8 Οκτ 2013

Δύο σχολές συγκρούονται στο Ελληνικό Χρηματιστήριο

Δύο σχολές συγκρούονται στο Ελληνικό Χρηματιστήριο με προβολή και στο πολιτικό σκηνικό, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μέσα και από τις επιταγές της τρόικας. Αλλωστε η σύγκρουση αυτών των δύο σχολών δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα αλλά τον ....
τρόπο με τον οποίο οι Αγγλοσάξωνες και οι Γερμανοί φαίνεται να έχουν αποφασίσει να διαχειριστούν συνολικά το γίγνεσθαι στις χρηματιστηριακές αγορές της Ευρώπης.
Η Γερμανία πιέζει σε απομόχλευση των τραπεζών της Γηραιάς Ηπείρου. Οι τράπεζες στην Ευρώπη σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ εμφανίζονται μοχλευμένες σε επίπεδο 3,5 φορές το ΑΕΠ, ενώ την ίδια στιγμή σε χώρες όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς το αντίστοιχο μέγεθος είναι 2. Οσον αφορά την Αμερική και την Αγγλία το μέγεθος αυτό μετά βίας ξεπερνά τη μία φορά το ΑΕΠ. Η μόχλευση των τραπεζών που στην Ευρώπη –όχι στην Ελλάδα- ήταν και η ουσιαστική αιτία εγκαθίδρυσης και εμπέδωσης της κρίσης ιδιαίτερα στο νότο, δεν είναι εύκολο χωρίς ριζικές τομές που θα αφορούν τον τρόπο λειτουργίας του πιστωτικού συστήματος να περιοριστεί. Στην χώρα μας τα αίτια εμπέδωσης της κρίσης δεν ήταν ο τραπεζικός τομέας, στον οποίον η μόχλευση ήταν σε απολύτως λογικά επίπεδα ωστόσο και η Ελλάδα υφίσταται και στο τραπεζικό της σύστημα τις συνέπειες των γεννεσιουργών αιτίων της κρίσης στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στις υπόλοιπες χώρες του νότου.
Οι Αγγλοσάξωνες από την άλλη, με μη μοχλευμένες τράπεζες, επιζητούν την ενίσχυση της ρευστότητας των οικονομιών της Ευρώπης μέσα από τη μόχλευση των χρηματιστηριακών αγορών στην οποία και εξειδικεύονται. Εκεί η μόχλευση ασφαλώς είναι ευκολότερη, αφορά λιγότερους και πάντως ενέχει μικρότερους κινδύνους εξάπλωσης μιάς γενικευμένης νέας κρίσης. Αντίθετη άποψη έχουν οι Γερμανοί, καθώς σε αυτούς καθίσταται εξαιρετικά δύσκολος ο έλεγχος των αγορών, θεωρούν δε πως η γενικευμένη και παρατεταμένη λιτότητα θα μπορέσει να οδηγήσει με λιγότερους κινδύνους στο ίδιο αποτέλεσμα.
Ετσι η γερμανική σχολή επιμένει σε μία γενικευμένη λιτότητα προκειμένου να επιτύχει το θεμιτό αποτέλεσμα της απομόχλευσης των τραπεζών της Ευρώπης χωρίς παράλληλα να προκρίνει το υποκατάστατο μίας μόχλευσης των χρηματιστηριακών αγορών.
Οι Αγγλοσάξωνες ωστόσο είναι φανερό πως τοποθετούνται στις αγορές πραγματοποιώντας επιθετικότερη πολιτική σε μία προσπάθεια να επικρατήσει η δική τους άποψη.
Είναι τουλάχιστον φανερό το ενδιαφέρον των ξένων funds για το ελληνικό χρηματιστήριο και εκτιμάται τουλάχιστον από τους εκφραστές αυτής της άποψης πως το Χρηματιστήριο θα μπορούσε στην παρούσα φάση που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντική έλλειψη ρευστότητας στην Ελλάδα, να δώσει σε ένα όχι μεγάλο εύρος χρόνου σημαντικά κεφάλαια στις επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαία ούτε η ενίσχυση των τιμών των μετοχών ούτε η αύξηση του τζίρου των συναλλαγών.
Μεγάλοι διεθνείς οίκοι φέρνουν καθημερινά στην Ελλάδα τους πελάτες τους ώστε οι τελευταίοι να δουν τις ελληνικές επιχειρήσεις. Τα κεφάλαια που δυνητικά εκτιμάται πως είναι διαθέσιμα προς επένδυση στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά μπορεί στην παρούσα φάση να ξεπερνούν και τα 20 δις. ευρώ. Από αυτά τελικώς οι πραγματικές και άμεσες επενδύσεις δεν θα ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ (10%), ποσό το οποίο όμως είναι αρκετό για να μεταβάλει την εικόνα της αγοράς και να δώσει ανάσα σε αρκετές επιχειρήσεις κυρίως μεγάλου μεγέθους με βάση τα ελληνικά δεδομένα. Εν συνεχεία αυτό θα διαχυθεί και σε χαμηλότερης κεφαλαιοποίησης εταιρίες θα τροφοδοτήσει και τις τράπεζες.
Το ενδιαφέρον αυτό αποτυπώνεται σε εκθέσεις διεθνών οίκων όπως η Morgan Stanley, η JP Morgan κλπ, στις δηλώσεις του Paulsen που όχι μόνον μιλάει γενικά για το ελληνικό χρηματιστήριο αλλά αναφέρεται σε συγκεκριμένες τραπεζικές επιλογές (Alpha Bank Πειραιώς), στις αναβαθμίσεις στις οποίες προβαίνουν οι διεθνείς οίκοι όσον αφορά τις τιμές των ελληνικών μετοχών αλλά και τις προοπτικές τους, στο γεγονός ότι ο οίκος FTSE δεν υποβάθμισε το ελληνικό Χρηματιστήριο μολονότι ο αντίστοιχος οίκος MSCI το είχε πράξει. Αλλά ακόμη και αυτή η τελευταία υποβάθμιση μάλλον προς όφελος της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς λειτούργησε αφού αύξησε τα επίπεδα ρευστότητας τα οποία εισέρχονται σε αυτήν.
Θα τα καταφέρουν όμως οι ελληνικές τράπεζες να βγούν στις αγορές εγκαίρως ανοίγοντας το δρόμο και στην ελληνική οικονομία για ένα παρόμοιο εγχείρημα ή όχι;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δοθεί πολιτικά και σε μεγάλο βαθμό θα αποτελέσει απόφαση της τρόικας. Απόφαση η οποία συνδέεται άμεσα με το τι θα θελήσουν τελικώς οι δανειστές της χώρας: ένα νέο πακέτο χρηματοδοτικής στήριξης και νέα μέτρα, ή μία έξοδο στις αγορές προκειμένου η χώρα να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της έστω και εάν το κόστος του δανεισμού από τις αγορές αρχικώς θα είναι μεγαλύτερο. Ένα νέο χρηματοδοτικό πακέτο στήριξης σε κάθε περίπτωση μπορεί να επιφέρει κραδασμούς πολιτικούς ωστόσο μία έξοδος στις αγορές ενδέχεται να μεταβάλει προς το χειρότερο τους χρηματοοικονομικούς δείκτες της χώρας κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα άρεσε στους δανειστές.
Τα μεγάλα funds πάντως που είναι παρόντα στο Ελληνικό Χρηματιστήριο ποντάρουν στην έξοδο της χώρας μας στις αγορές, και αυτό το στοιχείο προεξοφλούν μετ’ επιτάσεως θεωρώντας πως η αγγλοσαξωνική προσέγγιση θα κυριαρχήσει τελικώς. Αν πάντως στο ελληνικό χρηματιστήριο οι αποδόσεις αρχίζουν να ξεφεύγουν, κάτι το οποίο πραγματοποιείται τόσο με νέα κεφάλαια όσο και με μόχλευση των ήδη επενδεδυμένων κεφαλαίων, πολύ δύσκολα η άλλη σχολή θα μπορέσει να εμποδίσει την έξοδο τόσο των τραπεζών όσο και της χώρας στις αγορές, διότι τελικώς θα υπάρξουν κεφάλαια που θα θελήσουν να δανείσουν τη χώρα με μικρότερο κόστος από αυτό που αρχικώς αναμένεται.