«Γόνος του Ρήγα ο κύρης μου, γεννήθηκε στις Φέρες / στο Σούλι η μάνα μου είδε το φως, στου Αλί Πασά τις μέρες. // Κι εγώ Υδραίος και Σπετσιώτης, θαλασσινός και στεριανός, / το βράδυ είμαι αποσπερίτης και το πρωί αυγερινός / κι είναι ο Θούριος για μένα ύμνος εωθινός.
»Κλέφτης κι αρματολός στον Μπότσαρη και στη Γραβιά Ανδρούτσος / ναύτης ήμουνα στον Κανάρη και στον Μιαούλη μούτσος. // […] Είπα τη Μάντω αρχόντισσα, την Μπουμπουλίνα λεβεντιά, / δώρα τους έφερα στολίδια από τη Βενετιά.»
Κι ακολουθεί άλλο τόσο και περισσότερο… Είναι «Το μοναδικό ποίημα της Ελένης Αρβελέρ για την “Καθημερινή”», όπως το διαφήμισε η εφημερίδα και το αναπαρήγαγαν διάφορες ιστοσελίδες, νομίζοντας πως είναι το ένα και μοναδικό ποίημα της «Αυτοκράτειρας των καιρών μας», όπως την έχει αποκαλέσει ο Μωυσής των καιρών μας. Ομως ήδη το 1998 βρίσκω, χωρίς ιδιαίτερο ψάξιμο, ποιητική συλλογή της στις εκδόσεις Ερμής: το επισημαίνω, επειδή πολλοί απέδωσαν το τωρινό της στιχούργημα στην ηλικία της και το αντιμετώπισαν με τη δέουσα συγκατάβαση.
Οχι· πάντα έτσι, άτεχνα, άρρυθμα κτλ. έγραφε η αυτοκράτειρα, ποιήματα που «θυμίζουν πολύ τις πίσω σελίδες των παλιών ημερολογίων», κατά τον Δημήτρη Ψαρρά, σ’ ένα γενικότερα εύστοχο άρθρο του εδώ («Μια ΕΠΟΝίτισσα για τον κ. Μητσοτάκη», 31/10/20). Συμπαθείς συνταξιούχους, θα πρόσθετα πως μου θυμίζουν εμένα, που πάνε και απαγγέλλουν διάφορα τέτοια στιχουργήματα στην εκπομπή π.χ. της Αννίτας Πάνια. Καμία σχέση δηλαδή με κοτζάμ επιστημόνισσα, της Σορβόνης κτλ., που τη μελοποιούν, τη δισκογραφούν και παρουσιάζουν τη σχετική δουλειά σε συναυλία στο Μέγαρο κ.α.
⌦ Το καινούριο και αξιοσημείωτο στην αλυσίδα ιλαρών «ποιημάτων» της κ. Αρβελέρ είναι η αναπαραγωγή του μύθου της Λαύρας και του Παλαιών Πατρών, μύθου που έχει εξαφανιστεί προ πολλού από κάθε στοιχειωδώς σοβαρή ιστοριογραφία.
Γράφει λοιπόν στο ποίημα με το οποίο ξεκινήσαμε:
«Τιμώ τον Γέρο του Μωριά και αγαπώ τον Μακρυγιάννη / ο λόγος του αστραφτερός, φτερά μου δίνει και με κάνει / στη Λαύρα το λάβαρο να υψώνω, που εχθρός κανείς δεν φτάνει / αυτό που ευλόγησε ο Πατρών κι είχε την άνοιξη σημάνει».
«Εθνική Ιστορία» των τηλεοπτικών καναλιών και του εθνοπατριωτικού Τύπου, στους αντίποδες ακριβώς της πραγματικής Ιστορίας. Με σύμμαχο τώρα την αυτοκράτειρα, συμπολεμίστρια των αντιδραστικότερων και εκ φύσεως ανιστόρητων, μάλλον αντιιστορικών δυνάμεων.
Και σκέπη και βοηθό του κυβερνήτη μας. Τον οποίο είχε θελήσει να στηρίξει στον αγώνα του για την αρχηγία της Ν.Δ. με το ακόλουθο στιχούργημα, που του το ’στειλε μάλιστα σε βιντεάκι όπου απαγγέλλει η ίδια, χαμογελώντας αυτάρεσκα για τη χειρονομία της και προφανώς για την τέχνη της:
«Δεν είναι ανάγκη, μετά από το “ο καλύτερος” να λες “ναι, μεν, αλλά”, / όπως λ.χ. θα έπρεπε να έχει μάτια γαλανά, και όχι καστανά. / Οταν φτωχεύσουνε οι πλούσιοι, δεν θα πλουτίσουν οι φτωχοί. / Μα όταν κυβερνούν ανίκανοι, ένοχοι είναι οι ικανοί. / Κι όταν μόνο ανάξιοι μιλάνε για αξίες, τότε, η απαξίωση θα είναι γενική. / Ας τα σκεφτεί αυτά, όποιος στην κάλπη ρίχνει την ψήφο του, για όποια και να ’ναι εκλογή».
Αρκετά όμως τα αστεία. Ας αφήσουμε την αυτοκράτειρα να δημιουργεί, και προπάντων να πολιτεύεται· να περιμένει να δακρύσουν τα ψηφιδωτά της Αγια-Σοφιάς, που έγινε τζαμί, και να μην ξεστομίζει λέξη για την άθλια τύχη που επιφυλάσσουν οι πολιτικοί της φίλοι στα βυζαντινά μνημεία του μετρό της Θεσσαλονίκης.
⌦ Και ας σταθούμε στην άλλη, αχαρακτήριστη χειρονομία, στην ίδια τη δημοσίευση του «μοναδικού» ποιήματος, πού; στην πρώτη σελίδα της κυριακάτικης «Καθημερινής» της 21/3, στο κέντρο, σε γκρίζο φόντο και με μεγάλα στοιχεία.
Εγραφα πρόσφατα εδώ για την κατάντια της δημοσιογραφίας, με τίτλο «Στου Μαρινάκη τον καιρό…» (12/3). Ο οποίος Μαρινάκης όμως, με την ώς τώρα γενικότερη πολιτεία του, αλλά και με την άγνοιά του, στο κάτω κάτω, από Τύπο, ήταν ίσως αναμενόμενο να ευτελίσει δύο από τις σοβαρότερες κάποτε εφημερίδες –αναμενόμενο, έτσι, και το περιβόητο εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino, άσχετα αν αποσύρθηκε τελευταία στιγμή, και αποσοβήθηκε υποτίθεται ο διασυρμός των αγωνιστών του ’21, που τους φόρεσαν τις φάτσες σύγχρονων ηγετών, μαζί και του Μωυσή αλλά και της Γιάννας.
Ομως η «Καθημερινή», μας αρέσει δε μας αρέσει, ακόμα και με τον διαρκώς εμπλουτιζόμενο στρατό της από ακραία δεξιές πένες, παραμένει ίσως η σοβαρότερη εφημερίδα. Και αδυνατώ να σκεφτώ σε ποια εποχή και με ποια διεύθυνση θα αναρτούσε πρωτοσέλιδα και «κορνιζωμένο» ένα τέτοιο «ποίημα», τρολιά, όπως λέμε σήμερα, κατά της ποίησης και της Ιστορίας του ’21, τρολιά λοιπόν και της εφημερίδας κατά της δημοσιογραφίας και των αναγνωστών.
Κατάντια, τσίρκο, μου έρχεται να πω. Δεν είναι όμως αστείο.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών