Στο Κουάκενμπρουκ λειτουργεί μία από τις μεγάλες φαρμακαποθήκες του γερμανικού στρατού, με τεράστιους χώρους φύλαξης και εμπειρία στη διακίνηση φαρμακευτικών προϊόντων. Από εδώ αρχίζει, την Τρίτη, η μεταφορά του εμβολίου σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας.
Πολλοί ανυπομονούν και ζητούν να επιταχυνθούν οι εμβολιασμοί. Με τους σημερινούς ρυθμούς ο Φρανκ Ούλριχ Μοντγκόμερι, πρόεδρος του διεθνούς ιατρικού συνδέσμου World Medical Association, θεωρεί ότι το σύνολο του πληθυσμού δεν θα έχει εμβολιαστεί πριν από τις αρχές του 2022. Εκτιμάται ότι ένα άρτια εξοπλισμένο εμβολιαστικό κέντρο σε μία μεγάλη πόλη της Γερμανίας εξυπηρετεί έως 250.000 άτομα την εβδομάδα.
Πολλοί είναι πάντως εκείνοι που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, είτε γιατί φοβούνται πιθανές παρενέργειες, είτε γιατί δηλώνουν γενικώς αντίθετοι στα εμβόλια. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκοπήση το 59% των Γερμανών δηλώνει πρόθυμο να εμβολιαστεί. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελβετία δεν ξεπερνά το 52%. Ο εμβολιασμός θα είναι δωρεάν για το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο δεν προβλέπεται, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, δικαίωμα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά εμβόλια.
Πιο εύκολη συντήρηση για το εμβόλιο της Moderna
Πλεονέκτημα του σκευάσματος της Moderna θεωρείται η εύκολη συντήρησή του. Σε αντίθεση με το εμβόλιο των BionTech/Pfizer, που πρέπει να ψύχεται διαρκώς σε θερμοκρασία -70 βαθμών Κελσίου, το εμβόλιο της Moderna διατηρείται για τρεις εβδομάδες σε οποιοδήποτε ψυγείο, ενώ σε θερμοκρασίες από -8 έως 2 βαθμούς μπορεί να συντηρηθεί για περίπου έξι μήνες. Αυτή η ιδιότητά του θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτρέψει τον εμβολιασμό σε ένα απλό ιατρείο ή φαρμακείο και όχι μόνο σε ειδικά διαμορφωμένα εμβολιαστικά κέντρα, όπως συμβαίνει μέχρι στιγμής με το εμβόλιο των BionTech/Pfizer. Ήδη στη Μ.Βρετανία οι ειδικοί κάνουν λόγο για πιθανή επέκταση των εμβολιασμών στα φαρμακεία. Στη Γερμανία δεν θεωρείται αυτονόητο να συμβεί κάτι αντίστοιχο, καθώς ακόμη και ένα απλό εμβόλιο κατά της γρίπης προϋποθέτει ιατρικό ραντεβού και δεν επιτρέπεται να γίνει σε φαρμακείο. Γενικότερα ωστόσο εκτιμάται ότι όσα περισσότερα εμβόλια κυκλοφορήσουν, τόσο θα διευκολύνονται οι διαδικασίες.
Γι αυτό άλλωστε- αλλά και για να περιορίσει το κόστος- η Κομισιόν ακολούθησε εξ αρχής μία τακτική «διασποράς κινδύνου», εξασφαλίζοντας τη χαμηλότερη δυνατή τιμή από πολλά πιθανά εμβόλια, που όμως δεν είχαν όλα την ίδια επιτυχή εξέλιξη. Συγκεκριμένα, η Κομισιόν είχε προπαραγγείλει 300 εκατομμύρια δόσεις στις BionTech/Pfizer, 160 εκ. δόσεις στην αμερικανική Moderna, 400 εκ. δόσεις στη βρετανο-σουηδική AstraZeneca και στην αμερικανική Johnson & Johnson, 405 εκ. δόσεις στη γερμανική Curevac και 300 εκ. στη γαλλική Sanofi. Οι BionTech/Pfizer κινήθηκαν γρήγορα για να κυκλοφορήσουν το πρώτο εμβόλιο, ενώ για παράδειγμα η Curevac καθυστέρησε λίγο. Ωστόσο, η συμφωνία συνεργασίας που υπέγραψε προ ημερών η γερμανική εταιρία με την Bayer αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στις κλινικές έρευνες.
Το κόστος των εμβολίων
Σημαντική διαφορά φαίνεται ότι υπάρχει στο κόστος των εμβολίων, ανάλογα με την εταιρία. Για λόγους εμπιστευτικότητας η Κομισιόν δεν δημοσιεύει πληροφορίες για το οικονομικό κομμάτι της συμφωνίας. Ωστόσο, μετά από κυβερνητική διαρροή στο Βέλγιο (και συγκεκριμένα ένα tweet της υφυπουργού Οικονομικών Εύα ντε Μπέεκερ που μάλλον κατά λάθος είδε το φως της δημοσιότητας) ο γερμανικός τύπος δημοσιεύει σχετικά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, στην προπαραγγελία το εμβόλιο της AstraZeneca στοιχίζει 1.78 ευρώ, της Johnson & Johnson 6.95 ευρώ, της Sanofi-GSK 7.56 ευρώ, της Curevac 10 ευρώ, της BionTech/Pfizer 12 ευρώ και της Moderna 14.70. Σε αυτές τις τιμές δεν συνυπολογίζονται οι εκπτώσεις για μαζική παραγγελία σε μεγάλη κλίμακα.
Φαίνεται ότι η Κομισιόν πράγματι κατάφερε να ελαχιστοποιήσει το κόστος της παραγγελίας, αν ευσταθεί η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία που δημοσιεύει η εφημερίδα General-Anzeiger της Βόννης ότι το Ισραήλ πλήρωσε στην Pfizer 50 δολάρια για κάθε εμβόλιο, ποσό τριπλάσιο από εκείνο που είχε καταβάλει η ΕΕ. Στην πραγματικότητα βέβαια, τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα. Το Ισραήλ κατέφυγε σε μία συμφωνία της τελευταίας στιγμής για σχετικά λίγα εμβόλια, αλλά με βέβαιη επιτυχία (οι BionTech/Pfizer κάνουν λόγο για ποσοστό επιτυχίας 90% σύμφωνα με τις κλινικές δοκιμές).
DW Γιάννης Παπαδημητρίου (DPA, AFP, General-Anzeiger)