Αναλυτές της JPMorgan Chase & Co. αναφέρθηκαν σε πρόσφατη έκθεσή τους για το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Μπορεί ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν να διατηρεί άνετο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, δεν θα πρέπει όμως να αποκλεισθεί ένα σενάριο παραμονής του Τραμπ στην εξουσία.
Η υποχώρηση του δολαρίου σε χαμηλό διετίας έναντι του ενιαίου νομίσματος αποτελεί παράγοντα ανησυχίας για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αν και η βασική εντολή της ΕΚΤ δεν περιλαμβάνει χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η πορεία του ευρώ επηρεάζει και την πορεία των τιμών καταναλωτή, η σταθερότητα των οποίων και η επίτευξη του στόχου για πληθωρισμό κοντά στο 2% αποτελούν τη βασική εντολή της κεντρικής τράπεζας.
Η ανατίμηση του ευρώ οφείλεται σε διαφόρους παράγοντες. Το premium επιτοκίων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωζώνης περιορίζεται, καθώς οι δύο ισχυρότερες κεντρικές τράπεζες -Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ και ΕΚΤ- εμμένουν στην άσκηση χαλαρότερης νομισματικής πολιτικής για τη στήριξη των οικονομιών που «λυγίζουν» υπό το βάρος της πανδημίας. Πέραν τούτου, ένα ισχυρότερο ευρώ αντικατοπτρίζει εν μέρει τις καλύτερες επιδόσεις της Ευρώπης στη διαχείριση της πανδημίας. Και ένα ισχυρότερο νόμισμα, πέραν των επιπτώσεων στην πορεία του πληθωρισμού και των πιέσεων που συνεπάγεται για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς, δεν αποτελεί απαραίτητα δυσμενή εξέλιξη, όπως επισημαίνεται σε ανάλυση του Βloomberg.
Το ευρώ αναρριχήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο 1,20 έναντι του δολαρίου, στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2018.
Αν και έκτοτε έχει μετριάσει τα κέρδη του έναντι του αμερικανικού νομίσματος, από τις αρχές του έτους έχει ανατιμηθεί 6%. Η κυβέρνηση Τραμπ δεν ήταν ποτέ υπέρ ενός ισχυρού δολαρίου. Και οι πρόσφατες δηλώσεις ορισμένων αξιωματούχων της ΕΚΤ ερμηνεύθηκαν από παράγοντες της αγοράς ως φραστική παρέμβαση, ώστε να μπει «φρένο» στην άνοδο του ευρώ, φέρνοντας στο προσκήνιο σενάρια περί ενός συναλλαγματικού πολέμου. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την ανάλυση του BBG, η προεδρία Τραμπ συνοδεύθηκε από ένα ξέφρενο πάρτι των αμερικανικών μετοχών, με δυναμική ανάκαμψη από τα χαμηλά του Μαρτίου –τότε που το σαρωτικό πέρασμα του Covid-19 προκαλούσε έντονες αναταράξεις στις διεθνείς αγορές-και αλλεπάλληλα ιστορικά ρεκόρ τον Αύγουστο. Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι μια επανεκλογή Τραμπ θα αποτελούσε θετική εξέλιξη για τη Wall Street και το δολάριο.
Τι θα σήμαινε όμως για το αμερικανικό νόμισμα μια κυβέρνηση Μπάιντεν; Η απάντηση εξαρτάται από την οικονομική ατζέντα, αλλά και του προσώπου που θα επιλέξει ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για τη θέση του υπουργού Οικονομικών. Αν και ακόμη δεν υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις για το ποια θα ήταν η επιλογή Μπάιντεν για τη θέση του ΥΠΟΙΚ, για τους επενδυτές είναι ορατός ο κίνδυνος αύξησης φόρων με μια κυβέρνηση Δημοκρατικών. Παρουσιάζοντας την οικονομική του ατζέντα, ο Τζο Μπάιντεν είχε προαναγγείλει την αύξηση της φορολογίας σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, καθώς και αύξηση των δαπανών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας των ΗΠΑ.
Μια προοδευτική στροφή προς τη σύγχρονη νομισματική θεωρία θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη των αγορών διεθνώς, ειδικά εάν ασκηθούν πιέσεις στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) να κάνει το άλμα της νομισματικής χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών. Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ ενός ασθενέστερου δολαρίου.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Τραμπ είχε ταχθεί υπέρ ενός ασθενέστερου δολαρίου ως μέσου στηρίγματος των επιχειρήσεων στην αμερικανική μεταποίηση. Και, γεγονός, το πολιτικό χάος που μερικές φορές προκαλούσε είχε αντίκτυπο και στις αγορές, που χρεώνουν στον Μπάιντεν το «premium της λογικής». Κι ας μην ξεχνάμε ότι το προβάδισμα του υποψηφίου των Δημοκρατικών στις δημοσκοπήσεις δεν φρέναρε το ράλι της Wall Street.
Στην ουσία, οι δυνάμεις που καθορίζουν και την κατεύθυνση στις αγορές χρήματος και μετοχών δεν είναι αμιγώς πολιτικές. Το ξεκάθαρο προβάδισμα που απολάμβανε επί χρόνια η αμερικανική οικονομία έναντι της ευρωπαϊκής –με ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και υψηλότερα επιτόκια- φθίνει. Και μαζί με αυτό φθίνει και το προβάδισμα του δολαρίου, ανεξαρτήτως του ποιος θα καθίσει στον προεδρικό θώκο την επόμενη τετραετία.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα ήθελαν στο πλευρό τους ένα αδύναμο ευρώ, ως στήριγμα στις ευρωπαϊκές εξαγωγές και σε μια εποχή που οικονομίες πασχίζουν να εξέλθουν της ύφεσης. Ταυτόχρονα, θα προτιμούσαν τη σταθερότητα μιας κυβέρνησης Μπάιντεν, ως ευχάριστη αλλαγή στα μέτωπα αντιπαράθεσης που έχει ανοίξει η κυβέρνηση Τραμπ, κηρύσσοντας πόλεμο δασμών. Ακόμη κι αν το δολάριο συνεχίσει να διολισθαίνει έναντι των βασικών του ανταγωνιστών, οι πιθανότητες ενός συναλλαγματικού πολέμου θα είναι πολύ μικρότερες εάν αναλάβει καθήκοντα ο Μπάιντεν.