14 Ιουν 2018

Η Ελλάδα χωρίς Συντηρητικό Κόμμα...

του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Η όλη διαχείριση του Σκοπιανού προβλήματος από την ελληνική πολιτική ελίτ –με μία και μόνη εξαίρεση- αποτελεί μια αλυσίδα μικροπολιτικής,
μια ατέλειωτη σειρά λαθών στρατηγικής και τακτικής, αλλά και μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι στην μεταπολιτευτική Ελλάδα οι Συντηρητικές Αξίες (με την επιστημονική και πολιτική έννοια του όρου, κι όχι με την απαξιωτική χροιά που του δίνουν οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι) είναι παντελώς απούσες.

Απλώς, δεν υπάρχουν. Και αν υποτεθεί ότι κάπου εμφιλοχωρούν, είναι τόσο καλά κρυμμένες στα σεντούκια της μνήμης και του αναχωρητισμού, που σε κάθε περίπτωση, ουδαμώς μετέχουν στην πολιτική διαπάλη, επί δεκαετίες.

Μόνη εξαίρεση, η διαπραγμάτευση στο Βουκουρέστι. Τότε που η ελληνική πολιτική ηγεσία, χωρίς απαραίτητα θεσμικές καλύψεις τύπου Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, προσήλθε στη συζήτηση έχοντας τις κόκκινες γραμμές της και τηρώντας τις έως το τέλος. Μια στάση (η δεύτερη, μετά από εκείνη ενώπιον του Σχεδίου Ανάν, τέσσερα χρόνια νωρίτερα) που και το λαϊκό αίσθημα εξέφραζε, και την τιμή της παράταξης διαφύλασσε.

Αποτέλεσμα της παντελούς απουσίας ενός πραγματικά Συντηρητικού Κόμματος στη σημερινή Ελλάδα, είναι αυτά που βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες: Βόρεια Μακεδονία, μακεδονική εθνότητα και μακεδονική γλώσσα δίνονται στους Σκοπιανούς υπό τις διθυραμβικές φωνές των κυβερνώντων και όσων διαχέουν τον πολιτικό λόγο της κυβέρνησης. Πανηγύρια. Θριαμβολογίες. Περηφάνια, ότι «λύνεται κάτι που καμία άλλη κυβέρνηση δεν μπόρεσε να λύσει». Κι από κοντά ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος, από τη μια να κοκορεύεται ότι «δεν ψηφίζει ούτε ως παράγωγο το όνομα Μακεδονία» κι από την άλλη να διατηρεί δια της ψήφου του την κυβέρνηση που έδωσε όσα έδωσε.

Κι από την άλλη πλευρά τι βλέπουμε; Ένα κόμμα που βδελύσσεται να αισθάνεται συντηρητικό (στα κλιμάκια των αξιωματούχων του) να έχει μια εντελώς συγκεχυμένη θέση επί ενός εθνικού θέματος: Ενώ αρνείται στα λόγια την μακεδονική εθνότητα και τη μακεδονική γλώσσα, ωστόσο δεν έχει αντιρρήσεις στην παραχώρηση του ονόματος ως μέρους μιας σύνθετης ονομασίας. Δηλαδή, είστε κατ’ όνομα Μακεδόνες, αλλά ούτε έθνος Μακεδόνων, ούτε γλώσσα Μακεδόνων δικαιούστε. Πιο παράλογη, πιο αμφίθυμη, πιο αδύναμη θέση δύσκολα θα μπορούσε να επινοήσει κανείς.

Πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθεί κανείς ότι οι πολίτες, ως συλλογική έκφραση, δεν έχουν ούτε ιδιοτέλειες, ούτε κρυφές επιδιώξεις; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «κίνησε βουνά» για να εντάξει τη χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια, γιατί είχε ένα απλό, κατανοητό κι ειλικρινή πολιτικό στόχο: Η ζωή του έθνους εντός της Ευρώπης θα είναι πολύ καλύτερη από τη ζωή του, εκτός. Τελεία!

Ούτε «ναι μεν, αλλά», ούτε δολιχοδρομίες, ούτε κρυφές σκέψεις. Καθαρός πολιτικός στόχος, ικανότητα στη διαπραγμάτευση και στις τακτικές κινήσεις, ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση. Αυτά, είναι αρκετά. Κι όμως, δεν υπάρχουν.

Τι θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του γράφοντος, να κάνει ένα αληθώς, όχι κατ’ όνομα ούτε κατά παραχώρηση, Συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα της Ελλάδας, ενώπιον του Σκοπιανού προβλήματος, όπως αυτό εξελίχθηκε τους τελευταίους μήνες;

Πρώτον: Να εκπονήσει στρατηγική όχι μόνο για το ενδεχόμενο ναυαγίου των συνομιλιών, αλλά και για την αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία (όπερ και συνέβη) οι συνομιλίες θα έφταναν σε μια συμφωνία. Αντίθετα, στη Νέα Δημοκρατία επαναπαύθηκαν κάτω από την εντύπωση ότι παίζεται, λέει, ένα «blame game» με τον Τσίπρα από τη μια και τον Ζάεφ από την άλλη να αγωνίζονται όχι να φτάσουν σε μια συμφωνία, αλλά να ρίξουν ο ένας στον άλλο το φταίξιμο για την αποτυχία –την οποία, στην αξιωματική αντιπολίτευση, θεωρούσαν δεδομένη! Κι όταν η πραγματικότητα τους ήλθε κατακέφαλα, στη Νέα Δημοκρατία άρχισαν τις πιρουέτες, λες κι ο κόσμος αναζητεί μπαλέτα κι όχι πολιτικές...

Δεύτερον να έχει μια καθαρή, κατανοητή, αφομοιώσιμη από τους πολίτες, πολιτική θέση: Τι δίνει στους βόρειους γείτονές μας; Αν δίνει το όνομα, υπό οιανδήποτε μορφή, με ποιο σκεπτικό θα τους αρνηθεί τα χαρακτηριστικά ενός έθνους ή τον ταυτόσημο προσδιορισμό της γλώσσας τους; Κι όταν καταλήξει σε αυτή την απλή, καθαρή, αφομοιώσιμη από τους πολίτες πολιτική θέση, να εμμείνει σε αυτήν –μιλάμε για ένα εθνικό θέμα- όπως ο Καραμανλής ενέμεινε στο στόχο της ένταξης στην Ευρώπη, όπως ο Τσόρτσιλ ενέμεινε στη θέση της μη συνδιαλλαγής του με τον Χίτλερ, όπως ο Τραμπ –ναι! ο Τραμπ!- εμμένει πεισματικά, εμμονικά, απροσάρμοστα στις προεκλογικές του υποσχέσεις, χάρη στις οποίες κέρδισε την υποστήριξη των πολιτών των ΗΠΑ, και σε όποιον αρέσει (εκτός ΗΠΑ).

Τρίτον, να έχει φροντίσει να οπλιστεί με πειστικά επιχειρήματα προς τις Ελληνίδες και τους Έλληνες πολίτες για τη στάση της: Να παρουσιάσει, λχ. χώρες που άλλαξαν εντελώς ονομασία και όχι μόνον δεν... καταστράφηκαν ή δεν έχασαν τους συνεκτικούς τους δεσμούς, αλλά αντίθετα πέρασαν σε περιόδους πραγματικής ανάπτυξης. Από τη Ροδεσία που έγινε Ζιμπάμπουε έως την Κεϋλάνη που έγινε Σρι Λάνκα. Από την Περσία που έγινε Ιράν (εγκαταλείποντας ένα όνομα χιλιετιών) ως την Αβησσυνία που έγινε Αιθιοπία. Από το Ζαΐρ που έγινε Κονγκό έως τη Δαχομέη που έγινε Μπενίν. Να δείξει με στοιχεία, όχι με πομφόλυγες, ότι η μη ένταξη των Σκοπίων σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, εξαιτίας μιας εμμονής σε ένα όνομα που με το στανιό επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί ως όχημα σφυρηλατήσεως εθνικής συνείδησης, απειλεί την ίδια τους την υπόσταση ως κράτος. Να εξηγήσει στους πολίτες των Σκοπίων ότι κινδυνεύουν πραγματικά, όχι στα λόγια, εάν παραμείνουν «φτερό στον άνεμο» στο σημερινό και τον αυριανό κόσμο των αλληλεξαρτήσεων και των κοσμογονικών αλλαγών.

Τέταρτον, να αναδείξει τι ακριβώς σημαίνει «εθνική συνείδηση». Αυτό δεν είναι κάτι που αποκτάται ούτε σε μισόν αιώνα, ούτε μέσα από την παπαγαλίστικη επανάληψη μιας ψευδεπίγραφης λέξης που πρέπει με «πλύση εγκεφάλου» να πάρει τη θέση της εθνικής συνείδησης. Να πείσει τους Έλληνες (και -γιατί όχι;- τους Σκοπιανούς) για το δίκαιο της θέσης του.

Πέμπτον, να συνοδεύσει την επίλυση το Σκοπιανού προβλήματος σε κατεύθυνση που δεν θίγει τις βασικές ευαισθησίες των Ελλήνων, με μια γενναία υποστήριξη της Ελλάδος στο εσωτερικό των Διεθνών Οργανισμών μετά την εισδοχή των Σκοπίων σε αυτούς. Παράδειγμα: Ένα πρόγραμμα οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας των χωρών- μελών της ΕΕ στη βαλκανική χερσόνησο, με ενεργό συμμετοχή της Ελλάδος, χρηματοδοτούμενο με κονδύλια της ΕΕ και με πρωταγωνιστικό ρόλο της παλαιότερης –και ισχυρότερης, ακόμα- χώρας που ανήκει ταυτόχρονα στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, δηλαδή της Ελλάδας. Ελληνικές προτάσεις για συμμετοχή των Σκοπίων σε υπερεθνικές πρωτοβουλίες της περιοχής (αγωγοί κλπ). Απόδειξη στην πράξη προς τους πολίτες της γειτονικής αυτής χώρας ότι όχι μόνο δεν έχουμε κανένα πρόβλημα μαζί τους, αλλά αντίθετα θεωρούμε το κράτος των Σκοπίων ως απαραίτητο εταίρο σε όλες μας τις βαλκανικές πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Όλα αυτά, κι ίσως πολύ περισσότερα, θα έπρεπε να έχει στην φαρέτρα του ένα πραγματικά Συντηρητικό Κόμμα, ένα ελληνικό Λαϊκό Κόμμα.

Αλλά τέτοιο κόμμα στη σημερινή Ελλάδα, δεν υπάρχει.-
http://www.politically.gr/