Το τρίτο στάδιο του κοινωνικού αυτοματισμού
Σκηνή πρώτη νωπή: Σε ένα τρόλεϊ έχει ζωηρέψει η συζήτηση επιβατών
για την ΕΡΤ. Κάποιος φωνάζει διακηρύσσοντας την τελική, αδιαπραγμάτευτη
ετυμηγορία του: «Εμένα ο γιός μου ζει με 500 ευρώ τον μήνα...
Να ζήσουν κι αυτοί με τόσα .. ». (Αν οι σύγχρονες ιλαροτραγωδίες
διέθεταν κάποιου είδους χορό, μάλλον στο χορικό η φράση του
αναψοκοκκινισμένου πατέρα θα σχολιαζόταν κάπως έτσι: «Ξέρουμε νέους
πτυχιούχους που ζουν με 350 ευρώ.
Με βάση την δική του λογική να παίρνει τόσα κι ο…γιός του»).
Σκηνή πρώτη νωπή: Σε ένα τρόλεϊ έχει ζωηρέψει η συζήτηση επιβατών
για την ΕΡΤ. Κάποιος φωνάζει διακηρύσσοντας την τελική, αδιαπραγμάτευτη
ετυμηγορία του: «Εμένα ο γιός μου ζει με 500 ευρώ τον μήνα. Να ζήσουν κι
αυτοί με τόσα .. ». (Αν οι σύγχρονες ιλαροτραγωδίες διέθεταν κάποιου
είδους χορό, μάλλον στο χορικό η φράση του αναψοκοκκινισμένου πατέρα θα
σχολιαζόταν κάπως έτσι: «Ξέρουμε νέους πτυχιούχους που ζουν με 350 ευρώ.
Με βάση την δική του λογική να παίρνει τόσα κι ο γιός του»).
Σκηνή δεύτερη –με γυναικεία φωνή αυτή: «Ας τους απολύσουν στην ΕΡΤ.
Καλά να πάθουν, γιατί, όταν εγώ δούλευα σαν σκυλί, όλοι αυτοί έλεγαν πως
έκανα λευκή απεργία. Εμείς δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Αυτοί γιατί να
έχουν σίγουροι δουλειά;». (Λόγια υπαλλήλου μιας αθηναϊκής ΔΥΟ, που
βαίνει προς συγχώνευση, συρρίκνωση και μετακόμιση σε απόσταση 23
χιλιομέτρων από την πόλη- ναι, αυτό που λέγεται «μεταρρυθμιστικός
ορθολογισμός».
Ολοι, σκάρτοι λοιπόν. Και απαράδεκτη η σιγουριά πως εργάζεσαι και αύριο.
Ο χορός μάλλον θα αναρωτιόταν πόσες φορές τα λούστηκε αυτά η υπάλληλος
της ΔΥΟ, προτού τα εκτοξεύσει η ίδια).
Τέτοιες είναι οι τωρινές εκφράσεις του «κοινωνικού αυτοματισμού», ο
οποίος πάντως, μολονότι ονομάζεται έτσι, ουδέποτε επαφίεται μόνο στην
προσδοκία ότι θα ξεπηδά αυτομάτως, ανά πάσα στιγμή από την χαιρεκακία
των «κάτω». Αυτό δα έλειπε. Χρειάζεται διαρκείς προτροπή και μεθόδευση
άνωθεν. Μας το θύμισε προσφάτως εντονότερα και από το πρωθυπουργικό
όψιμο θρήνο για τους απολυμένους δημοσιογράφους των ιδιωτικών ΜΜΕ, η
εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Αννα Ασημακοπούλου. Ανερυθρίαστα είπε η
ερίτιμος κυρία στον Antenna ότι απολύσεις τύπου ΕΡΤ είναι αναγκαίες για
να μην κλείσουν περισσότερα .. σχολεία. (Εν προκειμένω ο χορός μάλλον θα
θύμιζε το αρχαιοελληνικό σόφισμα «ράβδος εν γωνία άρα βρέχει». Ενίοτε
αρλούμπες).
Η αλήθεια είναι ότι ο «κοινωνικός αυτοματισμός» έχει τροποποιηθεί
στα χρόνια που παρήλθαν από την πρώιμη εποχή της πρωθυπουργίας Σημίτη
όταν και λανσαρίστηκε ο όρος στα καθ’ ημάς, από τα χείλη του τότε
κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Ρέππα, ως προειδοποίηση για τους αγρότες
που έκλειναν τις εθνικές οδούς.
Προτού εστιάσει κανείς την προσοχή του στην εξέλιξη του κοινωνικού
αυτοματισμού επιβεβλημένο είναι να δει το σταθερό του υπόβαθρο, αλλά και
τις επίσης αναλλοίωτες, ακλόνητες, «αξίες χρήσης» του. Ως βάση του
κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί το περίφημο δόγμα της Μαρκαρετ Θάτσερ: «Δεν
υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες». Αρα δεν υφίσταται έννοια
κοινωνικού δικαιώματος. Ούτε καν κριτήρια που υπαγορεύουν ότι μια
κοινωνική κατηγορία ή ομάδα θα ωφεληθεί εάν, παραδείγματος χάρη, οι
διεκδικήσεις κάποια άλλης προκαλέσουν ρωγμές στην εφαρμοζόμενη
οικονομική πολιτική. Υπάρχουν μόνο στριμωγμένα ατομικά καβούκια, που
ενοχλούνται όταν κινούνται τα διπλανά.
Πόλύ πριν γίνει «νονός» ο Ρέππας η εξουσία και οι διάφορες
ε-ΜΜΕ-τικές «συνιστώσες» της είχαν ήδη τροποποιήσει το δόγμα Θάτσερ.
Οσοι διεκδικούν είναι άτομα ή «συντεχνίες» αλλά αυτοί που κάθε φορά
ενοχλούνται –ή παρακινούνται να ενοχληθούν- ανασυγκροτούνται –ω του
θαύματος!- σε «κοινωνικό σύνολο». Ο κοινωνικός αυτοματισμός απειλεί τους
«ατίθασους» ότι θα βρουν μπροστά τους «ισοϋψείς» τους προτού δουν τα
ΜΑΤ και τα χαρτιά επιστρατεύσεων. Αλλά κι αν δεν έχουν αυτοπροσώπως τους
αγανακτισμένους της διπλανής πόρτας θα έχουν λουστεί τόση αποδοκιμασία
ώστε τα ΜΑΤ, οι επιστρατεύσεις, οι απαγορεύσεις απεργιών –κι αύριο ίσως
και συλλαλητηρίων- θα φαντάζουν ως νέμεσις. Κι αν οι δυσφορία του κόσμου
δεν φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα; Ε, τότε τα «ρεπορτάζ» των ΜΜΕ κάνουν
οποιονδήποτε σκέπτεται διαφορετικά να αναρωτιέται μήπως έχει μείνει
μόνος.
Διαχρονική είναι επίσης η ικανότητα του «αυτοματισμού» να αλλάζει
διαρκώς τους στόχους της μοχθηρίας του, καθώς και τα υποτιθέμενα
αντικείμενα της «φιλευσπλαχνίας» του. Μήπως οι «ανεύθυνοι» αγρότες του
1996-97 δεν έγιναν ταχύτατα, τα συμπαθεί αθώα θύματα μιας απεργίας των
ναυτεργατών; Μήπως οι «παπαγάλοι» δεν μνημόνευαν διαρκώς τους
εκπαιδευτικούς τον περασμένο Ιανουάριο όταν απεργούσαν οι εργαζόμενοι
στο Μετρό; Σταθερή η επωδός: «Πώς ζητούν εξαίρεση από το ενιαίο
μισθολόγιο αυτοί, όταν εντάσσονται οι εκπαιδευτικοί που έχουν φάει τα
νιάτα τους στο διάβασμα;». Λίγους μήνες αργότερα οι παρ’ ολίγον απεργοί
εκπαιδευτικοί δεν είχαν μετατραπεί σε αντικοινωνικά ανάλγητα τέρατα;
Μήπως σε κομ-ΜΑΤ-ιάστηκε η καθεστωτική μάσκα συμπάθειας προς τους
αδικημένους απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα, όταν σήκωσαν κεφάλι οι
εργαζόμενοι σε Χαλυβουργία και Σκαραμαγκά;
Στα χρόνια Των Μνημονίων όμως, ο κοινωνικός αυτοματισμός ανέβηκε δυο
σκαλοπάτια, ικανά να του προσδώσουν χαρακτηριστικά απόλυτου κοινωνικού
κανιβαλισμού. Τώρα πλέον στόχος του δεν είναι μόνο οι «απείθαρχοι».
Είναι και όσοι κάθονται στα αβγά τους κι απλώς έχουν χάσει λιγότερα από
όσα οι «αυτοματοποιημένοι».
Το πρώτο απ τα δυο σκαλοπάτια ανέβηκε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» στη
χαραυγή των μνημονίων. Βασίστηκε στην απατηλή μεν αλλά ευρύτατα
διαδεδομένη ιδέα ότι κάποια σχέση αιτίου-αιτιατού μετατρέπει τα παθήματα
των «προνομιούχων» σε προστασία των «καλών». Χαρακτηριστική περίπτωση η
καλλιέργεια μαζικής ψύχωσης σε βάρος του συνόλου των εργαζομένων στον
δημόσιο τομέα, στο έδαφος μιας προσδοκίας-φενάκης: «Οσο περισσότερο
μειωθεί ο μισθός τους και όσοι περισσότεροι από αυτούς εκδιωχθούν, τόσο
λιγότερες θυσίες θα ζητήσουν οι δανειστές από τους υπολοίπους». Σε
επιθετικότερη κατοπινή εκδοχή: «Την πληρώνουμε όλοι επειδή δεν
απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι».
Ψευδές; Φυσικά, διότι οι ίδιες οι «γραφές» των δανειακών συμβάσεων
υπαγόρευαν αυτό που ακολούθησε: η καταβαράθρωση μισθών, η πολτοποίηση
στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων και η διευκόλυνση των απολύσεων στον
ιδιωτικό τομέα αποτελούσε ούτως ή άλλως έναν κεντρικό, αυθύπαρκτο στόχο
για την επίτευξη «ανταγωνιστικότητας κινέζικου τύπου». Όχι κάποιο
αντίτιμο για την υποτιθέμενη «ανθεκτικότητα» του Δημοσίου.
Ο ¨κοινωνικός αυτοματισμός» στρογγυλοκάθισε μάλλον άνετα σε αυτό το
σκαλοπάτι και παρέμεινε ισχυρός, ακόμη και σε περιόδους έξαρσης λαϊκών
κινητοποιήσεων. Η άνεση του αυτή ανέδειξε συν τοις άλλοις ένα τεράστιο
πρόβλημα: οι μηχανισμοί της κυρίαρχης «ενημέρωσης» αφήνουν λιγοστές
χαραμάδες για να φανεί τι πραγματικά συμβαίνει και στον αντίποδα η
Αριστερά ελάχιστα πράγματα επιδίωξε ή κατόρθωσε να κάνει. Διότι,
σύμφωνοι, θα ουρανοβατούσε όποις ανέμενε από την πλειονότητα της
κοινωνίας να γνωρίζει π.χ ότι στα 15 χρόνια που προηγήθηκαν των
μνημονίων οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα ήταν στο 45,9% του ΑΕΠ, όταν
το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ των «15» ανερχόταν στο 47,7%. Θα ήταν ίσως
απίθανο να γνωρίζουν οι πολλοί, και να εξάγουν τα ανάλογα συμπεράσματα
ότι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας εστιαζόταν όχι σε κάποιο γενικό όργιο
σπατάλης, αλλά στα ανεπαρκή δημόσια έσοδα που –το ίδιο διάστημα- ήταν
39,4% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ έφτανε στο 45,1%. Π ως να
χωνέψεις όμως ότι εξακολουθούν να έχουν πέραση οι τερατολογίες για τον
αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων στη χώρα, λες και δεν έγινε ποτέ εκείνη η
απογραφή που εκ των προτέρων διαφημίστηκε κατά κόρον και εκ των υστέρων
ξεχάστηκε;
Κι έπειτα; Επειτα ο «κοινωνικός αυτοματισμός» ανέβηκε στο τρίτο
επίπεδο. Εκεί φλερτάρει έντονα με τον κοινωνικό εκφασισμό αλλά και τον
κρετινισμό. Οι «αυτοματοποιημένοι» καλούνται να ξεσπάσουν εναντίον των
άλλων, έστω και χωρίς την αυταπάτη ότι έτσι θα αποκομίσουν από το
όφελος. Σε μια εποχή στην οποία τόσοι «νοικοκυραίοι» δεν ξέρουν αν θα
σώσουν τις τραπεζικές καταθέσεις ή και το σπίτι τους, την αναρρίχηση του
«αυτοματισμού» σε αυτό το τρίτο επίπεδο την επέβαλλε η αδυναμία του
καθεστώτος να πετύχει το «διαίρει και βασίλευε» μέσω μιας σοβαρής
πολιτικής κοινωνικών συμμαχιών. Την επέβαλε όμως και η δύναμη των
εξελίξεων: σήμερα είναι εκ των πραγμάτων απείρως μικρότερη απ’ το 2010 ή
το 2011 η διεισδυτικότητα της ιδέας ότι για τα εκατομμύρια των ανέργων
ευθύνονται οι καθαρίστριες του Δημοσίου ή οι ταξιτζήδες που αρνούνται
την «απελευθέρωση» του επαγγέλματος και όχι ο κτηνώδης φαύλος κύκλος
φτώχειας-ύφεσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η «ανάγκη απολύσεων στο Δημόσιο» ολοένα και
σπανιότερα προβάλλεται με την επίκληση κάποιου κοινωνικού «ισοδύναμου»
που θα ευεργετήσει άλλους. Προβάλλεται πλέον με το «επιχείρημα» ότι
«έτσι είναι δικαιότερη η κατανομή των θυσιών» κάτι που ασφαλώς
προϋποθέτει την αποδοχή του αξιώματος πως ο μινώταυρος της
«δημοσιονομικής προσαρμογής» είναι ανίκητος αν όχι μακροπρόθεσμα
χρήσιμος.
Που μπορεί να φτάσει ο «κοινωνικός αυτοματισμός»; Καθένας εναντίον
όλων; Πολλαπλοί παράλληλα πόλεμοι; Εργαζόμενοι των 500 ευρώ εναντίον
όσων «ζουν» με 650 ευρώ; Ανεργοι εναντίον απασχολούμενων; Ανθρωποι που
μαθαίνουν ότι κλείνει ο παιδικός σταθμός της γειτονιάς τους και
παρηγορούνται με την σκέψη πως τουλάχιστον παίρνουν πόδι μερικοί ακόμα
δημόσιοι υπάλληλοι;
Στο τρίτο του στάδιο ο «κοινωνικός αυτοματισμός» μόνο ένα υπόσχεται
στους μοναχικούς πιστού του: την «ικανοποίηση» που απορρέει από τη
διαπίστωση ότι δεν είναι οι μόνοι «χαμένοι». Και η Αριστερά κινδυνεύει
να εξελιχθεί σε «χαμένο» ασύλληπτα ιστορικών διαστάσεων εάν δεν
προβάλλει –όσο είναι ακόμα καιρός- όραμα που θα πείθει ότι υπάρχει
τρόπος να πεθάνει ο μινώταυρος, αλλά και ζωή μετά απ’ αυτόν. Αυτή της η
υποχρέωση μάλιστα θα πρέπει να εξειδικεύεται και στα απλούστερα
κινηματικά παιδία. Διότι καλό το αξίωμα πως «χαμένος αγώνας είναι αυτός
που δεν δόθηκε» αλλά η παρατεταμένη έλλειψει νικηφόρων έστω και
επιμέρους μαχών εκτρέφει απογοήτευση, που στους ρευστούς και σκληρούς
καιρούς μας μπορεί να ενισχύσει κάποια μορφής και βαθμίδας «κοινωνικό
αυτοματισμό»: επιθυμεί κάποιος να δει την κυβέρνηση να σπάει τα μούτρα
της αλλά διαψεύδεται τρεις τέσσερις φορές, Ε, την πέμπτη αν πέσει πάνω
σε διαδήλωση απεργών ίσως φωνάξει: «Αφήστε με τουλάχιστον, ρε κερατάδες
να πάω στη δουλειά μου, όσο ακόμα εργάζομαι!».
Υπάρχει τέταρτο στάδιο «αυτοματισμού»; Είθε να μην το μάθουμε ποτέ.
Σκηνή δεύτερη –με γυναικεία φωνή αυτή: «Ας τους απολύσουν στην ΕΡΤ.
Καλά να πάθουν, γιατί, όταν εγώ δούλευα σαν σκυλί, όλοι αυτοί έλεγαν πως
έκανα λευκή απεργία. Εμείς δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Αυτοί γιατί να
έχουν σίγουροι δουλειά;». (Λόγια υπαλλήλου μιας αθηναϊκής ΔΥΟ, που
βαίνει προς συγχώνευση, συρρίκνωση και μετακόμιση σε απόσταση 23
χιλιομέτρων από την πόλη- ναι, αυτό που λέγεται «μεταρρυθμιστικός
ορθολογισμός».
Ολοι, σκάρτοι λοιπόν. Και απαράδεκτη η σιγουριά πως εργάζεσαι και αύριο.
Ο χορός μάλλον θα αναρωτιόταν πόσες φορές τα λούστηκε αυτά η υπάλληλος
της ΔΥΟ, προτού τα εκτοξεύσει η ίδια).
Τέτοιες είναι οι τωρινές εκφράσεις του «κοινωνικού αυτοματισμού», ο
οποίος πάντως, μολονότι ονομάζεται έτσι, ουδέποτε επαφίεται μόνο στην
προσδοκία ότι θα ξεπηδά αυτομάτως, ανά πάσα στιγμή από την χαιρεκακία
των «κάτω». Αυτό δα έλειπε. Χρειάζεται διαρκείς προτροπή και μεθόδευση
άνωθεν. Μας το θύμισε προσφάτως εντονότερα και από το πρωθυπουργικό
όψιμο θρήνο για τους απολυμένους δημοσιογράφους των ιδιωτικών ΜΜΕ, η
εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Αννα Ασημακοπούλου. Ανερυθρίαστα είπε η
ερίτιμος κυρία στον Antenna ότι απολύσεις τύπου ΕΡΤ είναι αναγκαίες για
να μην κλείσουν περισσότερα .. σχολεία. (Εν προκειμένω ο χορός μάλλον θα
θύμιζε το αρχαιοελληνικό σόφισμα «ράβδος εν γωνία άρα βρέχει». Ενίοτε
αρλούμπες).
Η αλήθεια είναι ότι ο «κοινωνικός αυτοματισμός» έχει τροποποιηθεί
στα χρόνια που παρήλθαν από την πρώιμη εποχή της πρωθυπουργίας Σημίτη
όταν και λανσαρίστηκε ο όρος στα καθ’ ημάς, από τα χείλη του τότε
κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Ρέππα, ως προειδοποίηση για τους αγρότες
που έκλειναν τις εθνικές οδούς.
Προτού εστιάσει κανείς την προσοχή του στην εξέλιξη του κοινωνικού
αυτοματισμού επιβεβλημένο είναι να δει το σταθερό του υπόβαθρο, αλλά και
τις επίσης αναλλοίωτες, ακλόνητες, «αξίες χρήσης» του. Ως βάση του
κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί το περίφημο δόγμα της Μαρκαρετ Θάτσερ: «Δεν
υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες». Αρα δεν υφίσταται έννοια
κοινωνικού δικαιώματος. Ούτε καν κριτήρια που υπαγορεύουν ότι μια
κοινωνική κατηγορία ή ομάδα θα ωφεληθεί εάν, παραδείγματος χάρη, οι
διεκδικήσεις κάποια άλλης προκαλέσουν ρωγμές στην εφαρμοζόμενη
οικονομική πολιτική. Υπάρχουν μόνο στριμωγμένα ατομικά καβούκια, που
ενοχλούνται όταν κινούνται τα διπλανά.
Πόλύ πριν γίνει «νονός» ο Ρέππας η εξουσία και οι διάφορες
ε-ΜΜΕ-τικές «συνιστώσες» της είχαν ήδη τροποποιήσει το δόγμα Θάτσερ.
Οσοι διεκδικούν είναι άτομα ή «συντεχνίες» αλλά αυτοί που κάθε φορά
ενοχλούνται –ή παρακινούνται να ενοχληθούν- ανασυγκροτούνται –ω του
θαύματος!- σε «κοινωνικό σύνολο». Ο κοινωνικός αυτοματισμός απειλεί τους
«ατίθασους» ότι θα βρουν μπροστά τους «ισοϋψείς» τους προτού δουν τα
ΜΑΤ και τα χαρτιά επιστρατεύσεων. Αλλά κι αν δεν έχουν αυτοπροσώπως τους
αγανακτισμένους της διπλανής πόρτας θα έχουν λουστεί τόση αποδοκιμασία
ώστε τα ΜΑΤ, οι επιστρατεύσεις, οι απαγορεύσεις απεργιών –κι αύριο ίσως
και συλλαλητηρίων- θα φαντάζουν ως νέμεσις. Κι αν οι δυσφορία του κόσμου
δεν φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα; Ε, τότε τα «ρεπορτάζ» των ΜΜΕ κάνουν
οποιονδήποτε σκέπτεται διαφορετικά να αναρωτιέται μήπως έχει μείνει
μόνος.
Διαχρονική είναι επίσης η ικανότητα του «αυτοματισμού» να αλλάζει
διαρκώς τους στόχους της μοχθηρίας του, καθώς και τα υποτιθέμενα
αντικείμενα της «φιλευσπλαχνίας» του. Μήπως οι «ανεύθυνοι» αγρότες του
1996-97 δεν έγιναν ταχύτατα, τα συμπαθεί αθώα θύματα μιας απεργίας των
ναυτεργατών; Μήπως οι «παπαγάλοι» δεν μνημόνευαν διαρκώς τους
εκπαιδευτικούς τον περασμένο Ιανουάριο όταν απεργούσαν οι εργαζόμενοι
στο Μετρό; Σταθερή η επωδός: «Πώς ζητούν εξαίρεση από το ενιαίο
μισθολόγιο αυτοί, όταν εντάσσονται οι εκπαιδευτικοί που έχουν φάει τα
νιάτα τους στο διάβασμα;». Λίγους μήνες αργότερα οι παρ’ ολίγον απεργοί
εκπαιδευτικοί δεν είχαν μετατραπεί σε αντικοινωνικά ανάλγητα τέρατα;
Μήπως σε κομ-ΜΑΤ-ιάστηκε η καθεστωτική μάσκα συμπάθειας προς τους
αδικημένους απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα, όταν σήκωσαν κεφάλι οι
εργαζόμενοι σε Χαλυβουργία και Σκαραμαγκά;
Στα χρόνια Των Μνημονίων όμως, ο κοινωνικός αυτοματισμός ανέβηκε δυο
σκαλοπάτια, ικανά να του προσδώσουν χαρακτηριστικά απόλυτου κοινωνικού
κανιβαλισμού. Τώρα πλέον στόχος του δεν είναι μόνο οι «απείθαρχοι».
Είναι και όσοι κάθονται στα αβγά τους κι απλώς έχουν χάσει λιγότερα από
όσα οι «αυτοματοποιημένοι».
Το πρώτο απ τα δυο σκαλοπάτια ανέβηκε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» στη
χαραυγή των μνημονίων. Βασίστηκε στην απατηλή μεν αλλά ευρύτατα
διαδεδομένη ιδέα ότι κάποια σχέση αιτίου-αιτιατού μετατρέπει τα παθήματα
των «προνομιούχων» σε προστασία των «καλών». Χαρακτηριστική περίπτωση η
καλλιέργεια μαζικής ψύχωσης σε βάρος του συνόλου των εργαζομένων στον
δημόσιο τομέα, στο έδαφος μιας προσδοκίας-φενάκης: «Οσο περισσότερο
μειωθεί ο μισθός τους και όσοι περισσότεροι από αυτούς εκδιωχθούν, τόσο
λιγότερες θυσίες θα ζητήσουν οι δανειστές από τους υπολοίπους». Σε
επιθετικότερη κατοπινή εκδοχή: «Την πληρώνουμε όλοι επειδή δεν
απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι».
Ψευδές; Φυσικά, διότι οι ίδιες οι «γραφές» των δανειακών συμβάσεων
υπαγόρευαν αυτό που ακολούθησε: η καταβαράθρωση μισθών, η πολτοποίηση
στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων και η διευκόλυνση των απολύσεων στον
ιδιωτικό τομέα αποτελούσε ούτως ή άλλως έναν κεντρικό, αυθύπαρκτο στόχο
για την επίτευξη «ανταγωνιστικότητας κινέζικου τύπου». Όχι κάποιο
αντίτιμο για την υποτιθέμενη «ανθεκτικότητα» του Δημοσίου.
Ο ¨κοινωνικός αυτοματισμός» στρογγυλοκάθισε μάλλον άνετα σε αυτό το
σκαλοπάτι και παρέμεινε ισχυρός, ακόμη και σε περιόδους έξαρσης λαϊκών
κινητοποιήσεων. Η άνεση του αυτή ανέδειξε συν τοις άλλοις ένα τεράστιο
πρόβλημα: οι μηχανισμοί της κυρίαρχης «ενημέρωσης» αφήνουν λιγοστές
χαραμάδες για να φανεί τι πραγματικά συμβαίνει και στον αντίποδα η
Αριστερά ελάχιστα πράγματα επιδίωξε ή κατόρθωσε να κάνει. Διότι,
σύμφωνοι, θα ουρανοβατούσε όποις ανέμενε από την πλειονότητα της
κοινωνίας να γνωρίζει π.χ ότι στα 15 χρόνια που προηγήθηκαν των
μνημονίων οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα ήταν στο 45,9% του ΑΕΠ, όταν
το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ των «15» ανερχόταν στο 47,7%. Θα ήταν ίσως
απίθανο να γνωρίζουν οι πολλοί, και να εξάγουν τα ανάλογα συμπεράσματα
ότι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας εστιαζόταν όχι σε κάποιο γενικό όργιο
σπατάλης, αλλά στα ανεπαρκή δημόσια έσοδα που –το ίδιο διάστημα- ήταν
39,4% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ έφτανε στο 45,1%. Π ως να
χωνέψεις όμως ότι εξακολουθούν να έχουν πέραση οι τερατολογίες για τον
αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων στη χώρα, λες και δεν έγινε ποτέ εκείνη η
απογραφή που εκ των προτέρων διαφημίστηκε κατά κόρον και εκ των υστέρων
ξεχάστηκε;
Κι έπειτα; Επειτα ο «κοινωνικός αυτοματισμός» ανέβηκε στο τρίτο
επίπεδο. Εκεί φλερτάρει έντονα με τον κοινωνικό εκφασισμό αλλά και τον
κρετινισμό. Οι «αυτοματοποιημένοι» καλούνται να ξεσπάσουν εναντίον των
άλλων, έστω και χωρίς την αυταπάτη ότι έτσι θα αποκομίσουν από το
όφελος. Σε μια εποχή στην οποία τόσοι «νοικοκυραίοι» δεν ξέρουν αν θα
σώσουν τις τραπεζικές καταθέσεις ή και το σπίτι τους, την αναρρίχηση του
«αυτοματισμού» σε αυτό το τρίτο επίπεδο την επέβαλλε η αδυναμία του
καθεστώτος να πετύχει το «διαίρει και βασίλευε» μέσω μιας σοβαρής
πολιτικής κοινωνικών συμμαχιών. Την επέβαλε όμως και η δύναμη των
εξελίξεων: σήμερα είναι εκ των πραγμάτων απείρως μικρότερη απ’ το 2010 ή
το 2011 η διεισδυτικότητα της ιδέας ότι για τα εκατομμύρια των ανέργων
ευθύνονται οι καθαρίστριες του Δημοσίου ή οι ταξιτζήδες που αρνούνται
την «απελευθέρωση» του επαγγέλματος και όχι ο κτηνώδης φαύλος κύκλος
φτώχειας-ύφεσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η «ανάγκη απολύσεων στο Δημόσιο» ολοένα και
σπανιότερα προβάλλεται με την επίκληση κάποιου κοινωνικού «ισοδύναμου»
που θα ευεργετήσει άλλους. Προβάλλεται πλέον με το «επιχείρημα» ότι
«έτσι είναι δικαιότερη η κατανομή των θυσιών» κάτι που ασφαλώς
προϋποθέτει την αποδοχή του αξιώματος πως ο μινώταυρος της
«δημοσιονομικής προσαρμογής» είναι ανίκητος αν όχι μακροπρόθεσμα
χρήσιμος.
Που μπορεί να φτάσει ο «κοινωνικός αυτοματισμός»; Καθένας εναντίον
όλων; Πολλαπλοί παράλληλα πόλεμοι; Εργαζόμενοι των 500 ευρώ εναντίον
όσων «ζουν» με 650 ευρώ; Ανεργοι εναντίον απασχολούμενων; Ανθρωποι που
μαθαίνουν ότι κλείνει ο παιδικός σταθμός της γειτονιάς τους και
παρηγορούνται με την σκέψη πως τουλάχιστον παίρνουν πόδι μερικοί ακόμα
δημόσιοι υπάλληλοι;
Στο τρίτο του στάδιο ο «κοινωνικός αυτοματισμός» μόνο ένα υπόσχεται
στους μοναχικούς πιστού του: την «ικανοποίηση» που απορρέει από τη
διαπίστωση ότι δεν είναι οι μόνοι «χαμένοι». Και η Αριστερά κινδυνεύει
να εξελιχθεί σε «χαμένο» ασύλληπτα ιστορικών διαστάσεων εάν δεν
προβάλλει –όσο είναι ακόμα καιρός- όραμα που θα πείθει ότι υπάρχει
τρόπος να πεθάνει ο μινώταυρος, αλλά και ζωή μετά απ’ αυτόν. Αυτή της η
υποχρέωση μάλιστα θα πρέπει να εξειδικεύεται και στα απλούστερα
κινηματικά παιδία. Διότι καλό το αξίωμα πως «χαμένος αγώνας είναι αυτός
που δεν δόθηκε» αλλά η παρατεταμένη έλλειψει νικηφόρων έστω και
επιμέρους μαχών εκτρέφει απογοήτευση, που στους ρευστούς και σκληρούς
καιρούς μας μπορεί να ενισχύσει κάποια μορφής και βαθμίδας «κοινωνικό
αυτοματισμό»: επιθυμεί κάποιος να δει την κυβέρνηση να σπάει τα μούτρα
της αλλά διαψεύδεται τρεις τέσσερις φορές, Ε, την πέμπτη αν πέσει πάνω
σε διαδήλωση απεργών ίσως φωνάξει: «Αφήστε με τουλάχιστον, ρε κερατάδες
να πάω στη δουλειά μου, όσο ακόμα εργάζομαι!».
Υπάρχει τέταρτο στάδιο «αυτοματισμού»; Είθε να μην το μάθουμε ποτέ.
http://paganeli.wordpress.com