Ο θεσμός του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών καθιερώθηκε επί Προεδρίας Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1991, όταν ανέκυψε το Σκοπιανό.
Ήταν τόσο μεγάλο και τόσο ιστορικό το εθνικό διακύβευμα ώστε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας αξιοποιώντας το κύρος του, επέβαλλε και καθιέρωσε την λειτουργία ενός άτυπου πράγματι οργάνου, στο οποίο με την συμμετοχή όλων των αρχηγών κομμάτων του Κοινοβουλίου συζητούνταν εφεξής και λαμβάνονταν αποφάσεις για τα εθνικά θέματα. Και όχι μόνο.
Το Συμβούλιο συνεκάλεσαν κατά καιρούς και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου Καραμανλή -όσες φορές παρέστη ανάγκη- είτε για το Κυπριακό, είτε για το Μακεδονικό, είτε για το προσφυγικό, είτε (το 2015) για την παραμονή της Ελλάδος στο Ευρώ.
Ο τελευταίος που Πρόεδρος που το συνεκάλεσε ήταν ο Προκόπης Παυλόπουλος. Σε υβριδική μορφή Συμβούλιο συνεκάλεσε και ο Χρήστος Σαρτζετάκης στο γραφείο του το 1990 κατά την διάρκεια των διερευνητικών εντολών για την συγκρότηση Οικουμενικής Κυβέρνησης με επι κεφαλής τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Από τα πρακτικά της σύσκεψης των τεσσάρων (Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Κύρκος, Φλωράκης) διαφαίνεται ότι η συζήτηση είχε διεξαχθεί εφ όλης της ύλης και είχε επεκταθεί στα εθνικά θέματα.
Τα πρακτικά των Συμβουλίων Πολιτικών Αρχηγών παραμένουν έως και σήμερα απόρρητα . Ακόμη και αυτά που διεξήχθησαν την δεκαετία του 1990. Οι πρωταγωνιστές τους έχουν αποδεσμεύσει αποσπάσματα (ο Κ. Καραμανλής μέσω των Αρχείων του, ο Κ. Μητσοτάκης μέσω των αφηγήσεων του), ποτέ όμως το σύνολο τους. Αν και πειρασμοί υπήρξαν πλείστοι. Όπως λοιπόν προκύπτει από την προϊστορία του άτυπου αυτού θεσμού-άτυπο είναι και το Eurogroup, μην το ξεχνάμε – δεν υπήρξε ποτέ κρίσιμη εθνική καμπή που να μην συνεδρίασε το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.
Ως φαίνεται από την τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην ΔΕΘ εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή. Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών οδεύει γοργά προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Με δυσκολία έκρυψε ο πρωθυπουργός την δυσφορία του από την εμπειρία της συμμετοχής του σε αυτό το 2016 εποχή που η Βουλή ήταν επτακομματική και έπρεπε να καθίσει στο ίδιο τραπέζι διαλόγου με τον Πάνο Καμένο και τον Βασίλη Λεβέντη.
Ωστόσο όπως είναι γνωστό εις τους παροικούντες την Ιερασουλήμ δύο είναι οι βασικοί λόγοι που το Συμβούλιο Αρχηγών δεν συγκαλείται αυτή την εποχή αλλά και αν συγκληθεί ο ρόλος του θα είναι διεκπεραιωτικός, απλώς επικυρωτικός. Για να να επικυρωθεί η παραπομπή των ελληνοτουρκικών «διαφορών» στην Χάγη, αφού έχει υπογραφεί το συνυποσχετικό.
Τον πρώτο λόγο τον είπε ανοικτά ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη Τύπου: «Μην ξεχνάτε ότι κρατιούνται πρακτικά». Αυτός βεβαίως θα έπρεπε να είναι λόγος σύγκλησης του Συμβουλίου, όχι αναστολής των εργασιών του. Δικαιούνται οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων να γνωρίζουν. Είναι χρέος των αρχηγών απέναντι στην ιστορία να καταγραφούν οι απόψεις τους για τον χειρισμό της ελληνοτουρκικής κρίσης. Αλλά από ότι φαίνεται ούτε ο Πρωθυπουργός, ούτε και οι λοιποί αρχηγοί όμως, για να είμαστε δίκαιοι, επιθυμούν -μολονότι υποκριτικά το ζητούν- να μετάσχουν σε μια συνεδρίαση στην οποία θα πουν ανοικτά τις απόψεις τους για τα ελληνοτουρκικά Άγνωστο τι είναι αυτό που τους απασχολεί, υποθέσεις μπορεί να γίνουν βεβαίως.
Στην πραγματικότητα οι πολιτικοί αρχηγοί διευκολύνονται με τις προσωπικές συναντήσεις με τον πρωθυπουργό (όπου μιλούν ανοικτά χωρίς πρακτικά και μάρτυρες), με την λειτουργία συνδέσμων επικοινωνίας (συνεργατών τους) με την διπλωματική σύμβουλο του πρωθυπουργού και βεβαίως με την τακτική σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής.
Ο δεύτερος λόγος που ο κύριος Μητσοτάκης δεν συγκαλεί το Συμβούλιο, πέραν της επίκλησης του επιχειρήματος ότι δεν είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένο άρα δεν υποχρεούται τυπικώς , είναι η απειρία της Προέδρου.
Η κυβέρνηση δεν έχει εμπιστοσύνη ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να φέρει σε πέρας μια τόσο μεγάλης και ιστορικής σημασίας συνεδρίαση. Εάν και κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τις ικανότητες μιας γυναίκας που διεύθυνε το Συμβούλιο Επικρατείας, έναν θεσμό απαιτητικό, αυτή η άποψη επικρατεί στα ενδότερα του Μαξίμου.
Ο αρχηγός του κράτους μένει έτσι εντελώς εκτός κάδρου στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων περιοριζόμενος στην ενημέρωση που του κάνει ο πρωθυπουργός. Μετά από σχεδόν έξι μήνες στο αξίωμα, τα συμπεράσματα είναι πλέον καθαρά: Επί ημερών Σακελλαροπούλου και με ευθύνη της Προέδρου «μικραίνει» ο θεσμός της Προεδρίας και μεγεθύνεται συνταγματικά ο ρόλος του Πρωθυπουργού. Η κυρία Πρόεδρος άκουσε την άποψη του Πρωθυπουργού για το Συμβούλιο Αρχηγών και συνέχισε την περιοδεία της στο Καστελλόριζο κάνοντας κήρυγμα …για τις μάσκες.
Για την ιστορία, η θέση του Πρωθυπουργού για την σύγκληση του Συμβουλίου Αρχηγών όπως διατυπώθηκε στην ΔΕΘ έχει ως εξής:
Κυριάκος Μητσοτάκης (…): «Η δική μου προσωπική εμπειρία από τα Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών στα οποία συμμετείχα δεν είναι η καλύτερη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να είναι μία επιλογή την οποία ενδέχεται να πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όταν θα φτάσουμε -μπορεί, δεν το ξέρω αυτό- στο σημείο να πρέπει να επικυρωθούν κάποιες αποφάσεις που έχουν παρθεί. Προς το παρόν δεν είμαστε σε αυτό το σημείο. Έχω απολύτως ήσυχη τη συνείδησή μου ότι έχω κρατήσει πλήρως ενήμερη την Αντιπολίτευση για τις κινήσεις μας, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τουλάχιστον από την ενημέρωση που είχα εγώ, όταν εγώ ήμουν Αρχηγός της Αντιπολίτευσης.
Από εκεί και πέρα η επιλογή του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπάρχει πάντα. Εφόσον κρίνω ότι αυτή πρέπει να ενεργοποιηθεί, έτσι ώστε να υπάρξει και μία κατάληξη -θέλω να θυμίσω ότι αυτό είναι ένα άτυπο όργανο, δεν είναι ένα όργανο το οποίο είναι συνταγματικά και ισχυρά κατοχυρωμένο- εφόσον κρίνω ότι είναι απαραίτητο, η επιλογή αυτή υπάρχει πάντα στο τραπέζι. Και βέβαια μην ξεχνάμε ότι στο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών κρατιούνται και πρακτικά».
πηγή: «ΕΣΤΙΑ»