Του Δημοσθένη Κούρτοβικ, ΝΕΑ, 22.3.13
Με
τη λέξη «επανάσταση» συμβαίνει στην Ελλάδα ό,τι και με τις απεργίες
μας: η κατάχρηση αδειάζει το νόημα, η συχνή επανάληψη αμβλύνει ολοένα
την ένταση, η αξιολογική ισοπέδωση των αφορμών παραλύει τη δράση και
ματαιώνει προκαταβολικά το αποτέλεσμα. Στα ...183 χρόνια Ιστορίας του
νεοελληνικού κράτους δεν υπάρχει κίνημα, οσοδήποτε εφήμερο ή και
σκοταδιστικό, δεν υπάρχει πραξικόπημα, τοπική εθνική εξέγερση, ένοπλη
διαμαρτυρία που να μη βαφτίστηκε επανάσταση. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή
χώρα δεν συμβαίνει αυτό. Το ίδιο και στον ομαλό δημόσιο βίο μας: μιλάμε
για «επαναστατικές» μεταρρυθμίσεις (που φυσικά μένουν σε χαρτιά πεταμένα
σε καλάθους αχρήστων), για «επαναστατικές» διαθέσεις της νεολαίας
(εννοώντας εφηβικές εξάψεις), για «επαναστατικές» αλλαγές στον
ποδοσφαιρικό χάρτη (εννοώντας γραφειοκρατικές και πολιτικάντικες
παρεμβάσεις), ενώ ο οίστρος των διαφημιστών χαρακτηρίζει «επαναστατικό»
κάθε καινούργιο προϊόν. Πουθενά αλλού δεν υπάρχουν τόσο πολλοί
επαναστάτες, χωρίς να υπάρχει καμιά επανάσταση.
Για
να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, μόνο μία αληθινή επανάσταση
γνώρισε η νεότερη Ελλάδα: αυτή που γιορτάζουμε μεθαύριο και που μάλιστα
ήταν επανάσταση μόνο στην πρώτη φάση της, πριν οι ιδέες του Ρήγα και της
Φιλικής Εταιρείας νοθευτούν ή φαλκιδευτούν από τους κοτζαμπάσηδες του
Μοριά και τους εφοπλιστές των νησιών, πριν κουρελιαστούν από τις
εγωπαθείς, αλληλοσπαρασσόμενες και αλληλοϋπονομευόμενες φατρίες αρχαϊκών
πολεμάρχων. Ηταν επανάσταση σε εκείνη την πρώιμη φάση επειδή δεν
αποσκοπούσε απλώς στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους αλλά και στην
ανθρώπινη χειραφέτηση, τον δυναμικό εκσυγχρονισμό των θεσμών, την
κοινωνική δικαιοσύνη, τη ριζική αλλαγή των νοοτροπιών, την υπέρβαση των
τοπικισμών στο όνομα της σύμπνοιας και του συμφέροντος μιας πλατύτερης,
εθνικής κοινότητας, το γεφύρωμα του χάσματος που χώριζε την Ελλάδα από
τον φωτισμένο κόσμο της εποχής. Δηλαδή, σε όλα εκείνα που σήμερα, σχεδόν
δύο αιώνες αργότερα, εξακολουθούν να είναι το ζητούμενο για το κράτος
και την κοινωνία μας.
Πώς
να μη μας βάλει σε σκέψεις το γεγονός ότι ακόμη και τα ελάχιστα
επεισόδια της Ιστορίας μας, μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας, που
είχαν γνήσια επαναστατικά στοιχεία, όπως οι παράτολμα, ίσως και
εξωπραγματικά ριζοσπαστικές για το περιβάλλον τους μεταρρυθμίσεις του
Καποδίστρια ή το βαθύτατα αναγεννητικό κοινωνικά έργο του ΕΑΜ στις
απελευθερωμένες περιοχές της ελληνικής υπαίθρου, όχι μόνο δεν είχαν
διάρκεια, όχι μόνο διακόπηκαν βίαια, όχι μόνο δεν άφησαν πίσω τους κάτι
μόνιμο, αλλά ούτε καν καταγράφηκαν στην τρέχουσα ιστοριογραφία ή στην
κοινή συνείδηση ως αυτό που κυρίως ήταν. Οι μεν επικαλύφθηκαν από τον
υπερτονισμένο αυταρχισμό του Κυβερνήτη, το δε κατασυκοφαντήθηκε από τη
νικήτρια συντηρητική παράταξη, αλλά και σχεδόν αποσιωπήθηκε αισχυντηλά
από τον ίδιο τον φορέα του και τους κληρονόμους του, που, για να μη
θεωρηθούν ανατροπείς, θυσίασαν την κοινωνική επανάσταση στον βωμό του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα – ακριβώς όπως είχαν κάνει, εκατόν είκοσι
χρόνια πριν, οι ηγεσίες στη δεύτερη φάση της «εθνικής παλιγγενεσίας».
Και
στο μεταξύ η επαναστατική ρητορεία καλά κρατούσε σε συντηρητικούς και
προοδευτικούς, σε αντιδραστικούς και φιλελεύθερους, σε στενοκέφαλους
στρατιωτικούς και μικρόνοες ή φαύλους πολιτικούς.
Στην
πραγματικότητα, υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις πολλές «επαναστάσεις»
που είχαμε στην Ελλάδα και τη συνεχή αναβολή της επανάστασης που
χρειαζόμαστε για να υπερβούμε αυτό που φαίνεται πως είναι το κακό το
ριζικό μας. Για να το πούμε έξω από τα δόντια, οι «επαναστάσεις» στην
Ελλάδα γίνονται ακριβώς για να μην υπάρξει επανάσταση! Σκοπός τους δεν
είναι η ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος ή έστω ο μετασχηματισμός του
αλλά η σωτηρία και η στήριξή του ως έχει. Δεν αποβλέπουν στην υπέρβαση
αλλά στην καθήλωση. Αποτελούν τις χρυσές εφεδρείες του δικού μας ancien
régime, στο οποίο είναι άλλωστε ριζωμένα τα συμφέροντα των
«επαναστατών». Είτε μιλάμε για την «επανάσταση» της 3ης του Σεπτέμβρη
είτε για την «επανάσταση» του Γουδή, είτε για τους Πλαστήρες είτε για
τους Κονδύληδες, είτε για τον «σοσιαλισμό» του ενός Παπανδρέου είτε για
τη «συμμετοχική δημοκρατία» του άλλου Παπανδρέου, ο στόχος ήταν πάντοτε
κάποιες θεαματικές αλλά επιπόλαιες αλλαγές, που θα απέτρεπαν τη μεγάλη
Αλλαγή.
Είναι
πολύ χαρακτηριστική η στάση ακόμη και των αριστερών μας (τι λέω,
προπαντός αυτών) απέναντι στην παραμικρή αλλαγή, που θα εμπεριείχε όμως
το σπέρμα μιας μεγάλης αλλαγής στις νοοτροπίες και στη λειτουργία της
κοινωνίας μας. Είτε πρόκειται για τα αυθαίρετα είτε για τα παρκαρισμένα
σε πεζοδρόμια αυτοκίνητα, είτε για τη φοροδιαφυγή των «μικρομεσαίων»
είτε για την κατάργηση οργανισμών και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
που γελοιοποιούν το όνομά τους, η αντίδρασή τους κυμαίνεται ανάμεσα στο
γνωστό «έλα μωρέ, αυτό είναι τώρα το πρόβλημα;» και το εξίσου γνωστό
κάλεσμα για «αντίσταση στο σύστημα», ενώ το σύστημα είναι οι ίδιοι.
Ευαγγελίζονται μια μελλοντική επανάσταση για να μη χρειαστεί να κάνουν ή
να δεχτούν τίποτε το επαναστατικό στο παρόν.
Με
αυτά και με αυτά, ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε για άλλη μια φορά την
Ελληνική Επανάσταση σε μια ημερομηνία ψεύτικη, που πλαστογραφήθηκε για
να κρύψει τον επαναστατικό χαρακτήρα του πράγματος, συναιρώντας τον με
μια εκκλησιαστική γιορτή και με ένα φανταστικό γεγονός, στο οποίο
υποτίθεται ότι πρωταγωνίστησε ένας ιεράρχης, εκφραστής του παλιού και
απέθαντου καθεστώτος.