Συστηματικά, ιδίως την τελευταία διετία, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και Αθλητισμού διαφωνεί με κεντρικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται o πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, Σταύρος Κοντονής, μετά την ανακοίνωσή του σε πρωϊνή εκπομπή στον ANT1, με την οποία παραιτήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Η κίνηση του όμως δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία» αφού ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια έχει κρατήσει αποστάσεις από επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως σε ζητήματα που σχετίζονται με θεσμικά θέματα, ζητήματα δικαιοσύνης, ενώ έχει κρατήσει αποστάσεις και από την υπόθεση Παπαγγελόπουλου.
Ο πρώην υπουργός Αθλητισμού από το 2015 έως το 2018 και υπουργός Δικαιοσύνης έως το 2018 εκδήλωσε την διαφωνία του με τις αλλαγές που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Συσχετίζοντάς αυτές τις διαφωνίες με την πιθανότητα να μην στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα οι καταδικασθέντες της Χρυσής Αυγής. Αυτό το στοιχείο αναδείχθηκε κυρίως λόγω της τρέχουσας συγκυρίας. Παρόλα αυτά όπως φάνηκε από τα όσα είπε ο Σταύρος Κοντονής, οι διαφωνίες που τον οδήγησαν στο να παραιτηθεί από στέλεχος και να παραμείνει απλό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ έχουν βαθύτερες «ρίζες».
Οι μηχανισμοί
Ο ίδιος ο Σταύρος Κοντονής, δήλωσε ότι ο βασικός λόγος που τον ώθησε σε μία τέτοια κατεύθυνση είναι η λειτουργία «μηχανισμών» στο εσωτερικό του κόμματος, ενόψει μάλιστα του συνεδρίου που θα γίνει το 2021. Μάλιστα όταν ρωτήθηκε για το αν θέτει ζήτημα πολιτικών θέσεων του κόμματος ή απλά προσώπων που επιλέγησαν, απέφυγε να απαντήσει. Ο Σταύρος Κοντονής έως στιγμής δεν έχει καταγραφεί σε κάποιο από τα «μπλόκ» ή τις τάσεις που καταγράφονται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην λεγόμενη «προεδρική» τάση, είτε στους «53» είτε στον «ενδιάμεσο» χώρο που αρχίζει να διαμορφώνεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οι διαφωνίες στο υπουργείο Δικαιοσύνης
Στο παρελθόν πάντως, φέρεται να έχει διαφωνήσει με κεντρικές επιλογές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, είτε αυτές αφορούσαν θέματα που σχετίζονταν με την δικαιοσύνη, είτε ζητήματα που αφορούσαν την συνταγματική αναθεώρηση.
Κομβικό σημείο θεωρείται η «συνυπάρξή» του στο υπουργείο Δικαιοσύνης με τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δημήτρη Παπαγγελόπουλο. Άλλωστε είναι χαρακτηριστική η δήλωση που έκανε τον Φεβρουάριο του 2020 όταν βρίσκονταν στο απόγειό τους οι διαδικασίες της Προανακριτικής Επιτροπής που κατέληξε στην παραπομπή Παπαγγελόπουλου σε δικαστικό συμβούλιο και ειδικό δικαστήριο. Τηρώντας σαφείς αποστάσεις είχε αναφέρει για τα όσα είχαν καταμαρτυρήσει εναντίον του δικαστικοί λειτουργοί πως «είναι σοβαρές καταθέσεις και από ότι έχουμε διαβάσει εμπεριέχουν επιβαρυντικά στοιχεία για τον κ. Παπαγγελόπουλο. Ο ίδιος το έχει αρνηθεί. Έχει πει ότι όλα αυτά είναι αναληθή». Μάλιστα η δήλωση του τότε, είχε δεόντως αναδειχθεί από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Πάντως όταν το 2018 ο Σταυρος Κοντονής αντικατάσταθηκε τον Αύγουστου του 2018 από τον Μιχάλη Καλογήρου στο υπουργείο Δικαιοσύνης, η μετάβαση έγινε δίχως αντιδράσεις από τον ίδιο. Όμως μερικούς μήνες αργότερα τον Μάρτιο του 2019 ο Σταύρος Κοντονής δήλωσε ότι είχε ενστάσεις με τον νέο Ποινικό Κώδικα και σκόπευε να τον αλλάξει. Όπως είχε δηλωσει «είχα προβλέψει τη σύσταση νέας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία επί του σχεδίου της προηγούμενης θα κατέληγε σε ένα σχέδιο που θα μας έβρισκε σύμφωνους όλους. Αυτό δεν έγινε γιατί μεσολάβησε ο ανασχηματισμός». Επίσης είπε εμμέσως πλήν σαφώς ότι είχε διαφωνίες με την ηγεσία του κόμματος για ζητήματα του υπουργείου.
Η συνταγματική αναθεώρηση και ο ΠτΔ
Ο Σταύρος Κοντονής όμως είχε εκφράσει τις διαφωνίες του και στα ζητήματα της Συνταγματικής Αναθεώρησης αντιδρώντας στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας που προέβλεπαν αλλεπάλληλες διαδοχικές ψηφοφορίες και στο τέλος άμεση εκλογή. Σε αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Αυγή» είχε τονίσει ότι αυτή η επιλογή δεν υπηρετεί τον στόχο της αποσύνδεσης της εκλογής Προέδρου από τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, αλλά αντιθέτως κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Μάλιστα είχε επισημάνει τον κίνδυνο της πιθανότητας να μην εκλεγεί ο υποψήφιος που θα προτείνει η κυβέρνηση αλλά αυτός που θα προτείνει η αντιπολίτευση με αποτέλεσμα η αντιπολίτευση να «ζητήσει εκλογές ισχυριζόµενη ότι µέσω της προεδρικής εκλογής προέκυψε άρση της νοµιµοποίησης της κυβέρνησης». Υποστήριξε πως κάτι τέτοιο θα εμπλέξει τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας σε έναν «εντονότατο κοµµατικό ανταγωνισµό».
News247.gr.