Ως επιτυχία χαρακτηρίζει την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ, ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ΥΠΕΞ, σε άρθρο του στην "Καθημερινή της Κυριακής”,
επισημαίνει ότι με τη συμφωνία που υπέγραψαν οι δύο χώρες η οριοθετική γραμμή της διμερούς συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών, θα χρησιμοποιείται πλέον και για την οριοθέτηση των άλλων θαλασσίων στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται κατά το διεθνές δίκαιο να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία.
Ωστόσο έχει μεγάλο ενδιαφέρον η επισήμανση του κ. Βενιζέλου ότι "τότε (το 1977) Ελλάδα, για να επιτευχθεί γρήγορα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, επέδειξε διπλωματική ευελιξία. Αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαποντίων Νήσων και αντιμεταθέσεις περιοχών...". Κι ενώ το δικαιολογεί πλήρως αυτό, προσθέτει ότι "έχοντας στο νου πρωτίστως την Τουρκία και την παραβατική και αντιπαραγωγική συμπεριφορά της" τώρα "έπρεπε κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής, οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι αποκλίσεις γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda, μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην ΕΕ, αλλά η Ελλάδα θεωρεί τους κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο".
Ο πρώην αντιπρόεδρος ολοκληρώνει τη διπλωματική του "βόμβα", προσθέτοντας ότι "η δήλωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία και την κοινή δήλωση που υπεγράφησαν στις 9.6.2020, μπορεί όμως να διατυπωθεί στη φάση της κύρωσης και επικύρωσης...".
"Οριοθετήσεις"
Με τη συμφωνία που υπέγραψαν στις 9 Ιουνίου 2020 η Ελλάδα και η Ιταλία, η οριοθετική γραμμή της διμερούς συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών θα χρησιμοποιείται πλέον και για την οριοθέτηση των άλλων θαλασσίων ζωνών στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται κατά το διεθνές δίκαιο να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όταν η Ελλάδα ανακηρύξει αποκλειστική οικονομική ζώνη, γενικά ή μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή, αυτή θα είναι ήδη οριοθετημένη και η έκτασή της θα ταυτίζεται με την έκταση της οριοθετημένης ήδη από το 1977 υφαλοκρηπίδας της. Το άρθρο 2 της συμφωνίας προβλέπει ότι αν ένα από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη αποφασίσει να ανακηρύξει μια θαλάσσια ζώνη, πρακτικά ΑΟΖ, πρέπει να ενημερώσει σχετικά, το ταχύτερο δυνατό, το άλλο μέρος.
Η οριοθετική γραμμή της συμφωνίας του 1977 που συνήφθη υπό το καθεστώς της τότε ισχύουσας Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για το Δίκαιο της Θάλασσας (η ισχύουσα σήμερα Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι που εισήγαγε την έννοια της ΑΟΖ, συνήφθη το 1982) διατηρείται απολύτως αμετάβλητη. Δεν επεκτείνεται ούτε προς Βορρά ( Αλβανία ) ούτε προς Νότο ( Μάλτα και Λιβύη ) έως ότου συντελεστούν οι οριοθετήσεις με τις αντίστοιχες γειτονικές χώρες.
Η μετατροπή της συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε συμφωνία για την οριοθέτηση και της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας ήταν ένας στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής που είχαμε ιδιαιτέρως αναδείξει από το 2013 και μετά. Θεωρώ, συνεπώς, επιτυχία το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή υπεγράφη.
Βεβαίως ο στόχος αυτός είχε τεθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, συνολική πολιτική που έχει κάποια μέτριας, κάποια μεγάλης και κάποια πολύ μεγάλης δυσκολίας κεφάλαια. Η οριοθέτηση με την Ιταλία εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, με την Αλβανία αλλά και με την Αίγυπτο στη δεύτερη, ενώ με την Τουρκία, τώρα δε πλέον και με τη Λιβύη στην τρίτη.
Το 1977 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή θεώρησε ότι η υπογραφή μιας συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, μετά την ελληνοτουρκική κρίση του 1976 που ανάγκασε τη χώρα μας να προσφύγει και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και εντέλει στο να υπογράψει το πρωτόκολλο της Βέρνης και το moratorium ερευνών επί της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι μια απτή απόδειξη ότι κάποιες γειτονικές χώρες στη Μεσόγειο μπορούν εύκολα να συμφωνήσουν σε οριοθέτηση με ειρηνικό και πολιτισμένο τρόπο.
Τότε η Ελλάδα, για να επιτευχθεί γρήγορα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, επέδειξε διπλωματική ευελιξία. Αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαποντίων Νήσων και αντιμεταθέσεις περιοχών, αντιμετώπισε συνεπώς με «δημιουργικό» τρόπο τον κανόνα της μέσης γραμμής, ενώ οι συντεταγμένες συμφωνήθηκαν με τρόπο που δεν θα ενοχλούσε τις γειτονικές χώρες ( Αλβανία, Λιβύη, Μάλτα ). Την περίοδο εκείνη η Ιταλία συνήψε σειρά συμφωνιών με γειτονικές χώρες για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.
Τώρα, 43 χρόνια μετά τη συμφωνία του 1977, 26 χρόνια μετά την κύρωση από την Ελλάδα της Συνθήκης του Μοντέγκο Μπει για το Δίκαιο της Θάλασσας και 7 χρόνια μετά τη συστηματική αναζωπύρωση του θέματος το 2013, υπεγράφη η συμφωνία που ουσιαστικά οριοθετεί στο ίχνος της υφαλοκρηπίδας και την ΑΟΖ των δύο χωρών, μέσα στις γνωστές συνθήκες έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μετά την υπογραφή, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, του λεγόμενου MOU Τουρκίας - Λιβύης.
Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για επιτυχή και θετική εξέλιξη. Επειδή, όμως, και το 1977 και το 2020 η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία έχοντας στο νου της πρωτίστως την Τουρκία και την παραβατική και αντιπαραγωγική συμπεριφορά της, είναι νομικά, πολιτικά και εντέλει ιστορικά αναγκαίο να γνωρίζουμε επακριβώς την εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας που υπεγράφη.
Καταρχάς η εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας του 1977 που αφορά αποκλίσεις από τη μέση γραμμή και την αρχή της πλήρους επήρειας των νησιών και σέβεται τις εκκρεμείς οριοθετήσεις με άλλες γειτονικές χώρες ( τριμερή σημεία ), μεταφέρεται και στη συμφωνία του 2020. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αν η Ελλάδα ζητούσε επαναδιαπραγμάτευση της οριοθετικής γραμμής, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία. Έπρεπε όμως, κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής, οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι αποκλίσεις γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda, μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην ΕΕ, αλλά η Ελλάδα θεωρεί τους κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο. Η δήλωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία και την κοινή δήλωση που υπεγράφησαν στις 9.6.2020, μπορεί όμως να διατυπωθεί στη φάση της κύρωσης και επικύρωσης.
Η νέα συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ μιας χώρας με χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων, την Ιταλία, και μιας χώρας με χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων, την Ελλάδα. Είναι συνεπώς λογικό να αναγνωρίζει ως αυτονόητο το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει και αυτή τα χωρικά της ύδατα, έστω αναγνωρίζοντας ήδη από τώρα παραδοσιακά αλιευτικά δικαιώματα της Ιταλίας στη ζώνη 6-12 ν.μ , όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά και στο Αιγαίο. Αυτός, μάλιστα, ο διακανονισμός λαμβάνει τη μορφή νομικά δεσμευτικής κοινής πρότασης των δύο χωρών προς την ΕΕ για τροποποίηση του σχετικού ενωσιακού κανονισμού αλιείας. Ο διακανονισμός ισχύει μάλιστα και πριν τη θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας.
Η Ελλάδα στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής δήλωσης που υπεγράφη ταυτόχρονα με τη συμφωνία, θεωρεί προφανές ότι τα όρια των οικοπέδων ( block ) που έχει ορίσει στο Ιόνιο για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα είναι συμβατά με την οριοθετική γραμμή μεταξύ των δύο χωρών και όποιες προσαρμογές είναι αναγκαίες πρέπει να γίνουν πριν την κύρωση, επικύρωση και θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με τη συμφωνία οι δύο χώρες αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ( αν δεν συμφωνηθεί μεταξύ τους άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο ) για την επίλυση διαφορών που δεν μπορούν να επιλυθούν διπλωματικά και πολιτικά, παρά τη σχετική προσπάθεια.
Στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας οι επιτυχίες δεν είναι στιγμές και γεγονότα αλλά καταστάσεις με διάρκεια που απαιτούν προσοχή στις λεπτομέρειες και πρόβλεψη για τη δυναμική των καταστάσεων αυτών. Τίποτα δεν είναι απλό και δεδομένο.
Μπορούμε συνεπώς να συγκρατήσουμε δύο βασικά στοιχεία από τις συμφωνίες οριοθέτησης του 1977 και του 2020 με τη φίλη και εταίρο Ιταλία:
Πρώτον, οι συμφωνίες οριοθέτησης προϋποθέτουν διαπραγμάτευση και ευελιξία προκειμένου να επιτυγχάνεται ένας βασικός στόχος, πρωτίστως η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή και η πραγματική αξιοποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και πλουτοπαραγωγικών πηγών που όταν διακηρύσσονται ρητορικά για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς πρακτικά αποτελέσματα, απαξιώνονται ή μεταφέρονται στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων.
Δεύτερον, το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει οριοθέτηση και κατόπιν αξιοποίηση θαλάσσιων ζωνών χωρίς διαβούλευση, διαπραγμάτευση και συμφωνία ή, σε περίπτωση που η συμφωνία δεν είναι εφικτή, χωρίς προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτική κρίση, με πιο έγκυρη την κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο βασικό στοιχείο που αναδεικνύεται από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών στη διεθνή αγορά ενέργειας, ένα στοιχείο που κατέστη πιο έντονο λόγω της πανδημίας: Ο χρόνος τρέχει πλέον πολύ γρήγορα και τα υποθαλάσσια αποθέματα ορυκτών καυσίμων κινδυνεύουν να απαξιωθούν.
Όλα αυτά, συνεπώς, οφείλουμε να τα συνεκτιμήσουμε στη διαμόρφωση της συνολικής πολιτικής μας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, αλλά και για τη διαμόρφωση του διεθνούς και περιφερειακού πλαισίου μέσα στο οποίο θέλουμε να εξελιχθεί ο εθνικός μας βίος τις επόμενες πολλές δεκαετίες. Χωρίς εύκολες ρητορείες,
επισημαίνει ότι με τη συμφωνία που υπέγραψαν οι δύο χώρες η οριοθετική γραμμή της διμερούς συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών, θα χρησιμοποιείται πλέον και για την οριοθέτηση των άλλων θαλασσίων στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται κατά το διεθνές δίκαιο να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία.
Ωστόσο έχει μεγάλο ενδιαφέρον η επισήμανση του κ. Βενιζέλου ότι "τότε (το 1977) Ελλάδα, για να επιτευχθεί γρήγορα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, επέδειξε διπλωματική ευελιξία. Αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαποντίων Νήσων και αντιμεταθέσεις περιοχών...". Κι ενώ το δικαιολογεί πλήρως αυτό, προσθέτει ότι "έχοντας στο νου πρωτίστως την Τουρκία και την παραβατική και αντιπαραγωγική συμπεριφορά της" τώρα "έπρεπε κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής, οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι αποκλίσεις γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda, μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην ΕΕ, αλλά η Ελλάδα θεωρεί τους κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο".
Ο πρώην αντιπρόεδρος ολοκληρώνει τη διπλωματική του "βόμβα", προσθέτοντας ότι "η δήλωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία και την κοινή δήλωση που υπεγράφησαν στις 9.6.2020, μπορεί όμως να διατυπωθεί στη φάση της κύρωσης και επικύρωσης...".
Ολόκληρο το πολύ ενδιαφέρον άρθρο στην "Καθημερινή της Κυριακής"
"Οριοθετήσεις"
Με τη συμφωνία που υπέγραψαν στις 9 Ιουνίου 2020 η Ελλάδα και η Ιταλία, η οριοθετική γραμμή της διμερούς συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών θα χρησιμοποιείται πλέον και για την οριοθέτηση των άλλων θαλασσίων ζωνών στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται κατά το διεθνές δίκαιο να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όταν η Ελλάδα ανακηρύξει αποκλειστική οικονομική ζώνη, γενικά ή μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή, αυτή θα είναι ήδη οριοθετημένη και η έκτασή της θα ταυτίζεται με την έκταση της οριοθετημένης ήδη από το 1977 υφαλοκρηπίδας της. Το άρθρο 2 της συμφωνίας προβλέπει ότι αν ένα από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη αποφασίσει να ανακηρύξει μια θαλάσσια ζώνη, πρακτικά ΑΟΖ, πρέπει να ενημερώσει σχετικά, το ταχύτερο δυνατό, το άλλο μέρος.
Η οριοθετική γραμμή της συμφωνίας του 1977 που συνήφθη υπό το καθεστώς της τότε ισχύουσας Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για το Δίκαιο της Θάλασσας (η ισχύουσα σήμερα Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι που εισήγαγε την έννοια της ΑΟΖ, συνήφθη το 1982) διατηρείται απολύτως αμετάβλητη. Δεν επεκτείνεται ούτε προς Βορρά ( Αλβανία ) ούτε προς Νότο ( Μάλτα και Λιβύη ) έως ότου συντελεστούν οι οριοθετήσεις με τις αντίστοιχες γειτονικές χώρες.
Η μετατροπή της συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε συμφωνία για την οριοθέτηση και της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας ήταν ένας στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής που είχαμε ιδιαιτέρως αναδείξει από το 2013 και μετά. Θεωρώ, συνεπώς, επιτυχία το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή υπεγράφη.
Βεβαίως ο στόχος αυτός είχε τεθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, συνολική πολιτική που έχει κάποια μέτριας, κάποια μεγάλης και κάποια πολύ μεγάλης δυσκολίας κεφάλαια. Η οριοθέτηση με την Ιταλία εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, με την Αλβανία αλλά και με την Αίγυπτο στη δεύτερη, ενώ με την Τουρκία, τώρα δε πλέον και με τη Λιβύη στην τρίτη.
Το 1977 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή θεώρησε ότι η υπογραφή μιας συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, μετά την ελληνοτουρκική κρίση του 1976 που ανάγκασε τη χώρα μας να προσφύγει και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και εντέλει στο να υπογράψει το πρωτόκολλο της Βέρνης και το moratorium ερευνών επί της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι μια απτή απόδειξη ότι κάποιες γειτονικές χώρες στη Μεσόγειο μπορούν εύκολα να συμφωνήσουν σε οριοθέτηση με ειρηνικό και πολιτισμένο τρόπο.
Τότε η Ελλάδα, για να επιτευχθεί γρήγορα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, επέδειξε διπλωματική ευελιξία. Αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαποντίων Νήσων και αντιμεταθέσεις περιοχών, αντιμετώπισε συνεπώς με «δημιουργικό» τρόπο τον κανόνα της μέσης γραμμής, ενώ οι συντεταγμένες συμφωνήθηκαν με τρόπο που δεν θα ενοχλούσε τις γειτονικές χώρες ( Αλβανία, Λιβύη, Μάλτα ). Την περίοδο εκείνη η Ιταλία συνήψε σειρά συμφωνιών με γειτονικές χώρες για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.
Τώρα, 43 χρόνια μετά τη συμφωνία του 1977, 26 χρόνια μετά την κύρωση από την Ελλάδα της Συνθήκης του Μοντέγκο Μπει για το Δίκαιο της Θάλασσας και 7 χρόνια μετά τη συστηματική αναζωπύρωση του θέματος το 2013, υπεγράφη η συμφωνία που ουσιαστικά οριοθετεί στο ίχνος της υφαλοκρηπίδας και την ΑΟΖ των δύο χωρών, μέσα στις γνωστές συνθήκες έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μετά την υπογραφή, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, του λεγόμενου MOU Τουρκίας - Λιβύης.
Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για επιτυχή και θετική εξέλιξη. Επειδή, όμως, και το 1977 και το 2020 η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία έχοντας στο νου της πρωτίστως την Τουρκία και την παραβατική και αντιπαραγωγική συμπεριφορά της, είναι νομικά, πολιτικά και εντέλει ιστορικά αναγκαίο να γνωρίζουμε επακριβώς την εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας που υπεγράφη.
Καταρχάς η εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας του 1977 που αφορά αποκλίσεις από τη μέση γραμμή και την αρχή της πλήρους επήρειας των νησιών και σέβεται τις εκκρεμείς οριοθετήσεις με άλλες γειτονικές χώρες ( τριμερή σημεία ), μεταφέρεται και στη συμφωνία του 2020. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αν η Ελλάδα ζητούσε επαναδιαπραγμάτευση της οριοθετικής γραμμής, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία. Έπρεπε όμως, κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής, οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι αποκλίσεις γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda, μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην ΕΕ, αλλά η Ελλάδα θεωρεί τους κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο. Η δήλωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία και την κοινή δήλωση που υπεγράφησαν στις 9.6.2020, μπορεί όμως να διατυπωθεί στη φάση της κύρωσης και επικύρωσης.
Η νέα συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ μιας χώρας με χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων, την Ιταλία, και μιας χώρας με χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων, την Ελλάδα. Είναι συνεπώς λογικό να αναγνωρίζει ως αυτονόητο το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει και αυτή τα χωρικά της ύδατα, έστω αναγνωρίζοντας ήδη από τώρα παραδοσιακά αλιευτικά δικαιώματα της Ιταλίας στη ζώνη 6-12 ν.μ , όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά και στο Αιγαίο. Αυτός, μάλιστα, ο διακανονισμός λαμβάνει τη μορφή νομικά δεσμευτικής κοινής πρότασης των δύο χωρών προς την ΕΕ για τροποποίηση του σχετικού ενωσιακού κανονισμού αλιείας. Ο διακανονισμός ισχύει μάλιστα και πριν τη θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας.
Η Ελλάδα στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής δήλωσης που υπεγράφη ταυτόχρονα με τη συμφωνία, θεωρεί προφανές ότι τα όρια των οικοπέδων ( block ) που έχει ορίσει στο Ιόνιο για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα είναι συμβατά με την οριοθετική γραμμή μεταξύ των δύο χωρών και όποιες προσαρμογές είναι αναγκαίες πρέπει να γίνουν πριν την κύρωση, επικύρωση και θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με τη συμφωνία οι δύο χώρες αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ( αν δεν συμφωνηθεί μεταξύ τους άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο ) για την επίλυση διαφορών που δεν μπορούν να επιλυθούν διπλωματικά και πολιτικά, παρά τη σχετική προσπάθεια.
Στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας οι επιτυχίες δεν είναι στιγμές και γεγονότα αλλά καταστάσεις με διάρκεια που απαιτούν προσοχή στις λεπτομέρειες και πρόβλεψη για τη δυναμική των καταστάσεων αυτών. Τίποτα δεν είναι απλό και δεδομένο.
Μπορούμε συνεπώς να συγκρατήσουμε δύο βασικά στοιχεία από τις συμφωνίες οριοθέτησης του 1977 και του 2020 με τη φίλη και εταίρο Ιταλία:
Πρώτον, οι συμφωνίες οριοθέτησης προϋποθέτουν διαπραγμάτευση και ευελιξία προκειμένου να επιτυγχάνεται ένας βασικός στόχος, πρωτίστως η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή και η πραγματική αξιοποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και πλουτοπαραγωγικών πηγών που όταν διακηρύσσονται ρητορικά για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς πρακτικά αποτελέσματα, απαξιώνονται ή μεταφέρονται στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων.
Δεύτερον, το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει οριοθέτηση και κατόπιν αξιοποίηση θαλάσσιων ζωνών χωρίς διαβούλευση, διαπραγμάτευση και συμφωνία ή, σε περίπτωση που η συμφωνία δεν είναι εφικτή, χωρίς προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτική κρίση, με πιο έγκυρη την κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο βασικό στοιχείο που αναδεικνύεται από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών στη διεθνή αγορά ενέργειας, ένα στοιχείο που κατέστη πιο έντονο λόγω της πανδημίας: Ο χρόνος τρέχει πλέον πολύ γρήγορα και τα υποθαλάσσια αποθέματα ορυκτών καυσίμων κινδυνεύουν να απαξιωθούν.
Όλα αυτά, συνεπώς, οφείλουμε να τα συνεκτιμήσουμε στη διαμόρφωση της συνολικής πολιτικής μας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, αλλά και για τη διαμόρφωση του διεθνούς και περιφερειακού πλαισίου μέσα στο οποίο θέλουμε να εξελιχθεί ο εθνικός μας βίος τις επόμενες πολλές δεκαετίες. Χωρίς εύκολες ρητορείες,