Την
ξέρω την αμηχανία του σύγχρονου Αριστερού. Τη μυρίζομαι από απόσταση,
την ακούω σε συζητήσεις ατελέσφορες, τη διαβάζω στη πλούσια έτσι κι
αλλιώς αρθρογραφία του διαδικτύου. Μια αμηχανία που εξαντλείται στην ....
προσπάθεια της αποκάλυψης των σχεδίων του ταξικού αντιπάλου, στις
χιλιοειπωμένες αλήθειες για την ανάγκη ηγεμονίας της εργατικής
ιδεολογίας, στις αναλύσεις για τους συσχετισμούς των παικτών στην
πολιτική σκακιέρα.
Είναι
η αμηχανία του γνώστη. Του γνώστη, που ενώ εκκινεί σωστά, έχοντας
παραμάσχαλα το αλάνθαστο εργαλείο του επιστημονικού σοσιαλισμού και της
ταξικής ανάλυσης, καταλήγει συνήθως στην «αποκάλυψη» του εχθρού, που
βρίσκεται κυρίως, ανάμεσα σε ... φίλιες δυνάμεις.
Εύκολα
η αμηχανία του γνώστη, μετατρέπεται σε αλαζονεία του άφρονα, εξ ου και
παντού γύρω μας, υπάρχουν ρήτορες χωρίς κοινό, ηγέτες δίχως οπαδούς,
παράγοντες χωρίς φιλάθλους, αυθεντίες σε τελευταία ανάλυση, πλην όμως,
άνευ αντικειμένου.
Φωτεινές
εξαιρέσεις; Προφανώς! Λίγες και σεμνές ως συνήθως. Στις συζητήσεις και
συναναστροφές μου τα τελευταία χρόνια, είτε ξανασυναντήθηκα με κάποιους
που προερχόμασταν απ’ την ίδια μήτρα, είτε γνώρισα κάποιους άλλους, εξ
ίσου αξιόλογους και χρήσιμους. Καλό σημάδι.
Κατά τα άλλα, ένα τοπίο θολό και γκρίζο σαν τις μέρες που περνάμε. Και η αμηχανία το δρόμο της ...
Ως
πολίτης αυτού του τόπου, ανήκω σ’ αυτούς που η Τράπεζα καλοβλέπει το
σπίτι τους, στους δεκάδες χιλιάδες που η εφορία έστειλε το τελευταίο
ειδοποιητήριο πριν τον πλειστηριασμό, στους εκατοντάδες χιλιάδες
παρέχοντες εργασία ενίοτε χωρίς αμοιβή (λόγω εργοδοτικής αυθαιρεσίας και
αναλγησίας) σ’ αυτούς που η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων στο τέλος του
μήνα, είναι ζητούμενο, όπως και η κάλυψη των αναγκών των παιδιών τους.
Για τις δικές μου, ούτε λόγος.
Ανήκω
δηλαδή σε μια υποκατηγορία των 6.500.000 συνελλήνων, που με βάση τις
εκθέσεις των σφουγγοκωλάριων της εξουσίας, βρίσκονται στο όριο της
φτώχειας και κάτω απ’ αυτό.
Δε
μιλάω εξ ονόματος του λαού. Ανήκω στα λαό και στα βάσανά του. Επομένως,
μέσα στη ζωή. Η ιδεολογία μου δε θα μπορούσε να είναι ξένη απ’ αυτήν
των υπόλοιπων μη ενσωματωμένων ή αλλοτριωμένων εργαζόμενων, απ’ αυτή του
κόμματος της εργατικής τάξης σε τελευταία ανάλυση. Εγώ ο μικροαστός!
Έστω!
Κάποια
στιγμή λοιπόν, αποφάσισα να γυρίσω και να ενταχθώ, στο κόμμα που
αγκάλιασα και στρατεύτηκα στις γραμμές του απ’ τα δεκαεφτάμισι χρόνια
μου.
Μα
έμαθα πως οι πόρτες του για μας τους ... εχθρούς του είναι κλειστές.
Πράχτορες βλέπεις του όποιου σύγχρονου Μανιαδάκη, οπορτουνιστές και
κρυφοΣΥΡΙΖΑΙΟΙ που καμία σχέση δεν έχουμε με την κομουνιστική
κοσμοθεωρία, μιας και αυτή είναι αποκλειστικό προνόμιο όσων βρίσκονται
στο Πολιτικό γραφείο και στην Κεντρική του Επιτροπή. Κι ούτε έχουμε το
δικαίωμα να διατεινόμαστε πως είμαστε κομουνιστές, μιας και ο τίτλος
είναι ήδη κατοχυρωμένος με συμβολαιογραφική πράξη και μάρτυρες φυσικά
τους συγχωρεμένους Μαρξ και Λένιν αυτοπροσώπως.
Απ’
όσα γράμματα γνωρίζω, νομίζω πως μπορώ να καταλάβω τη διαλεκτική σχέση
λαού και ηγέτη και τέτοιος, είτε δεν υπάρχει ακόμα ή οι συνθήκες δεν
ευνοούν την εμφάνισή του. Οι ηγέτες άλλωστε, δεν είναι Μεσσίες,
αναδεικνύονται απ’ τους αγώνες και είναι που αυτούς ακριβώς τους αγώνες
μπορούν να καθοδηγήσουν εμπνέοντας με τη διορατικότητα και την όλη
προσωπικότητά τους, ακόμα και τους μέχρι χθες αδιάφορους ή
επιφυλακτικούς.
Κάποιοι
τέτοιοι φωτισμένοι ηγέτες θα λάμψουν με την παρουσία τους ξανά και θα
κάνουν το κόμμα μας, αυτό που του αξίζει να είναι, με βάση τη
χιλιοματωμένη πορεία του στα εκατό κοντά χρόνια παρουσίας και
αδιάλειπτης δράσης του.
Σε ό,τι με αφορά, θα περιμένω την κομματική μου ταυτότητα, με τη μεταφορική έστω σημασία της λέξης.