Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Στο Μέγαρο Μαξίμου μπορεί να επιχαίρουν ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Ν.Δ. σε απόσταση από το δεύτερο κόμμα, ακόμη και αν τα ποσοστά της υποχωρούν σταθερά, αλλά αυτή η ανάγνωση αποδεικνύεται -αν μη τι άλλο- ελλιπής.
Τα νεότερα ευρήματα, που καταγράφουν πλειοψηφικό ποσοστό (και μάλιστα διπλάσιο σε σχέση με πέρυσι τέτοια εποχή) υπέρ της προσφυγής σε κάλπες, επιβεβαιώνουν ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν βρίσκεται στη σειρά κατάταξης των κομμάτων, αλλά στην απώλεια πολιτικής νομιμοποίησης. Ενώ όμως το δάχτυλο δείχνει το φεγγάρι, ο Κ. Μητσοτάκης και οι συν αυτώ επιλέγουν να κοιτάζουν το δάχτυλο…Το «φεγγάρι», στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η αλλαγή της κοινωνικής στάσης απέναντι στη σημερινή διακυβέρνηση. Για πρώτη φορά μετά το 2019, ένα ευρύ ρεύμα δεν περιορίζεται στην κριτική επιλογών, αλλά θέτει ευθέως ζήτημα πολιτικής συνέχειας. Η αυξανόμενη αποδοχή της ιδέας των πρόωρων εκλογών δεν συνιστά απλώς έκφραση δυσαρέσκειας, αλλά αμφισβήτηση του δικαιώματος για εξάντληση του συνταγματικού χρόνου με τους ίδιους όρους πολιτικής λειτουργίας…
Το αφήγημα της «κανονικότητας», που αποτέλεσε τη βάση της υπεροχής του κ. Μητσοτάκη, εμφανίζει σαφή σημάδια εξάντλησης. Η σταθερότητα και η τεχνοκρατική διαχείριση, που αρχικά λειτούργησαν ως πλεονεκτήματα, δεν παράγουν πια πολιτική υπεραξία. Αντιθέτως, θεωρούνται ολοένα περισσότερο ως έλλειψη στρατηγικής ανανέωσης και παρακμής. Ο μύθος της κυβερνητικής κανονικότητας έχει σβήσει…
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να κυβερνά, αλλά χωρίς νέο σχέδιο. Η άσκηση εξουσίας μοιάζει να αναπαράγεται αυτοματοποιημένα, με έμφαση στη διαχείριση της καθημερινότητας και όχι στη διαμόρφωση πολιτικού ορίζοντα, με αποτέλεσμα τη συνεχή αποσύνδεση από την κοινωνική προσδοκία…
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η απαίτηση για εκλογές καταγράφεται πλέον και εντός του εκλογικού ακροατηρίου της Ν.Δ. Αυτό δεν είναι συγκυριακή δυσαρέσκεια – αποτελεί ένδειξη εσωτερικής αποσυσπείρωσης και κόπωσης στη σχέση ηγεσίας και βάσης, καθώς η κυβερνητική παράταξη δεν αντιμετωπίζει μόνο εξωτερική πίεση, αλλά και εσωτερική φθορά συνοχής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η «γαλάζια» πολιτική κυριαρχία δεν στηρίζεται πλέον σε θετική κοινωνική ταύτιση, αλλά σε αρνητικούς παράγοντες: στην απουσία πειστικής εναλλακτικής, στον φόβο της αβεβαιότητας και στη λογική «το μη χείρον βέλτιστον». Είναι μια μορφή εξουσίας με κοινοβουλευτική ισχύ, αλλά χωρίς πολιτική ηγεμονία.
Το πρόβλημα για το Μέγαρο Μαξίμου δεν είναι αν θα αντέξει θεσμικά μέχρι το τέλος της τετραετίας – είναι αν μπορεί, στο μεταξύ, να ανακτήσει το πολιτικό νόημα της διακυβέρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα, η συζήτηση για τον χρόνο των εκλογών αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν αφορά μόνο το πότε θα στηθούν κάλπες, αλλά το αν η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να ασκεί εξουσία με όρους πολιτικής νομιμοποίησης που έχουν ήδη τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Το «φεγγάρι» είναι η απώλεια πολιτικής πειθούς και κοινωνικής ανοχής. Κι αν το Μαξίμου συνεχίσει να εστιάζει αποκλειστικά στο «δάχτυλο» των ποσοστών και των συγκρίσεων, το χάσμα με την κοινωνία απλώς θα διευρύνεται…
antinews.gr
