18 Απρ 2019

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΝ 100 ΔΙΣ ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΧΗ 5ΕΤΙΑ ... Θεόδωρος Φέσσας:Θέμα εθνικής επιβίωσης οι επενδύσεις

Tεράστιο κατά τον πρόεδρο του ΣΕΒ το έλλειμμα επενδύσεων, ενώ πρέπει να βρεθούν 100 δις ευρώ για την προσεχή πενταετία. Το πρόβλημα είναι σοβαρό και κρίσιμο, για την επιβίωση της χώρας σε...
μια κομβική φάση της ιστορικής της πορείας. Χωρίς την ριζική και γρήγορη αναβάθμιση και αναδιάρθρωση της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά όχι με ατμομηχανή την οικοδομή, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει τα κοσμογονική τεκταινόμενα του 21ου αιώνα.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Αυτή είναι μια σοβαρή διαπίστωση του βιομηχανικού κόσμου της χώρας, την ώρα που ως ποσοστό του ΑΕΠ μας,Ωη μεταποίηση δεν συμμετέχει παραπάνω από σχεδόν 10% Επίσης το 11% του ΑΕΠ αντιπροσωπεύουν και οι επενδύσεις στη χώρα μας, όταν ο μέσος όρος στη ΕΕ ξεπερνά το 22% και κάτι.
Με αφετηρία λοιπόν τα δεδομένα αυτά και υπό την πίεση διεθνών παραγωγικών μετασχηματισμών, η Ελλάδα καλείται να προσελκύσει επενδύσεις, υπό συνθήκες μάλλον εχθρικές προς τους επενδυτές. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, με το μήνυμα
ότι «προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι οι επενδύσεις και ότι κάθε σοβαρή επένδυση πρέπει να είναι εθνικός στόχος» ο Προέδρος του ΣΕΒ, κ. Θεόδωρος Φέσσας, παραχώρησε , συνέντευξη Τύπου για τις επενδύσεις, στην οποία παρέστησαν επισης και τοποθετήθηκαν τα μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου Περιφερειακών και Τοπικών Οργανώσεων του ΣΕΒ, κκ. Λένα Κολιοπούλου (ΣΒΘΚΕ), Κλεομένης Μπάρλος (ΣΕΒΠΔΕ), Δημήτρης Μαθιός (ΣΒΑΠ), Αχιλλέας Νταβέλης (ΣΘΕΒ) και Νίκος Κουδούνης (ΣΒΣΕ).
Σε δηλώσεις στα M.Μ.Ε. ο κ. Φέσσας τόνισε ακόμη ότι «η Ελλάδα έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στις επενδύσεις. Πέρυσι είχε έλλειμμα και στο ύψος των επενδύσεων. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις το 2018 σε σχέση με το 2017 μειώθηκαν κατά 3 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Επίσης παρουσιάζεται υστέρηση σε σχέση με την Ευρώπη, αφού στην Ελλάδα έχουμε επενδύσεις 11% του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη είναι πάνω από 20%. Συνεπώς, πρέπει να υπάρξει κινητοποίηση ώστε να προσελκυστούν σοβαρές επενδύσεις, κυρίως στη βιομηχανία, οι οποίες δημιουργούν σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, προσφέρουν περιθώρια αύξησης των εξαγωγών και κατά συνέπεια συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας μας».
Απαντώντας, σε ερώτηση σχετικά με την προεκλογική περίοδο και τις προεκλογικές παροχές ο κ. Φέσσας σημείωσε ότι «οι προεκλογικές παροχές και η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας μόνο προβλήματα μπορούν να προκαλέσουν στην οικονομία».
Ο κ. Φέσσας τόνισε επίσης ότι η ελληνική οικονομία ακολουθεί θετική πορεία, αλλά θα πρέπει να αποκλειστούν οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι. Ο στόχος αύξησης του ΑΕΠ πρέπει να αναθεωρηθεί στο 3% – 4%. Μπροστά μας έχουμε –τόνισε ο κ. Φέσσας- ένα τριπλό επενδυτικό ανάχωμα: πτώση επενδυτικής ανταγωνιστικότητας, κάμψη επενδύσεων το 2018 κατά -1,8% του ΑΕΠ (περίπου €3δις) και χαμηλές επενδυτικές επιδόσεις σε σχέση με την ΕΕ. Γι’ αυτό, ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, επισήμανε ότι «χρειάζονται άλματα, για την άρση πολλών ακόμα εμποδίων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και εστίαση σε περιοχές που έχουν πληγεί δυσανάλογα από την κρίση». Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Φέσσας επέμεινε ότι απαιτείται η ταχεία κάλυψη του επενδυτικού κενού ύψους €100δις εντός των επόμενων 5-6 ετών, με ετήσια επέκταση των επενδύσεων κατά 15%».
Στην παρουσίαση της ειδικής έκθεσης του ΣΕΒ σχετικά με την επενδυτική ανταγωνιστικότητα, που έκανε ο κ. Γιώργος Ξηρογιάννης, Δ/ντής Τομέα Βιομηχανίας, Δικτυών και Υποδομών του ΣΕΒ, σημείωσε μεταξύ των άλλων ότι καταγράφεται οπισθοδρόμηση ανταγωνιστικότητας (βάσει διεθνών δεικτών) και ότι από τις 67 προτάσεις επενδυτικών μεταρρυθμίσεων που προτείνει ο ΣΕΒ, οι 45 προτάσεις (όπου, οι 35 αφορούν στη μείωση της γραφειοκρατίας) δεν παρουσιάζουν ουσιαστική πρόοδο, μόλις 18 έχουν μερική πρόοδο και μόνο 4 ουσιαστική πρόοδο, αλλά με σημαντικές καθυστερήσεις. Τόνισε επίσης ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε: Οριζόντια φορολογικά μέτρα, Άρση επενδυτικών αντικινήτρων με ευθυγράμμιση των φορολογικών πρακτικών στην ΕΕ, Αναμόρφωση των διαδικασιών ΕΣΠΑ και αναπτυξιακού νόμου, Απλοποίηση περιβαλλοντικής αδειοδότησης.
Στις δικές τους τοποθετήσεις οι Πρόεδροι των Βιομηχανικών Συνδέσμων που συμμετείχαν, εξειδικεύοντας τα αναπτυξιακά ζητήματα, επισήμαναν τα εξής:
• Ε. Κολιοπούλου: «Η Θεσσαλία και Κεντρική Ελλάδα έχει σημαντικές ανάγκες σε υποδομές μεταφορών, αναβάθμιση του λιμανιού του Βόλου και του σιδηροδρομικού δικτύου».
 Ν. Κουδούνης: «Η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για την δημιουργία βιομηχανικού πάρκου στα Οινόφυτα είναι εξαιρετικά θετική. Τώρα απαιτείται ταχύτητα στην υλοποίηση αυτού εμβληματικού έργου για τη βιομηχανία της περιοχής».
• Δ. Μαθιός: «Οι περιορισμοί χωροθέτησης και αδειοδότησης στην Αττική με βάση τα επίπεδα όχλησης που έχουν ορισθεί το 1984, καθυστερούν επενδύσεις που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας».
• Κλ. Μπάρλος: «Το ανεπαρκές δίκτυο ενέργειας στην Πελοπόννησο & Δυτική Ελλάδα καθυστερεί τη λειτουργία παραγωγικών επενδύσεων».
• Αχ. Νταβέλης: «Η γραφειοκρατία ανατρέπει σημαντικές επενδύσεις τοπικής ανάπτυξης στη Θεσσαλία».
Τώρα που η οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης, είναι σαφές ότι ο νέος εθνικός στόχος πρέπει να είναι η κινητοποίηση πολλών παραγωγικών επενδύσεων που με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν καλύτερα αμειβόμενες και σταθερές θέσεις εργασίας, θα συμβάλλουν στην αναγκαία αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ (από 9,6% περίπου σήμερα) και θα μειώσουν το χάσμα που χωρίζει τη χώρα από την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Ο ΣΕΒ έχει τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη ταχείας κάλυψης του επενδυτικού κενού των €100δισ., που αφήνει η πολυετής ύφεση. Ένα κενό που ισοδυναμεί περίπου με 4 ΕΣΠΑ, 12 επενδύσεις όπως του Ελληνικού, 170 επενδύσεις όπως του ΟΛΠ ή 115 επενδύσεις όπως του ΟΛΘ. Στο ερώτημα «γιατί να επιλέξω την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό», ο ΣΕΒ έχει εισηγηθεί μια εκτενή εργαλειοθήκη μεταρρυθμίσεων που απαντούν στους εύλογους προβληματισμούς.
Ωστόσο, ένα χρόνο μετά το επενδυτικό συνέδριο του ΣΕΒ εμφανίζεται σήμερα ένα τριπλό επενδυτικό ανάχωμα στην ταχύτερη ανάκαμψη του ΑΕΠ και την αποκλιμάκωση της ανεργίας: (α) Εκ νέου οπισθοδρόμηση της επενδυτικής ανταγωνιστικότητας βάσει διεθνών δεικτών (β) Κάμψη των επενδύσεων κατά 1,8% του ΑΕΠ (- €2,96δισ.), στο 11,1% το 2018 από 12,9% το 2017, παρά τη βελτίωση των ξένων επενδύσεων και (γ) 45% λιγότερες επενδύσεις σε σχέση με την Ε.Ε. (στο 20,5% του μέσου ευρωπαϊκού ΑΕΠ, έναντι 11,1% στην Ελλάδα). Σήμερα οι επενδύσεις σε πολλές κατηγορίες είναι μεν θετικές (π.χ. μηχανήματα +15,9%, ΤΠΕ +16,8%). Όμως οι συνολικές επενδύσεις σε πάγια (ιδίως σε κατασκευές πλην κατοικιών) εμφανίζουν πτώση -12,2% παρά τα θετικά μηνύματα του 2017.
Ακόμη κι αν η τάση αυτή αναστραφεί, με τις εκτιμήσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2020-23 για ετήσια επενδυτική μεταβολή στο +5%, υπολογίζεται ότι το επενδυτικό κενό στη χώρα θα κλείσει σε 20 έτη! Το ερώτημα εάν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε τόσο έχει αυτονόητα αρνητική απάντηση. Η χώρα πρέπει να καλύψει το επενδυτικό κενό πολύ ταχύτερα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και άλλες σημαντικές προκλήσεις όπως το δημογραφικό, το brain drain, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, τα NPLs, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Για τον ΣΕΒ η αποκατάσταση του επενδυτικού κενού δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5-6 έτη, με επέκταση των επενδύσεων κατά 15% κάθε χρόνο. Αυτός ο στόχος όμως προϋποθέτει μια ριζικά διαφορετικά λογική επενδυτικών μεταρρυθμίσεων. Με την υπέρμετρη σημερινή φορολογική επιβάρυνση, οι μηχανισμοί και τα κίνητρα ενθάρρυνσης επενδύσεων θα έπρεπε να βελτιώνουν συνεχώς την αποτελεσματικότητά τους. Έτσι θα μπορούμε να σταθούμε στο διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τον ανταγωνισμό εντός και εκτός της Ε.Ε. για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, οι οποίες απαιτούν αυξημένη αίσθηση του επείγοντος για την ανάπτυξη της οικονομίας, πρόσφατα σημειώθηκαν ορισμένες θετικές εξελίξεις. Οι ρυθμίσεις για απλούστευση του «αναπτυξιακού νόμου», οι υπερ-αποσβέσεις 200% στον ενεργειακό εξοπλισμό, οι υπερ-εκπτώσεις 150% στις προσλήψεις, οι υπερ-εκπτώσεις 130% στο R&D, οι φορολογικές απαλλαγές στην αξιοποίηση πνευματικής ιδιοκτησίας, οι φοροαπαλλαγές για τη συγκέντρωση κεφαλαίου προς R&D, η μείωση φόρου μερισμάτων, τα κίνητρα για κέντρα κοινών υπηρεσιών, η αδειοδότηση επιχειρηματικών πάρκων, η εξυγίανση άτυπων συγκεντρώσεων, η ρύθμιση των εκκρεμοτήτων σχετικά με τον αιγιαλό, οι εταιρικοί μετασχηματισμοί, η επιστροφή αχρεωστήτως καταβλημένου ΦΠΑ από τη φαρμακοβιομηχανία, οι φορολογικές και τελωνειακές αποθήκες, κλπ, έχουν θετικό πρόσημο για την οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Αξιοποιούν προτάσεις του Επενδυτικού συνεδρίου, του Συνεδρίου για τις Μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις αλλά και του Φόρουμ των κλαδικών και περιφερειακών βιομηχανικών συνδέσμων, που συντονίζει ο ΣΕΒ και η Ελληνική Παραγωγή. Ομοίως, ο νόμος για τις στρατηγικές επενδύσεις υιοθετεί με θάρρος θέσεις του ΣΕΒ για κίνητρα (υπερ- και επιταχυνόμενες αποσβέσεις), παρά τη στασιμότητα στη περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Παρόλα αυτά, το εύρος των ανωτέρω προβλέψεων παραμένει περιορισμένο, αν αναλογιστεί κανείς το εύρος των προκλήσεων για την οικονομία και το επιχειρηματικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις. Μαζί με την υπερφορολόγηση και το περιορισμένο ΠΔΕ δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το νέο στόχο επενδυτικής ανταγωνιστικότητας.
Η εργαλειοθήκη επιτάχυνσης επενδύσεων που δημιούργησε η Deloitte για το ΣΕΒ περιέχει προτάσεις για 27 βασικά επενδυτικά εμπόδια. Στην πλειοψηφία τους καταγράφεται οπισθοδρόμηση ανταγωνιστικότητας (βάσει διεθνών δεικτών), συνέπεια της απροθυμίας για μείωση της γραφειοκρατίας. Λόγω της οπισθοδρόμησης, το πρόγραμμα επενδυτικών μεταρρυθμίσεων, που προτείνει ο ΣΕΒ παραμένει επίκαιρο. Έχει αξιοποιηθεί στο ελάχιστο, αν και μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Από τις 67 προτάσεις χρήσιμων μεταρρυθμίσεων η συντριπτική πλειοψηφία (45 – εκ των οποίων 35 αφορούν στην μείωση της γραφειοκρατίας) δεν παρουσιάζει ουσιαστική πρόοδο, μόλις 18 έχουν μερική πρόοδο και μόνο 4 ουσιαστική πρόοδο, αλλά με σημαντικές καθυστερήσεις. Το πρόγραμμα μπορεί να μειώσει τα ρυθμιστικά εμπόδια και την γραφειοκρατία κατά 25%, να εξαλείψει τις καθυστερήσεις και τα διοικητικά βάρη στην αδειοδότηση κατά 30%, να δημιουργήσει σταθερό φορολογικό πλαίσιο, να ανατρέψει την υπερ-φορολόγηση κατά 30%, να θέσει κανόνες στη λειτουργία της αγοράς και να μειώσει το χρόνο επίλυσης δικαστικών διαφορών κατά 35%.
Από τη πληθώρα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων αναδεικνύεται η άμεση προτεραιότητα για την υιοθέτηση των ακόλουθων:
1. Οριζόντια φορολογικά μέτρα, όπως η μείωση του φορολογικού συντελεστή, οι υπερ- και επιταχυνόμενες αποσβέσεις (σε εξοπλισμό τεχνολογικής και μηχανολογικής αναβάθμισης)
2. Άρση επενδυτικών αντικινήτρων με ευθυγράμμιση των φορολογικών πρακτικών στην ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρονται (α) η μεταφορά ζημιών στη 10ετία έναντι 5ετίας στην Ελλάδα, (β) συντελεστές αποσβέσεων βάσει της πραγματικής ζωής του παγίου αλλά και μεταβαλλόμενους για την επενδυτική διευκόλυνση, και (γ) εφαρμογή κανόνων ομιλικής φορολόγησης
3. Αναμόρφωση των διαδικασιών ένταξης / ελέγχου επενδύσεων στο Ν.4399/16 και διάθεσης ΕΣΠΑ. Επενδύσεις, που έχουν υποβάλλει φάκελο στο Ν.4399/16, δεν μπορούν να κάνουν χρήση των κινήτρων παρότι επιτρέπεται η έναρξη τους από το 2017. Επίσης, το ΕΣΠΑ εξακολουθεί να έχει αδιάθετα €415εκ. (12/2018). Αν και η διάθεση πόρων έχει επιταχυνθεί σημαντικά (€1,4δισ. αδιάθετα τον 6/2018), η γραφειοκρατία υποβολής / έγκρισης στερεί σημαντικές ανάσες ρευστότητας ειδικά από τις ΜμΕ. Με εκταμιευμένη προκαταβολή €1,8δισ. από την ΕΕ, το ΕΣΠΑ θα έπρεπε να είχε μηδενικά αδιάθετα κονδύλια.
4. Απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Χωρίς εξορθολογισμό της κατηγοριοποίησης ή/και δεσμευτική ολοκλήρωση εντός λογικών προθεσμιών, οι δαιδαλώδεις διαδικασίες είναι ικανές να ανατρέψουν ακόμα και τις φορολογικές ωφέλειες του νόμου στρατηγικών επενδύσεων. Επίσης, καθυστερούν την υλοποίηση εμβληματικών επενδύσεων στην Ελλάδα (πχ Ελληνικό, Πειραιάς, κλπ.) με συνεχείς ανατροπές στις διοικητικές αποφάσεις.
Οι ακόλουθες μεταρρυθμίσεις επενδυτικού ενδιαφέροντος διευκολύνουν επιπλέον τη σύγκλιση με την ΕΕ:
5. Με δεδομένο ότι η χώρα βρίσκεται στην 57η θέση στο δείκτη GCI του WEF(πτώση 4 θέσεων), σημαντικές μεταρρυθμίσεις αφορούν στη λειτουργία της αγοράς προϊόντων (πτώση 3 θέσεων, στην 63ηθέση), στην υιοθέτηση ΤΠΕ (πτώση 2 θέσεων, στη 57η θέση), στην ανάπτυξη καινοτομιών (πτώση 1 θέσης, στη 44η θέση) και στην ποιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (πτώση 2 θέσεων, στη 114η θέση, με βασικό θέμα τα κόκκινα δάνεια). Επιπλέον, παραμένει προβληματική η λειτουργία των θεσμών (87η θέση), παρά τη βελτίωση 3 θέσεων από το 2017.
6. Με δεδομένο ότι η χώρα βρίσκεται στην 72η θέση στο δείκτη Doing Business(πτώση 5 θέσεων), σημαντικές μεταρρυθμίσεις αφορούν στις διαδικασίες επίλυσης δικαστικών διαφορών (πτώση μιας θέσης, στην 132η θέση), στο διασυνοριακό εμπόριο και συναλλαγές (πτώση 2 θέσεων, στην 31η θέση), στη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας (πτώση 8 θέσεων, στην 153η θέση) και στη διαχείριση πτώχευσης (πτώση 5 θέσεων, στην 62η θέση).
Ένα χρόνο μετά το Επενδυτικό Συνέδριο παραμένει επίκαιρη η ανάγκη ταχύτερης ανάκτησης της επενδυτικής ανταγωνιστικότητας. Δυστυχώς, η μεταρρυθμιστική κόπωση είναι εμφανής. Όμως, χωρίς ακόμα μεγαλύτερη μεγέθυνση της παραγωγικής βάσης, χωρίς στήριξη της καινοτομίας, χωρίς άρση των εμποδίων στο επενδυτικό περιβάλλον, χωρίς άρση της υπερ-φορολόγησης και του μη μισθολογικού κόστους, χωρίς ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας δεν θα μπορέσουμε να έχουμε κάποια ουσιώδη μεταβολή στον παραγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας και ταχεία μείωση της ανεργίας.
Διαβάστε εδώ το Special Report.