Μπορεί το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο να αφήνει περιθώρια ανάπτυξης μιας πιο ευέλικτης και προσαρμοσμένης στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών πολιτικής, αλλά...
εάν η αναδιάρθρωση των κλάδων δεν προσανατολιστεί προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, εάν δεν ανοίξει η αγορά στα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας και δεν ισχύουν κανόνες απέναντι σε ισχυρές ολιγοπωλιακές διαρθρώσεις, όλα τα αρνητικά ενδεχόμενα είναι ανοικτά.
Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί έρευνα του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ. Οι ερευνητές, ήδη από τον πρόλογο της σύνοψης, επισημαίνουν το ενδεχόμενο πλήρους έκθεσης των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων σε κατάσταση υπερχρέωσης και μαζικών πλειστηριασμών (συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης κατοικίας) και διάρρηξης της κοινωνικής σταθερότητας που φαίνεται να υπάρχει, τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα, όσο στην παγίδα χρέους παραμένει το 19% των νοικοκυριών.
Πρόκειται για επιφυλάξεις οι οποίες υποστηρίζονται από ευρήματα τα οποία, παρά τη γενικότερη τάση αισιοδοξίας που επικρατεί στους φορείς της οικονομίας και αποτυπώνεται στους οικονομικούς δείκτες, διαμορφώνουν την πεποίθηση ότι τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα παραμένουν στο κατώφλι σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων, λόγω υπερχρέωσης και φτώχειας.
Δεν είναι άνευ σημασίας ότι για πρώτη φορά καταγράφεται διψήφια αύξηση στο ποσοστό των νοικοκυριών που σημείωσε ετήσια αύξηση εισοδημάτων (11,1%). Καθώς, όμως, 1 στα 2 νοικοκυριά (49,4%) δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη, γίνεται απόλυτα αντιληπτή η σημασία βελτίωσης των συντάξεων.
Επίσης, το 46% των νοικοκυριών αναφέρει ότι το μηνιαίο εισόδημά του εξαντλείται στις 19 ημέρες, το 12,9% δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν να καλύψουν ούτε τις βασικές ανάγκες και για το 80% παραμένει άγνωστη η δυνατότητα αποταμίευσης.
Ομως, μόνο 1 στα 5 νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς τις τράπεζες, με το σημαντικότερο πρόβλημα να παραμένει η ανεργία, αφού περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά (29,5%) έχουν τουλάχιστον έναν άνθρωπο εκτός αγοράς εργασίας και 1 στα 10 έχει τουλάχιστον έναν μετανάστη.
Ενδιαφέρον το εύρημα της έρευνας, όπου καταγράφεται για πρώτη φορά ότι περίπου το 30% των αποδημούντων επέστρεψε κάποια στιγμή στην πατρίδα. Ιδιαίτερα θετική, ενδεικτική των ευεργετικών συνεπειών των ρυθμίσεων, είναι η σημαντική μείωση στο 10,8% όλων όσοι δηλώνουν ανήμποροι στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς την εφορία (20,8% στην προηγούμενη έρευνα).
Κυρίως στην αύξηση των τιμών αποδίδει το ΙΜΕ την εμφανιζόμενη άνοδο του μεριδίου της κατανάλωσης, ενώ υψηλά παραμένουν, παρά τη σχετική βελτίωση, οι δείκτες που αφορούν την καθυστέρηση ικανοποίησης κάποιας σοβαρής ανάγκης. Εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας, 3 στους 10 καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, ενώ 2 στους 10 καθυστέρησαν να πληρώσουν το ρεύμα.
Πάντως, το 43,4% των ερωτηθέντων αυτοπροσδιορίζεται ως μεσαία τάξη, μολονότι τα έσοδα από επιχειρηματικά κέρδη, ως πηγή αύξησης του εισοδήματος, συνεχίζουν να εμφανίζουν πολύ χαμηλά ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 8,7%. Αλλωστε οι τάξεις και στα κοινωνικά στρώματα δεν οριοθετούνται μόνο από τα έσοδα και τους οικονομικούς δείκτες.
■ Η 8η κατά σειρά έρευνα πραγματοποιήθηκε από τη MARC A.E. σε πανελλαδικό δείγμα 800 νοικοκυριών, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις κατά το χρονικό διάστημα 19-20/12/2019 και 3-7/1/2020
Ρεκόρ στον δείκτη οικονομικού κλίματος αλλά και προειδοποιήσεις
Την ώρα, ή μάλλον τον μήνα, που όλοι οι οικονομικοί δείκτες εμφανίζουν μικρή, πλην αισθητή, βελτίωση, η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας συνεχίζει να αποτελεί εξαίρεση, οδηγώντας σε οριακή μείωση τον δείκτη για την εξέλιξη της ανεργίας.
Σύμφωνα με την οικονομική συγκυρία του ΙΟΒΕ για τον Φεβρουάριο, ο συγκεκριμένος δείκτης αυξήθηκε στο -0,9 έναντι +0,1 μονάδων τον Ιανουάριο. Ωστόσο, το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπει μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας αυξήθηκε στο 29% (από 28%).
Μικρή μείωση παρουσιάζει και το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι έχουν χρεωθεί (στο 5 από 12%), ενώ οριακή αύξηση στο 14% (από 12%) εμφανίζει το δείγμα των ερωτηθέντων που απαντούν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους.
Φυσικά υπό το πρίσμα των επιπτώσεων της εξάπλωσης του κορονοϊού, οι συγκεκριμένες προβλέψεις για το οικονομικό κλίμα σε Ε.Ε. και Ελλάδα θεωρούνται ήδη ξεπερασμένες.
Παρόλα αυτά για την ιστορία, ας επισημάνουμε ότι στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Φεβρουάριο βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδά του από τον Δεκέμβριο του 2000! Ανήλθε στις 113,2 μονάδες έναντι 109,5 μονάδων τον προηγούμενο μήνα. Δηλαδή είχε την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 19 μηνών.
Μετριοπαθής ανάπτυξη
Από την άλλη πλευρά, ένας άλλος ερευνητικός φορέας, το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στο δελτίο οικονομικών εξελίξεων που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, ενώ συμφωνεί ότι οι δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης παραμένουν ανοδικοί, σπεύδει να υπενθυμίσει την πρόσφατη προειδοποίηση του ΟΟΣΑ για τις επιπτώσεις από τον κορονοϊό και την αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη στο 2,4% από το 2,9%.
Αναφερόμενο στην πρόσφατη στρατηγική ανάλυση του Ινστιτούτου Levy για την ελληνική οικονομία, επισημαίνει τις εκτιμήσεις του αξιόπιστου πανεπιστημιακού ιδρύματος για τη συνέχιση της ελληνικής οικονομίας «σε ένα μετριοπαθές αναπτυξιακό μονοπάτι», με ρυθμό ανάπτυξης 2,2% το 2019 και 2% το 2020 και 2021, με βασικό μοχλό τις εξαγωγές.
■ Οι έρευνες οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ βασίζονται σε πρωτογενή στοιχεία για περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις, διενεργούνται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.500 καταναλωτών και χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Χριστίνα Κοψίνη
efsyn.gr
εάν η αναδιάρθρωση των κλάδων δεν προσανατολιστεί προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, εάν δεν ανοίξει η αγορά στα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας και δεν ισχύουν κανόνες απέναντι σε ισχυρές ολιγοπωλιακές διαρθρώσεις, όλα τα αρνητικά ενδεχόμενα είναι ανοικτά.
Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί έρευνα του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ. Οι ερευνητές, ήδη από τον πρόλογο της σύνοψης, επισημαίνουν το ενδεχόμενο πλήρους έκθεσης των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων σε κατάσταση υπερχρέωσης και μαζικών πλειστηριασμών (συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης κατοικίας) και διάρρηξης της κοινωνικής σταθερότητας που φαίνεται να υπάρχει, τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα, όσο στην παγίδα χρέους παραμένει το 19% των νοικοκυριών.
Πρόκειται για επιφυλάξεις οι οποίες υποστηρίζονται από ευρήματα τα οποία, παρά τη γενικότερη τάση αισιοδοξίας που επικρατεί στους φορείς της οικονομίας και αποτυπώνεται στους οικονομικούς δείκτες, διαμορφώνουν την πεποίθηση ότι τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα παραμένουν στο κατώφλι σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων, λόγω υπερχρέωσης και φτώχειας.
Δεν είναι άνευ σημασίας ότι για πρώτη φορά καταγράφεται διψήφια αύξηση στο ποσοστό των νοικοκυριών που σημείωσε ετήσια αύξηση εισοδημάτων (11,1%). Καθώς, όμως, 1 στα 2 νοικοκυριά (49,4%) δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη, γίνεται απόλυτα αντιληπτή η σημασία βελτίωσης των συντάξεων.
Επίσης, το 46% των νοικοκυριών αναφέρει ότι το μηνιαίο εισόδημά του εξαντλείται στις 19 ημέρες, το 12,9% δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν να καλύψουν ούτε τις βασικές ανάγκες και για το 80% παραμένει άγνωστη η δυνατότητα αποταμίευσης.
Ομως, μόνο 1 στα 5 νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς τις τράπεζες, με το σημαντικότερο πρόβλημα να παραμένει η ανεργία, αφού περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά (29,5%) έχουν τουλάχιστον έναν άνθρωπο εκτός αγοράς εργασίας και 1 στα 10 έχει τουλάχιστον έναν μετανάστη.
Ενδιαφέρον το εύρημα της έρευνας, όπου καταγράφεται για πρώτη φορά ότι περίπου το 30% των αποδημούντων επέστρεψε κάποια στιγμή στην πατρίδα. Ιδιαίτερα θετική, ενδεικτική των ευεργετικών συνεπειών των ρυθμίσεων, είναι η σημαντική μείωση στο 10,8% όλων όσοι δηλώνουν ανήμποροι στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς την εφορία (20,8% στην προηγούμενη έρευνα).
Κυρίως στην αύξηση των τιμών αποδίδει το ΙΜΕ την εμφανιζόμενη άνοδο του μεριδίου της κατανάλωσης, ενώ υψηλά παραμένουν, παρά τη σχετική βελτίωση, οι δείκτες που αφορούν την καθυστέρηση ικανοποίησης κάποιας σοβαρής ανάγκης. Εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας, 3 στους 10 καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, ενώ 2 στους 10 καθυστέρησαν να πληρώσουν το ρεύμα.
Πάντως, το 43,4% των ερωτηθέντων αυτοπροσδιορίζεται ως μεσαία τάξη, μολονότι τα έσοδα από επιχειρηματικά κέρδη, ως πηγή αύξησης του εισοδήματος, συνεχίζουν να εμφανίζουν πολύ χαμηλά ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 8,7%. Αλλωστε οι τάξεις και στα κοινωνικά στρώματα δεν οριοθετούνται μόνο από τα έσοδα και τους οικονομικούς δείκτες.
■ Η 8η κατά σειρά έρευνα πραγματοποιήθηκε από τη MARC A.E. σε πανελλαδικό δείγμα 800 νοικοκυριών, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις κατά το χρονικό διάστημα 19-20/12/2019 και 3-7/1/2020
Ρεκόρ στον δείκτη οικονομικού κλίματος αλλά και προειδοποιήσεις
Την ώρα, ή μάλλον τον μήνα, που όλοι οι οικονομικοί δείκτες εμφανίζουν μικρή, πλην αισθητή, βελτίωση, η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας συνεχίζει να αποτελεί εξαίρεση, οδηγώντας σε οριακή μείωση τον δείκτη για την εξέλιξη της ανεργίας.
Σύμφωνα με την οικονομική συγκυρία του ΙΟΒΕ για τον Φεβρουάριο, ο συγκεκριμένος δείκτης αυξήθηκε στο -0,9 έναντι +0,1 μονάδων τον Ιανουάριο. Ωστόσο, το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπει μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας αυξήθηκε στο 29% (από 28%).
Μικρή μείωση παρουσιάζει και το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι έχουν χρεωθεί (στο 5 από 12%), ενώ οριακή αύξηση στο 14% (από 12%) εμφανίζει το δείγμα των ερωτηθέντων που απαντούν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους.
Φυσικά υπό το πρίσμα των επιπτώσεων της εξάπλωσης του κορονοϊού, οι συγκεκριμένες προβλέψεις για το οικονομικό κλίμα σε Ε.Ε. και Ελλάδα θεωρούνται ήδη ξεπερασμένες.
Παρόλα αυτά για την ιστορία, ας επισημάνουμε ότι στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Φεβρουάριο βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδά του από τον Δεκέμβριο του 2000! Ανήλθε στις 113,2 μονάδες έναντι 109,5 μονάδων τον προηγούμενο μήνα. Δηλαδή είχε την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 19 μηνών.
Μετριοπαθής ανάπτυξη
Από την άλλη πλευρά, ένας άλλος ερευνητικός φορέας, το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στο δελτίο οικονομικών εξελίξεων που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, ενώ συμφωνεί ότι οι δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης παραμένουν ανοδικοί, σπεύδει να υπενθυμίσει την πρόσφατη προειδοποίηση του ΟΟΣΑ για τις επιπτώσεις από τον κορονοϊό και την αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη στο 2,4% από το 2,9%.
Αναφερόμενο στην πρόσφατη στρατηγική ανάλυση του Ινστιτούτου Levy για την ελληνική οικονομία, επισημαίνει τις εκτιμήσεις του αξιόπιστου πανεπιστημιακού ιδρύματος για τη συνέχιση της ελληνικής οικονομίας «σε ένα μετριοπαθές αναπτυξιακό μονοπάτι», με ρυθμό ανάπτυξης 2,2% το 2019 και 2% το 2020 και 2021, με βασικό μοχλό τις εξαγωγές.
■ Οι έρευνες οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ βασίζονται σε πρωτογενή στοιχεία για περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις, διενεργούνται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.500 καταναλωτών και χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Χριστίνα Κοψίνη
efsyn.gr