμφάνιζε ροές εσόδων που να επιτρέπουν την εξυπηρέτηση ενός τόσο μεγάλου δανείου.
Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΒΑ είναι ρητές.
Οι τράπεζες δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους εταιρείες ως «κανονικούς επιχειρηματικούς πελάτες».
Η αξιολόγησή τους πρέπει να είναι αυστηρότερη, να βασίζεται σε πραγματική οικονομική δραστηριότητα και όχι σε συμβάσεις προσδοκώμενων εσόδων.
Αντί γι’ αυτό, η Εθνική φέρεται να παραγνώρισε τη βασική αρχή της πιστοληπτικής ανάλυσης, να δανείζει μόνο εκεί όπου υπάρχει ικανότητα εξυπηρέτησης.
Το ρίσκο των αριθμών
Επιπλέον, οι οικονομικοί δείκτες του ομίλου Παυλίδη δείχνουν μια εταιρεία με υψηλό κύκλο εργασιών, αλλά έντονα πιεσμένη από τον δανεισμό.
Το καθαρό χρέος εκτινάχθηκε στα 228 εκατομμύρια ευρώ, με δείκτη Net Debt/EBITDA περίπου στο 7, επίπεδο που διεθνώς θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνο.
Το 2024 τα καθαρά κέρδη συρρικνώθηκαν στα 1,3 εκατ. ευρώ, αποτυπώνοντας ότι η κερδοφορία απορροφάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το κόστος δανεισμού.
Με αυτά τα δεδομένα, η χρηματοδότηση δεν δικαιολογείται με τραπεζικά κριτήρια.
Η σχέση δανείου προς ίδια κεφάλαια έχει ξεπεράσει κάθε λογικό όριο, ενώ οι εξασφαλίσεις — αν υπάρχουν — δεν είναι σαφές αν επαρκούν για την κάλυψη ενός τέτοιου ποσού.
Η δικαστική στασιμότητα
Παράλληλα με τα τραπεζικά ερωτήματα, η δικαστική διερεύνηση στη Δράμα παραμένει παγωμένη.
Η προκαταρκτική εξέταση για πιθανή απάτη και παραπλανητικές αποτιμήσεις βρίσκεται σε εκκρεμότητα.
Ο εισαγγελέας που ξεκίνησε την έρευνα μετατέθηκε πριν ολοκληρωθεί το πόρισμα, και ο νέος, σύμφωνα με πληροφορίες, δηλώνει ότι δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με τον φάκελο.
Το αποτέλεσμα είναι ένα θεσμικό κενό.
Μια υπόθεση με οικονομικό αντικείμενο εκατοντάδων εκατομμυρίων, με διαστάσεις που επηρεάζουν εργαζομένους, επενδυτές και τοπική κοινωνία, μένει χωρίς καμία εξέλιξη για μήνες.
Μια υπόθεση με πολλαπλές συνέπειες
Η ιστορία της Παυλίδης δεν αφορά μόνο μια βιομηχανία μαρμάρου.
Αφορά την ίδια την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος, την εταιρική διακυβέρνηση και την αίσθηση δικαιοσύνης σε μια χώρα που προσπαθεί να προσελκύσει επενδύσεις.
Η καθυστέρηση στη δικαστική εξέλιξη και η αδράνεια της Εθνικής δημιουργούν περιβάλλον ανασφάλειας και καχυποψίας.
Η τοπική κοινωνία της Δράμας βλέπει την υπόθεση να λιμνάζει, οι εργαζόμενοι να ανησυχούν για το μέλλον και οι αγορές να απορούν πώς μια υπόθεση τέτοιας κλίμακας δεν έχει φτάσει σε κάποιο θεσμικό αποτέλεσμα.
Το μάρμαρο της σιωπής
Η υπόθεση Παυλίδη δείχνει πώς μια τοπική διαμάχη μπορεί να εξελιχθεί σε σύμβολο της αδράνειας του συστήματος.
Οι επιχειρηματίες διαφωνούν, οι θεσμοί καθυστερούν, οι τράπεζες σιωπούν.
Και στο τέλος, κανείς δεν λογοδοτεί.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πια μόνο ποιος έχει δίκιο ή άδικο μέσα στην οικογένεια Παυλίδη.
Είναι ποιος άνοιξε τη στρόφιγγα των εκατοντάδων εκατομμυρίων χωρίς να ρωτήσει, ποιος καθυστερεί να αποφασίσει αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες — και ποιος, τελικά, θα πληρώσει το μάρμαρο.
www.bankingnews.gr
