16 Ιουλ 2013

«Ο νέος ΚΦΕ τροχοπέδη στη δημιουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων»

του Δημήτρη Πανοζάχου

Για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο της πολιτικοοικονομικής ζωής της χώρας είναι το φορολογικό σύστημά μας. Αφορμή αποτελεί η επικείμενη ψήφιση του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος....

Η συνεχής και επαναλαμβανόμενη επανατοποθέτηση του Υπουργείου Οικονομικών και της Τρόικας επί των φορολογικών εσόδων, επιβεβαιώνει τη σημαντικότητα του αντικειμένου στην υπόθεση που λέγεται αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Πρέπει να ομολογήσω, ότι υπάρχουν τρία θετικά στοιχεία στον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος: α) Συζητούμε για νέο κώδικα, άρα αναφερόμαστε σε ολοκληρωμένη νομοθετική παρέμβαση στη φορολογία εισοδήματος και όχι αποσπασματική, όπως ήταν τα τελευταία τρία χρόνια. β) Ο νέος κώδικας έρχεται 19 χρόνια μετά τον προηγούμενο (ν. 2238/94) και με την πρώτη ματιά δείχνει πιο απλοποιημένος, καλύτερα δομημένος και προσαρμοσμένος στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα. γ) Θα περιοριστεί ο νομοθετικός πολυκερματισμός που υπάρχει σήμερα, ειδικά μετά τις πολλαπλές και αποσπασματικές νομοθετικές παρεμβάσεις πάση τύπου (νόμοι , ΠΔ, κλπ) που έλαβαν χώρα από το 2010 μέχρι σήμερα.
Βασικές παραλείψεις και λάθη
Υπάρχουν όμως τρία  βασικά στοιχεία που δείχνουν ότι διαφεύγει από τους συντάκτες του, ο τρόπος που η "φορολογία εισοδήματος" συμμετέχει στην επιδιωκόμενη και πολυπόθητη Οικονομική Ανάπτυξη.
Πρώτο ζήτημα είναι η μικρή κεφαλαιακή διάθρωση των ελληνικών επιχειρήσεων. Είναι ακατανόητο πώς σε μια χώρα που παλεύει με "νύχια και με δόντια" να δημιουργήσει ανταγωνιστική και εξωστρεφή παραγωγική οικονομία, σε ένα νέο φορολογικό νομοσχέδιο δεν συμπεριλαμβάνονται ευνοϊκές φορολογικές διατάξεις για συγχωνεύσεις, συμπράξεις και γενικά συνεργασίες μικρών επιχειρήσεων.  Η πληθώρα των μικρών επιχειρήσεων που διαθέτει η Ελλάδα, μπορεί να ταιριάζει στην κουλτούρα μας, αλλά σίγουρα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που ζούμε δεν βοηθά στην παραγωγή προϊόντων με ανταγωνιστικές τιμές. Η ένωση δυνάμεων πολλών επιχειρήσεων στην παραγωγή, πρώτα απ' όλα προκαλεί "οικονομίες κλίμακας" και αυτές βοηθούν στη μείωση του κόστους παραγωγής.
Σήμερα είναι σε ισχύ  ένας νόμος του 1972 (1297/72) και ένας του 1993 (2166/93) που δίνουν κάποια κίνητρα σε προσωπικές επιχειρήσεις να μετατραπούν σε κεφαλαιουχικές (ΑΕ, ΕΠΕ), αλλά είναι πλέον σίγουρο ότι δεν αρκούν. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται  ένα "σοκ" στον τομέα αυτό. Συνεργασία δεν μπορεί να σημαίνει για το φορολογικό νόμο, μόνο η δημιουργία κεφαλαιουχικών εταιριών. Μπορεί να είναι και η δημιουργία δικτύων κοινής προμήθειας υλικών, κοινής προώθησης πωλήσεων, κοινής χρήσης μηχανολογικού εξοπλισμού. Μπορεί συνεργασία να είναι η απευθείας κοινή παραγωγή αυτόνομων  γεωργών, κοινή  συγκομιδή κλπ.
Γιατί να μη δίνουμε φορολογικά κίνητρα για τη δημιουργία τέτοιων δικτύων; Δεν πρέπει να δούμε κατάματα κάποια στιγμή την πραγματικότητα στην ελληνική παραγωγή και να προωθηθούν πραγματικές μεταρρυθμίσεις;
Η πρώτη «επίσημη» αντίδραση σε τέτοιες προτάσεις είναι η έλλειψη φορολογικών εσόδων και η δυσκολία  νομοθέτησης  φοροαπαλλαγών. Είμαι υποχρεωμένος να σημειώσω ότι όταν οι επιχειρήσεις λειτουργούν με ζημίες και συνεπώς δεν καταβάλουν φόρους, είναι παράλογο να φοβάσαι τη μείωση των επιβαλλόμενων φόρων, γιατί τουλάχιστον στη δεύτερη περίπτωση εισπράττεις φόρους και δημιουργείς τις προϋποθέσεις να εισπράξεις ακόμη  περισσότερους με την ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Το δεύτερο που λέγεται είναι ότι ήδη ανακοινώθηκε πως τον Σεπτέμβριο θα γίνει συζήτηση για θεσμοθέτηση τέτοιων κινήτρων. Γνωρίζουμε όμως όλοι και το επαναλαμβάνουν οι κυβερνητικοί παράγοντες, ότι   "η οικονομία είναι πρώτα απ' όλα ψυχολογία" και δεν κατανοώ πώς συμβαδίζει αυτή η άποψη με την επιλογή πρώτα να ανακοινώνω τα νέα φορολογικά μέτρα και στη συνέχεια να  δεσμεύομαι να συζητήσω τυχόν κίνητρα για όσους επιλέγουν να παραμένουν "αγωνιστές της καθημερινής μάχης" στην παραγωγή. Κάποτε πρέπει να αρχίσουν να συμβαδίζουν "τα λόγια με τις πράξεις",  γιατί χωρίς να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους οι διοικούντες, δεν  μπορούν να ελπίζουν σε αναγνώριση των προσπαθειών τους από τους πολίτες.
Πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους, ότι χωρίς άμεση  μείωση του κόστους παραγωγής σε τομείς πέρα από το εργατικό κόστος,  δεν είναι δυνατόν να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία μας, ακόμη και αν το εργατικό κόστος περιοριστεί ακόμη περισσότερο.
Το δεύτερο που διαφεύγει του Υπουργείου Οικονομικών, είναι η δημιουργία ασφαλούς φορολογικού περιβάλλοντος. Δεν υπάρχει ούτε μια διάταξη που να δεσμεύει το Υπουργείο Οικονομικών ότι θα ισχύει ό,τι ψηφίζεται σήμερα. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά μετά την εμπειρία του Ν. 3943/11 που μέχρι να έρθει η ώρα εφαρμογής των διατάξεων του έπαψαν να ισχύουν,  γιατί είχαν καταργηθεί με ψήφιση άλλου νόμου, αλλά και τη συνεχή ανακοίνωση σκέψεων του Υπουργείου Οικονομικών, που συνεχώς μεταβάλλονται και τελικά χρειάζεται υπεράνθρωπες προσπάθειες για να εντοπίσεις τι ισχύει,  είναι λογικό ότι οι επιχειρήσεις αναζητούν προστασία σε σταθερές διατάξεις του φορολογικού νόμου. Δεν μπορεί κανείς πλέον να προγραμματίσει στη χώρα. Χρειάζεται μια "Πυθία" για να γίνουν κοστολογικοί υπολογισμοί παραγωγής όταν δίνεται προσφορά σε ξένο πελάτη, γιατί είναι άγνωστο τι θα ισχύει όταν θα εκτελείται η συγκεκριμένη παραγγελία.
Θα μπορούσε να υπάρχει νομοθετικά η ελάχιστη  χρονική δέσμευση για την ισχύ του συγκεκριμένου φορολογικού καθεστώτος. Καθημερινά λέγονται και γράφονται για τη φοροδιαφυγή, αλλά τίποτα δεν λέγεται για το κόστος που επωμίζονται οι εταιρίες από τις παλινδρομήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο τελικά καθιστά μη ανταγωνιστικά τα παραγόμενα προϊόντα στην πατρίδα μας. Ήρθε η ώρα να δεσμευτεί και το κράτος έναντι των επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να θέσει όρους με τους οποίους θα είχαν δικαίωμα οι επιχειρήσεις να παραμένουν σε προσδιορισμένο χρονικά  σταθερό φορολογικό καθεστώς, με το οποίο πραγματοποίησαν τις επενδύσεις τους.
Τρίτο και τελευταίο είναι η τιμωρία που προωθεί το Υπουργείο Οικονομικών σε όσους εφαρμόζουν λογιστικές μεθόδους μεγαλύτερης διαφάνειας. Με το Ν 4110/2013, αν η ίδια επιχείρηση τηρεί λογιστικά βιβλία διπλογραφικού συστήματος, πληρώνει επιπλέον  φόρο  10% στα διανεμόμενα κέρδη, από την περίπτωση που τηρούσε λογιστικά βιβλία απλογραφικού συστήματος.  Δυστυχώς  αυτή η  διάταξη διατηρείται και με το Νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Το Υπουργείο Οικονομικών πρέπει να αποφασίσει αν θέλει διαφάνεια στην τήρηση των λογιστικών βιβλίων ή όχι.
Με διάφορες νομοθετικές ενέργειές του  προωθεί το συνεχή περιορισμό των συναλλαγών με μετρητά και αντικατάστασή τους με πιστωτικές κάρτες , επιταγές κλπ. Το απλογραφικό λογιστικό σύστημα όμως, δεν δίνει τέτοιες πληροφορίες και τιμωρεί φορολογικά όσες επιχειρήσεις τηρούν λογιστικό σύστημα που δίνει αυτές τις πληροφορίες.
Πρακτικά και ουσιαστικά το Υπουργείο Οικονομικών προτρέπει τις επιχειρήσεις να τηρούν λογιστικά βιβλία που ενσωματώνουν λιγότερες πληροφορίες για τις συναλλαγές τους. Ο φόρος οπότε που θα πληρώνει μια επιχείρηση, δεν είναι απόρροια μόνο της κερδοφορίας της, αλλά και της κατηγορίας των λογιστικών της βιβλίων.
Με αυτή τη διάταξη όμως, δίνεται και ένα αρνητικό μήνυμα σε όσες επιχειρήσεις  επιδίωκαν να συνεργαστούν είτε συγχωνευόμενες, είτε κοινοπρακτούσες κλπ, γιατί όλα τα νομικά πρόσωπα που προκύπτουν από τέτοιες συνεργασίες, υποχρεούνται να τηρούν λογιστικά βιβλία διπλογραφικού λογιστικού συστήματος και συνεπώς να πληρώνουν επιπλέον φόρο. Έμπρακτα λοιπόν η πολιτεία αποτρέπει τις επιχειρήσεις να προβούν σε " οικονομίες κλίμακας" και να προσπαθήσουν να παράγουν φτηνότερα προϊόντα.
Ενώ  η ίδια η πολιτεία δηλώνει  ότι δεν μπορεί να ενισχύσει τις μειώσεις φόρων  με τη φορολογική διάκριση ανάλογα με τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία, υποδεικνύει τρόπο πληρωμής λιγότερων φόρων, συνεχίζοντας το ίδιο μη αποτελεσματικό μοντέλο εργασίας των επιχειρήσεων που επιθυμεί να αλλάξει!
Είναι επιτακτική ανάγκη να έχουμε μόνιμα στραμμένη την προσοχή μας στην παραγωγική διαδικασία της χώρας. Όσες μειώσεις προσωπικού και αν γίνουν στο δημόσιο, όσο και να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές, είναι αδύνατον να επιτύχουμε την απεξάρτησή μας από τη  Τρόικα,  αν δεν επιτύχουμε καλύτερη παραγωγική διαδικασία και αυτή είναι εξαρτώμενη των πάντων και ειδικότερα όλων των οικονομικών μέτρων, είτε αυτά ανήκουν στην μικροοικονομία, είτε στην μακροοικονομία.