12 Απρ 2013

Iωάννης Τσόλκας> Μαθήματα από τις Ιστορίες των Ελληνικών Κρίσεων. Οι "άγνωστες" ελληνικές χρεοκοπίες. (Ότι πιο συγκλονιστικό έχει γραφτεί)




Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα και υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην το προσέξω.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν....

από τον κόσμο έξω.[1]
                 
                  Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν συχνό φαινόμενο, καθώς απασχολούν την ανθρωπότητα τουλάχιστον από τότε που αναδύθηκαν οι κοινωνίες της αγοράς. Η ανθρώπινη φύση παραμένει αναλλοίωτη και επαναλαμβάνει τα λάθη της, ενώ στόχος όλων θα έπρεπε να ήταν το κοινό καλό και η « δημόσια ευτυχία» των πολιτών, έτσι τουλάχιστον όπως την πρόβαλαν οι διαφωτιστές. Όμως, είτε γιατί είχε προηγηθεί πολιτική κρίση, είτε γιατί η κερδοσκοπία «έλαμψε», το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Βέβαιο είναι ότι ο εντοπισμός των πραγματικών αιτίων μίας κρίσης απαιτεί σε βάθος ανάλυση. Για να γίνει όμως αυτό, είναι πάντα χρήσιμη μία ανασκόπηση στις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος.
                  Αν εξαιρέσει κανείς την Κατοχή, στη διάρκεια της οποίας η χώρα μας υποχρεώθηκε σε στάση πληρωμών, έχουν περάσει σχεδόν ογδόντα χρόνια από την τελευταία φορά που η λέξη «χρεοκοπία» ακούστηκε στην Ελλάδα, τόσο πολύ όσο αυτές τις ημέρες. Ήταν η χρονιά της τελευταίας από τις τέσσερις ελληνικές
πτωχεύσεις των ετών 1828, 1843, 1893 και 1932. Πτωχεύσεις που οφείλονταν στην αδυναμία της χώρας να αναλάβει τις υποχρεώσεις της απέναντι σε έναν υπέρμετρο και πανάκριβο εξωτερικό δανεισμό και «αναγκαζόταν» σε κάποιον ακόμη μεγαλύτερο και επαχθέστερο δανεισμό, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Αποτέλεσμα αυτής της φαυλότητας του κύκλου η έμμεση ή άμεση σχέση της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.

Α΄ Η πρώτη πτώχευση του 1828

Η αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας ήταν προϊόν των πολεμικών επιτυχιών των Ελλήνων κυρίως από το 1821 ως το 1824, του φιλελληνικού κινήματος, αλλά και του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 αποτελεί έναν «έντιμο» συμβιβασμό για τα συμφέροντα τους. Το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος υπήρξε δέσμιο του διεθνούς συστήματος ασφαλείας, αλλά και του βρετανικού κυρίως χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι του Λονδίνου εκχώρησαν το 1824 και 1825 τα περιβόητα «δάνεια της ανεξαρτησίας» με επαχθείς όρους για τους επαναστατημένους Έλληνες. Ένα μόνο μικρό ποσό από τα συνολικά ποσά των δανείων δαπανήθηκε για τις ανάγκες της επανάστασης. Το μεγαλύτερο σπαταλήθηκε στην προπληρωμή τόκων και προμηθειών, στα χρηματιστήρια της Ευρώπης ή σε παραγγελίες πολεμικού υλικού, που ποτέ δεν έφτασε στην Ελλάδα! Το πιο επαχθές όμως μέτρο που προβλέπονταν για την αποπληρωμή των δανείων ήταν η υποθήκευση των «εθνικών κτημάτων» που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους, δηλαδή 10.000.000 στρέμματα.
Το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για χορήγηση νέου δανείου. Ο Κυβερνήτης υπολόγιζε ότι έτσι θα μπορούσε να ξεπληρώσει ένα μέρος των τόκων των προηγουμένων δανείων και με τα υπόλοιπα να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Οι ξένοι δανειστές δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν νέα δάνεια στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της ανεξαρτησίας, η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Καποδίστριας στράφηκε σε ένα εσωτερικό κυρίως πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας που προκάλεσε όμως την αντίδραση, τόσο του εξαθλιωμένου λαού που ζητούσε την αναδιανομή των «εθνικών γαιών», όσο και των προκρίτων που αισθάνθηκαν ότι παραμερίζονται από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας. Ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να εφαρμόσει δικαιότερο φορολογικό σύστημα, δηλαδή την πληρωμή των φόρων με ρευστό χρήμα αντί σε είδος, καθιέρωσε όμως την ισότητα και τη δικαιοσύνη στη φορολογία, δηλαδή πέτυχε να πληρώνουν όλοι.  ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Β΄ Η πτώχευση του 1843 - Μαθήματα ιστορίας

Το καλοκαίρι του 1843, η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει στις τράπεζες της Ευρώπης τα τοκοχρεολύσια παλιότερων δανείων που είχε πάρει η χώρα. Δυστυχώς τα λεφτά δεν είχαν πάει σε υποδομές που θα βοηθούσαν την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία, αλλά είχαν σπαταληθεί στους εμφυλίους της επανάστασης και στα «υπέρογκα έξοδα» του παλατιού και των Βαυαρών συμβούλων του στέμματος. Οι τόκοι που έπρεπε να καταβάλλονται κάθε χρόνο ήταν 7 εκατομμύρια δραχμές και ισοδυναμούσαν με το μισό, σχεδόν, των συνολικών εσόδων του ελληνικού κράτους, που έφταναν μετά βίας τα 14 εκατομμύρια ετησίως.
Την άνοιξη του 1843, η κυβέρνηση παίρνει μέτρα λιτότητας, τα οποία όμως δεν αποδίδουν τόσο, ώστε να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα για την ετήσια δόση χρήματα. Έτσι, τον Ιούνιο του 1843, η ελληνική κυβέρνηση ενημερώνει τις ξένες κυβερνήσεις ότι αδυνατεί να καταβάλει το ποσό που χρωστάει και ζητά νέο δάνειο από τις μεγάλες δυνάμεις, ώστε να αποπληρώσει τα παλιά. Αυτές αρνούνται κατηγορηματικά.
Αντί να εγκρίνουν νέο δάνειο, την 1η Μαΐου 1843 εκπρόσωποι των τριών μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) κάνουν μια διάσκεψη στο Λονδίνο για το ελληνικό χρέος και καταλήγουν σε καταδικαστικό πρωτόκολλο. Οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων με το πρωτόκολλο στο χέρι, παρουσιάζονται στην ελληνική κυβέρνηση και απαιτούν την ικανοποίησή του. Αρχίζουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα δύο μέρη και μετά από ένα μήνα υπογράφουν μνημόνιο-memorandum, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα πρέπει να πάρει μέτρα ώστε να εξοικονομήσει μέσα στους επόμενους μήνες το αστρονομικό επιπλέον ποσό των 3,6 εκατομμυρίων δραχμών, ώστε να δοθούν στους δανειστές της.
Τα βασικά μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση μέσα στο 1843 σε εφαρμογή του τότε μνημονίου ήταν :
Απολύθηκε το ένα τρίτο των Δημοσίων υπαλλήλων και μειώθηκαν 20% οι μισθοί όσων παρέμειναν.
Σταμάτησε η χορήγηση συντάξεων, που τότε δεν δίνονταν στο σύνολο του πληθυσμού αλλά σε ειδικές κατηγορίες.
Μειώθηκαν κατά 60% οι στρατιωτικές δαπάνες, μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των ένστολων και αντί για μισθό οι στρατιωτικοί έπαιρναν χωράφια.
Επιβλήθηκε προκαταβολή στην είσπραξη του φόρου εισοδήματος και της "δεκάτης", που ήταν ο φόρος για την αγροτική παραγωγή.
Αυξήθηκαν οι δασμοί και οι φόροι χαρτοσήμου.
Απολύθηκαν όλοι οι μηχανικοί του Δημοσίου και σταμάτησαν όλα τα δημόσια έργα.
Καταργήθηκαν εντελώς όλες οι υγειονομικές υπηρεσίες του κράτους.
Απολύθηκαν όλοι οι υπάλληλοι του εθνικού τυπογραφείου, όλοι οι δασονόμοι, οι δασικοί υπάλληλοι και οι μισοί καθηγητές πανεπιστημίου.
Καταργήθηκαν όλες οι διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.
Νομιμοποιήθηκαν όλα τα αυθαίρετα κτίσματα και οι καταπατημένες -εθνικές γαίες- με την πληρωμή προστίμων νομιμοποίησης.
Το αποτέλεσμα των εξαιρετικά σκληρών αυτών μέτρων ήταν οι δανειστές να πάρουν, όντως, ένα μέρος των χρημάτων τους, αλλά η χώρα να οδηγηθεί σε μία βαθιά και πολυετή ύφεση η οποία οδήγησε στην εξαθλίωση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Τότε ο Ελβετός τραπεζίτης Eynard στις 17 Φεβρουαρίου 1843 κάνει ένα εύκολο μάθημα πολιτικής αγωγής στον πρωθυπουργό Δημήτριο Χρηστίδη, αλλά και γενικά σε όλους τους Έλληνες, λέγοντας: «Ελπίζω ότι η οικονομική σας κρίση θα έχει το καλό να σταματήσει αυτές τις εχθροπάθειες μεταξύ ατόμων και θα κάνει όλους τους καλούς Έλληνες να λησμονήσουν τις θλιβερές ονομασίες με το φατριαστικό πνεύμα: Γαλλικό κόμμα, Ρωσικό κόμμα, Αγγλικό κόμμα. Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι ο γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος και οι υπουργοί του βλέπουν με πολύ μεγάλη θλίψη ότι μερικές φορές ατομικές φιλονικίες χωρίζουν ανθρώπους καμωμένους να εκτιμούν ο ένας τον άλλον». ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: Το συγκεκριμένο μνημόνιο του 1843 θεωρείται μία από τις σοβαρότερες αφορμές για το ξέσπασμα της επανάστασης της 3ης Σεπτέμβρη 1843, που έφερε Σύνταγμα στη χώρα.


Γ΄ Από το 1893 στο 1898: Η πτώχευση της Ελλάδας και
ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος

H παρατεταμένη επιστράτευση που εφάρμοσε ο Δηλιγιάννης στα μέσα της δεκαετίας του 1880 αύξησε κατακόρυφα το δημόσιο έλλειμμα. Η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών πήρε διαστάσεις σοβαρού προβλήματος.
O Χαρίλαος Tρικούπης, άνδρας με σπάνια βούληση και επιβολή, με τόλμη και προσανατολισμό προς τις εθνικές επιδιώξεις και ως προς την προοδευτική ανακαίνιση του κράτους αφού τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία, παρέλαβε έλλειμμα το 1886 που ξεπερνούσε τα 66.000.000 δρχ. ενώ τα τακτικά έσοδα ήταν 63.000.000 Η πτώχευση φαινόταν αναπόφευκτη. Ο Τρικούπης προχώρησε στη σύναψη μιας νέας σειράς δανείων τα έτη 1887, 1888 και 1889.
Με τα χρήματα των νέων δανείων επιδίωξε να αποπληρώσει παλαιότερες οφειλές, να καλύψει τα πάγια έξοδα του κράτους και να προχωρήσει στην υλοποίηση του προγράμματός του για τα δημόσια έργα. Όταν ανέλαβε και πάλι την εξουσία το 1892, το πρόβλημα του δημόσιου ελλείμματος ήταν ακόμη πιο οξυμένο. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές του δεν κατάφερε να συνάψει νέο δάνειο με στοιχειωδώς αποδεκτούς όρους και παραιτήθηκε, αφού οι Άγγλοι τραπεζίτες έθεταν ως όρο την επιβολή διεθνούς ελέγχου.
Τότε ανέλαβε την εξουσία ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος στηριζόμενος στη βασιλική εύνοια και χωρίς τη στήριξη της βουλής. Αξίζει να σημειωθεί ότι την κυβερνητική μεταβολή στήριξε και ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος εκπροσωπώντας γαλλικά και ομογενειακά συμφέροντα έκανε ότι μπορούσε στην προηγούμενη φάση για να μη λάβει η Ελλάδα νέο δάνειο και να παγιωθεί η εντύπωση ότι οδεύει για πτώχευση το ελληνικό κράτος. O σκοπός από τότε ήταν η επιβολή διεθνούς ελέγχου, ώστε να εξασφαλιστούν οι απολαβές των δανειστών.
H κυβέρνηση Σωτηρόπουλου διαπραγματεύθηκε τη σύναψη δανείου με αγγλικό οίκο το οποίο ονομάστηκε «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» και είχε εξαιρετικά τοκογλυφικούς όρους. Παρά ταύτα το συγκεκριμένο δάνειο έδινε τη δυνατότητα να μετατραπούν τα καθυστερημένα τοκοχρεολύσια των προηγουμένων δανείων σε τίτλους νέου δανείου.
Λίγο αργότερα ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέλαβε και πάλι την εξουσία, ακύρωσε το «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» και προσπάθησε να συνάψει νέο. Αρχές Δεκεμβρίου τολμά να περιορίσει με νόμο τους τόκους του δημοσίου χρέους σε 30% , δηλαδή ουσιαστικά κηρύσσει πτώχευση και αναστέλλει την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων.
Αυτή η εξέλιξη είχε σημαντικές συνέπειες στη διεθνή οικονομική, αλλά κυρίως πολιτική θέση της Ελλάδας στο εξωτερικό, αφού προκαλεί τη δυσαρέσκεια και τη δυσμένεια των μεγάλων δυνάμεων απέναντι της Ελλάδας, ιδιαιτέρως της Γερμανίας που με πείσμα ανέλαβε να υποστηρίξει τους κεφαλαιούχους της. Επίσης, δημιούργησε αρνητικό κλίμα στο εσωτερικό. H αίσθηση ταπείνωσης που διαχύθηκε στον πληθυσμό για την οικονομική αδυναμία του κράτους συνέβαλε κατά ένα μέρος στην οργάνωση μυστικών εθνικιστικών εταιρειών και στην προώθηση αλυτρωτικών στόχων.
Πολύ γρήγορα η οικονομική ολίσθηση συμπληρώθηκε από τη στρατιωτική ήττα στον πόλεμο του 1897, η οποία με τη σειρά της επέτρεψε την ολοκλήρωση του οικονομικού διασυρμού, με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898.
Τη δεκαετία του 1880 η Ελλάδα είχε επιχειρήσει τον μεγάλο εκσυγχρονισμό της με προγράμματα δημοσίων επενδύσεων που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνάμεις της. Κυρίως είχαν συναφθεί δάνεια με σκοπό την εκτεταμένη κατασκευή σιδηροδρόμων στο δίκτυο Πειραιώς Αθηνών- Πελοποννήσου κι ενός εξίσου φιλόδοξου οδικού δικτύου. Η χώρα άρχισε να νιώθει ισχυρή, αλλά την πιο ακατάλληλη στιγμή περνά σε λάθος χέρια: από τον Τρικούπη της ανάπτυξης στον Δηλιγιάννη του δημαγωγικού εθνικισμού. Την ίδια εποχή αυξάνεται δραματικά και ο πολύ ακριβός εξωτερικός καταναλωτικός δανεισμός που συμβάλλει κι αυτός στη δημιουργία μιας ψυχολογίας ισχύος αλλά σε γυάλινα πόδια, αφού το 1897 η χώρα ένιωθε και έτοιμη για πόλεμο. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Τούρκοι φτάνουν περίπου έξω από τη Λαμία και οι Μεγάλες Δυνάμεις τούς ανακόπτουν την πορεία. Την επομένη του «Ατυχούς πολέμου», χωρίς να υπάρξει «τυπική» πτώχευση, οι δυνάμεις εγκαθιστούν Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο στη χώρα. Η ειρήνη κοστίζει στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, και 4 εκατ. λίρες ως πολεμικές αποζημιώσεις. Από το 1898 όμως και ύστερα το εμπόριο και η βιομηχανία παρουσιάζουν ευοίωνα σημεία. Ο ρυθμός της δραστηριότητας είναι πιο ζωηρός σαν από αντίδραση στην ντροπή που είχαν αισθανθεί οι Έλληνες για την ήττα του περασμένου χρόνου. Αλλεπάλληλες βιομηχανίες ιδρύονται σε πολλές πόλεις του κράτους (Πειραιάς, Πάτρα, Καλαμάτα, Βόλος, Κέρκυρα) σαν να είχε εισακουστεί το σύνθημα που διατύπωσε σε μία μελέτη του ο καθηγητής Χημείας στο ΕΚΠΑ Αναστάσιος Χρηστομάνος «Ιδρύσατε μεγάλην βιομηχανικήν εταιρείαν», τονίζοντας ότι έπρεπε να αφεθούν στην άκρη οι παλιές συνήθειες και να ακολουθηθεί η εφαρμοσμένη επιστημονική εργασία. 

Δ΄ 1929 - 1932: Η Παγκόσμια οικονομική κρίση και η Ελληνική πτώχευση

Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται δεκτός ως μεσσίας από τον Ελληνικό λαό. Μετά από πολλή σκέψη και πιέσεις από το περιβάλλον του ανακαλεί την απόφασή του για παραίτηση από την πολιτική και επανέρχεται σ’ αυτή ως αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων στις 23 Μαΐου 1928. Το μέγεθος του εκλογικού θριάμβου των Βενιζελικών στις εκλογές της 19ης Αυγούστου ήταν απρόσμενο ακόμη και για τον αρχηγό του: οι Βενιζελικοί εξέλεξαν 178 βουλευτές, στις 250 του συνόλου, έχοντας συντριπτική πλειοψηφία στην βουλή. Η Ελληνική οικονομία είχε κάνει βήματα σταθεροποίησης την διετία 1926-1928. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς υποτίμησης με αποτέλεσμα το 1928 να ενταχθεί στον περίφημο «κανόνα του χρυσού». Ο κανόνας του χρυσού ήταν ένας μηχανισμός μετατροπής των νομισμάτων μέσω μιας ισοτιμίας σε σχέση με την τιμή του χρυσού.
Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρουσίασε ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που χρειάζονταν για να μπει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά και να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η κατάρρευση του αμερικανικού χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 1929, είχε σοβαρές επιπτώσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτές έγιναν έντονες στην Ευρώπη το πρώτο εξάμηνο του 1931. Την άνοιξη του 1931, η κατάσταση είχε χειροτερέψει για τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών, τα περισσότερα από τα οποία αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους προς την Αμερική. Επίσης, υπήρχε πρόβλημα και στις διευρωπαϊκές πληρωμές δανείων, πράγμα που επιδείνωνε περισσότερο το οικονομικό κλίμα. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα το παρουσίαζε η οικονομία της ηττημένης κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας, η οποία, εκτός των άλλων χρεών της οικονομίας της, είχε και τις μεγαλύτερες πολεμικές οφειλές προς τις νικήτριες δυνάμεις.
Ως το 1931 τίποτα δεν προμήνυε τη χιονοστιβάδα των αρνητικών γεγονότων που θα ακολουθούσε. Η Ελλάδα είχε τρεις συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, όμως το εξωτερικό της χρέος είχε διογκωθεί από δάνεια που είχε συνάψει η κυβέρνηση Βενιζέλου κυρίως από την Αγγλία. Συγκεκριμένα το εξωτερικό χρέος την τετραετία 1928-1932 αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια.
Η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε με την αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάσταχτες οικονομικές τις υποχρεώσεις από τον Ά παγκόσμιο πόλεμο και εντάθηκε με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο Αμερικάνικο Χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ. Η οικονομία της Ελλάδας βρέθηκε αμέσως υπό πίεση, καθώς μειώθηκαν δραστικά οι εξαγωγές της (καπνά και άλλα γεωργικά προϊόντα), όπως επίσης και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της Αμερικής που εκείνη την εποχή ήταν σημαντικός οικονομικός παράγοντας για τη χώρα. Οι δύο αυτές δυσμενείς εξελίξεις επιδείνωσαν το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών, ασκώντας αφόρητες πιέσεις στην δραχμή.
Η Βενιζελική πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζαν την Τράπεζα της Ελλάδος να χρησιμοποιεί τα αποθέματα της σε χρυσό και συνάλλαγμα για να στηρίζει τη δραχμή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξανεμιστούν πολύ σύντομα τα μικρά αποθεματικά της, φέρνοντας το οικονομικό επιτελείο της Ελλάδας στις αρχές του 1932 σε πολύ δύσκολη θέση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να χειριστεί το θέμα προσωπικά και να εξασφαλίσει τα εξωτερικά δάνεια που θα στήριζαν την νομισματική του πολιτική. Ταξίδεψε τον Ιανουάριο του 1932 διαδοχικά σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο ζητώντας ένα δάνειο 80 εκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλιώς η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τον «κανόνα του χρυσού» και θα βυθιζόταν στην αναξιοπιστία και στην κοινωνική αναταραχή. Τον Μάρτιο συνεδρίασε στο Παρίσι η Δημοσιονομική Επιτροπή της ΚΤΕ, όπου ανάμεσα στα άλλα, θα συζητιόταν και το θέμα της Ελλάδας. Στο τρίμηνο που πέρασε ουσιαστικά όλες οι εξαγωγές της Ελλάδας είχαν «παγώσει» και η Τράπεζα της Ελλάδος είχε δώσει το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα στο κράτος, έτσι ώστε αυτό να αντεπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του.
Ο τρόπος παρουσίασης των Ελληνικών προβλημάτων και αναγκών από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο δεν έπεισε τη Δημοσιονομική Επιτροπή, που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία, αντιθέτως ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματα της στους πιστωτές της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνέχισε να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια τον Απρίλιο του 1932 στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών από τους υπουργούς Εξωτερικών της Αγγλίας και της Γαλλίας, χωρίς όμως κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα, εκτός από αόριστες υποσχέσεις και ευχολόγια.
Την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως τον «κανόνα του χρυσού». Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και στις 5 Μαΐου η ισοτιμία της με την στερλίνα από τις 456 δραχμές πήγε στις 539. Τον ίδιο μήνα το κράτος επισημοποίησε τη χρεοκοπία του κηρύσσοντας παύση πληρωμών. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1932, ο υπουργός των οικονομικών Κυρ. Βαρβαρέσσος πηγαίνει στο Λονδίνο και καταλήγει σε συμβιβασμό με τους ομολογιούχους και δέχεται να πληρώσει η Ελλάδα για το 1932-1933 το 30% του τόκου των δανείων σε χρυσό.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: ΚΡΙΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ

Οι προηγούμενες κρίσεις υπερβαίνονταν με μονομορφικές και μονοδιάστατες προσεγγίσεις - όπως του Άνταμ Σμιθ, του Μαρξ ή του Κέυνς - που αποτελούσαν συμβιβαστικές προσεγγίσεις και συνδυαζόταν πάντα με μια λογική συμπληρωματικής αναίρεσης ή εξισορρόπησης. Στην εποχή μας δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση με συμπληρωματικές εξισορροπήσεις, με αναιρετικές αντισταθμιστικές προσεγγίσεις. Πρέπει να προσεγγίσουμε συνολικά, συνθετικά και υπερβατικά την όλη κρίση. Δεν είναι ζητούμενο ένας νέος Άνταμ Σμιθ, αλλά ούτε και ένας νέος Μαρξ, δεν είναι ζητούμενο ένας νέος Κέυνς μόνο. Χρειαζόμαστε την γενική κοσμοθεωρητική αφετηρία - που έθεσε π.χ. υπό άλλους όρους ένας Ζαν Ζακ Ρουσσώ - αλλά απαιτούνται πολύ περισσότερα για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης μέσα από το συστημικό, πολύπλοκο και συνολικό της χαρακτήρα, μέσα επίσης από την ανθρωπολογική, δημογραφική και τεχνολογική της διάσταση που αναδεικνύεται σαν πολλαπλασιαστικά ρυθμιστική και καταλυτική.
Η αταξία εξαπλώνεται. Ο φόβος έγινε όργανο και στρατηγικό μέσο άσκησης εξουσίας και πολιτικής νομιμοποίησης. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί στην καθημερινή ζωή σε μαζικό επίπεδο στην ίδια την καρδιά της ανάπτυξης. Δεν πρόκειται μόνο για την κρίση «μιας» πολιτικής. Για την αποτυχία μιας επιλογής μεταξύ πολλών άλλων. Πρόκειται, από πολλές απόψεις, για τον οιωνό μιας ιστορικής κρίσης «της» πολιτικής έτσι όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, ή σε κάθε περίπτωση, όπως διαμορφώθηκε κατά τη σύγχρονη εποχή.  Αυτό που φαίνεται να συντελείται μπροστά στα μάτια μας είναι το ναυάγιο εκείνου, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως τον «πολιτικό κανόνα των συγχρόνων», που η δυνατότητα οικοδόμησης μιας εύτακτης κοινωνίας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τον βαθμό ισχύος που η «ανώτερη εξουσία» είναι σε θέση να ασκήσει. Εκείνος ο «κανόνας» στο οποίο οφείλονται, τόσο στο καλό (που είναι εξαιρετικά ευρύ, δηλαδή, από τον Συνταγματισμό στη Δημοκρατία στη θεωρία των Δικαιωμάτων) όσο και στο κακό (στη διάρκεια του 20ού αιώνα γνώρισε την απόλυτη διάσταση του), τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, ο οποίος δεν επέζησε με την αλλαγή της χιλιετίας. Απεναντίας, σήμερα, φαίνεται να ’χει ανατραπεί πλήρως: από παράγοντας ειρήνης και εσωτερικής τάξης έχει καταστεί παράγοντας παγκόσμιας αποσταθεροποίησης και συλλογικής ανασφάλειας. Από εγγυητής των πολιτικών, ανθρωπίνων, εργασιακών δικαιωμάτων έχει μετατραπεί σε διάχυτη απειλή για την ακεραιότητα των πολιτών και των συλλογικοτήτων. Από εργαλείο «ελέγχου» του ιστορικού ρου και οικοδόμησης μιας έστω, ασταθούς και αδύναμης, μορφής «δίκαιης κοινωνίας» σε επιτηρητή και προπύργιο ενός μοντέλου ανάπτυξης το οποίο ολοένα περισσότερο φαίνεται να έρχεται σε σύγκρουση και να μην μπορεί να συμβιβαστεί με την επιβίωση του ανθρώπου. Πρόκειται για κρίση και ρήξη της ιστορικής συνέχειας.
Πολιτική και ηθική -έτσι όπως τις είχε γνωρίσει ο κόσμος του χθες-, καταρρέουν μαζί. Αποκαλύπτουν καθεμιά τη ριζική ένδεια της άλλης, στη μορφή της ανεπάρκειας και της αδυναμίας. Αδράνεια της πολιτικής και αχρήστευση της ηθικής, δεμένες αμφότερες με τους παλιούς «τόπους», σε εκείνη την παρελθοντική διάσταση: με μια εποχή στην οποία η ιστορία - στην ευρύτερη έννοια της, σαν δυνατότητα ύπαρξης στον καιρό της ανθρωπότητας- ήταν δεδομένη. Αυτό που θεωρούνταν σαν ένα «δεδομένο», όπως λέμε φυσικό, γίνεται -και αυτό, όπως σχεδόν τα πάντα τώρα πια- «απορριπτέο». Είναι, κατά μια έννοια, η αντίθετη διαδρομή σε σχέση με εκείνη στην οποία είχε καταλήξει ο Nietzsche πριν έναν αιώνα. Πρέπει να γεννηθεί η νέα ηθική με μια νέα προοπτική (η αναδιάρθρωση όλων των αξιών για έναν ανθρώπινο κόσμο ηγεμονευμένο όχι από το τίποτα αλλά από την αβεβαιότητα του ανθρώπου, από τη δυνατότητα του τίποτα σαν προϊόν του ανθρώπου), εμπνεόμενη από εκείνη την «ταπεινοφροσύνη του δημιουργήματος», που είναι το αντίθετο ακριβώς από τον υπεράνθρωπο, που βάφτισε τον περασμένο αιώνα.
Εκείνο που είναι θέμα συζήτησης, όπως μπορεί καλά κάποιος να καταλάβει, δεν είναι «μια» πολιτική -αυτή ή εκείνη η πολιτική ταυτότητα, αυτή η εκείνη η πολιτική «γραμμή» και επίσης αυτή ή εκείνη η «μορφή κυβέρνησης»-αλλά «Η» πολιτική. Ή, καλύτερα, μια ολοκληρωμένη σύλληψη πολιτικής. Ένας νέος «πολιτικός κανόνας». Εκείνο που θα μπορέσει να ονομασθεί ο «πολιτικός κανόνας των συγχρόνων». Η σύλληψη δηλαδή της πολιτικής ως σφαίρας «κυρίαρχης» δράσης, η ιδέα ότι το ανώτατο καλό, η «εσωτερική» ειρήνη και τα δικαιώματα των πολιτών στην κοινωνία της αναφοράς (στο κράτος) μπορούν να είναι εγγυημένα. Για να προσανατολίσουμε τη «συνείδηση» των σύγχρονων πολιτικών, αλλά και μεγάλο μέρος εκείνων των παλιών και νέων ανθρώπων που κριτικάρουν και αμφισβητούν τις «πολιτικές» τους, μάχονται ενάντια στη δράση τους και όμως, συνεχίζοντας να αντιλαμβάνονται την πολιτική σαν «πάλη για την εξουσία», σαν αντιπαράθεση «φίλος/εχθρός» βασισμένη στη «σχέση δύναμης», καταλήγουν να επιβεβαιώνουν τη θεμελιώδη σύλληψη της «πολιτικής». Για να εργαστούμε στο εσωτερικό εκείνου του «πολιτικού κανόνα των συγχρόνων» που, όπως ειπώθηκε, τέθηκε εκτός κυκλοφορίας από τις πραγματοποιούμενες μεταρρυθμίσεις ή, καλύτερα, αντιστράφηκε εντός των πολύπειρων και θεωρητικών του θεμέλιων από εργαλείο παραγωγής τάξης και «ασφάλειας», ατομικής και συλλογικής, σε ισχυρό παράγοντα αταξίας και αβεβαιότητας.
                  Μέχρι τη δεκαετία του 1990 κυρίαρχος διανοούμενος ήταν ο πολιτικός. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου κυρίαρχος διανοούμενος γίνεται ο οικονομολόγος. Συνέρχονται και αποφασίζουν οι πολιτικοί τα Σαββατοκύριακα για να προλάβουν τις αγορές, δηλαδή, ακολουθούν τους νόμους των αγορών και των οικονομολόγων. Οι αριθμοί βρίσκονται πάνω από τους ανθρώπους, αφού όροι όπως IFSF, ΕΛΣΤΑΤ, PSI, MSF, IMF κ.α. κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας. Για τους διανοούμενους όμως των Ανθρωπιστικών Σπουδών η κρίση έχει τελειώσει όταν αρχίζει η οικονομική κρίση, γιατί αυτή η τελευταία είναι το αποτέλεσμα της κρίσης ανθρωπιστικών αξιών και αρχών στην κοινωνία. Οι υλιστικές αξίες και ο εύκολος πλουτισμός υπήρξαν οι κυρίαρχες αξίες. Η φούσκα που έσκασε δεν ήταν των ακινήτων και των κινητών αλλά εκείνη των ανθρώπινων σχέσεων και των αξιών που είχαν διαρραγεί. Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες, που διαβλέπουν συνήθως τις κρίσεις, δεν εισακούγονται, ούτε υπάρχει επιλογή για επένδυση σε αυτές. Η Παιδεία, λίθος θεμελιώδης όλων των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, πλήττεται και παραγκωνίζεται. Οι ανθρωπιστικές σπουδές, που έχουν την εφαρμογή τους σε κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου, υποβαθμίζονται και σε συνθήκες κρίσης είναι οι πρώτες που ευτελίζονται, γιατί δεν έχουν «προοπτική». Όμως, η αναγέννηση του πολιτισμού και το ξεπέρασμα κάθε κρίσης προέρχονται από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αφού όλα τα ωραία και θαυμαστά έργα των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα των γραμμάτων.
Πιστεύω ότι μία τέτοια επαναφορά μας στις ανθρώπινες αξίες δίνει τη δύναμη να ξεπερασθούν τα άθλια αποτελέσματα της κυριαρχίας του χρήματος και των αγορών της εποχής μας και να ανατραπεί η επικρατούσα θεωρία ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.  

[1] Κ. Καβάφης, «Τείχη», 1896

Ομιλία στην εκδήλωση – συζήτηση, που έγινε στα πλαίσια του Money Show 2011, 17/12/2011 Hilton Hotel, Αθήνα. 

Ο κ. Ιωάννης Τσόλκας είναι Aναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας, Ιταλικής Λογοτεχνίας
και Ευρωπαικού Πολιτιμσού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
 http://www.kourdistoportocali.com