28 Νοε 2021

Εθνεγερσία του 1821: Η απόδειξη της βιωματικής σχέσης των Ελλήνων με την ελευθερία

 


Προκόπης Παυλόπουλος: Η Εθνεγερσία του 1821 «επικύρωσε» την διαχρονική «βιωματική-υπαρξιακή» σχέση του Έθνους των Ελλήνων με την Ελευθερία και σήμερα «χαράζει» την πορεία επιτέλεσης του Εθνικού μας Χρέους..

Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος μίλησε, με θέμα «Η βιωματική σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία», κατά την Πανηγυρική Εκδήλωση του Δήμου Ναυπλιέων για την Απελευθέρωση της Πόλης του Ναυπλίου, την 30η Νοεμβρίου 1822. Στην ομιλία του αυτή ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Η βιωματική –«υπαρξιακή», κατ’ ουσία, αφού συνδέεται αρρήκτως με την υπεράσπιση της αξίας τους και της ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, διαχρονικώς- σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία έχει τις ρίζες της στις απαρχές της εμφάνισης και δημιουργίας του ελεύθερου και «ατίθασου» Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.  Έκτοτε, και αδιαλείπτως, εμείς, οι Έλληνες, πορευόμαστε ιστορικώς στους «δρόμους της Ελευθερίας» του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.  Αυτοί δε οι «δρόμοι της Ελευθερίας», τους οποίους άνοιξε και διήνυσετο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα στην πορεία προς την κορύφωση της δημιουργίας του -που διαμόρφωσε και την ανεκτίμητη «παρακαταθήκη» του για το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού- οδήγησαν και στην τελική σύνθεση της πεμπτουσίας της Ελευθερίας, περίπου όπως την προσλαμβάνουμε και σήμερα.

Δηλαδή μιας Ελευθερίας, η οποία αποτελεί στην εποχή μας την βασική, θεσμική και πολιτική, αντηρίδα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως μέσου πολιτειακής οργάνωσης που της παρέχει τις πιο αξιόπιστες εγγυήσεις για την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Αυτή την πεμπτουσία της Ελευθερίας -και, συνακόλουθα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως εγγύησης της Ελευθερίας- υπερασπίσθηκαν, πριν και κυρίως μετά την Εθνεγερσία του 1821, οι αγωνιζόμενοι Έλληνες.  Και πάνω της θεμελίωσαν τα πρώτα Ελληνικά Συντάγματα, ακόμη και όταν δεν είχε ιδρυθεί το Νεότερο Ελληνικό Κράτος, κάτι το οποίο επισυνέβη το 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Επιπλέον το Έθνος των Ελλήνων, το οποίο δημιουργήθηκε εδώ και πάνω από 3.000 χρόνια ιδίως πάνω στην στέρεη βάση της Ελληνικής Γλώσσας, εξεγέρθηκε κατά του βάρβαρου και αιμοσταγούς οθωμανικού ζυγού το 1821.  Εξ ού και η Επανάσταση του 1821 φέρει όλα τα εμβληματικά χαρακτηριστικά της «Εθνεγερσίας», η οποία οδήγησε και στην δημιουργία του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη.

A. Ειδικότερα, αρχής γενομένης κατ’ εξοχήν από τους Μηδικούς Πολέμους -από τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και την Σαλαμίνα- οι Έλληνες ουδέποτε ανέχθηκαν να ζήσουν υπό καθεστώς κατάκτησης και δουλείας.  Και όταν ακόμη η Ελλάδα κατακτήθηκε, όπως κατά την περίοδο του οθωμανικού ζυγού από το 1453 ως το 1821, οι Έλληνες, αδιαλείπτως, αγωνίζονταν για την αποτίναξη της ξένης κατοχής και ουδέποτε συμβιβάσθηκαν, έστω και καθ’ υποφοράν, με την κατακτητική καταπίεση ή και βαρβαρότητα.  Κατά γενική, λοιπόν, αναγνώριση παγκοσμίως, οι Έλληνες υπήρξαν, είναι και θα παραμείνουν Έθνος και Λαός της Ελευθερίας.

E contrario, η κατάσταση ανελευθερίας, υφ’ οιανδήποτε έποψη και εκδοχή, για τους Έλληνες αποτελεί contradictio in adjecto. Υπ’ αυτό, λοιπόν, το πρίσμα, η σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία είναι, κατά τα προμνημονευόμενα, βιωματική.  Με την έννοια ότι οι Έλληνες μόνον ελεύθεροι -και, άρα, μέσα  σε καθεστώς αντίστοιχης δημοκρατικής διακυβέρνησης και ανάλογης συμμετοχής «στα κοινά», δια της ακώλυτης άσκησης των κατάλληλων πολιτικών δικαιωμάτων- μπορούν να υπερασπισθούν την αξία τους και ν’ αναπτύξουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους. Η Εθνεγερσία του 1821, διακόσια χρόνια πριν, αναδεικνύει, με λαμπρή ιστορική ευκρίνεια, το πώς και γιατί οι Έλληνες, που επαναστάτησαν για ν’ αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό, ακολουθούσαν, κατά κεραία, την προγονική «παρακαταθήκη» του αγώνα υπέρ της Ελευθερίας, όπως την συμπυκνώνει ιδανικά, κατά τον Αισχύλο («Πέρσες», 401-405), ο παιάνας της Ναυμαχίας στην Σαλαμίνα:

«Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.»

B. Μια παράθεση ορισμένων κειμένων πριν από την Εθνεγερσία του 1821 και μετά από αυτήν αρκεί για να καταδείξει, σε ό,τι αφορά έστω και αυτή την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων, την προαναφερόμενη σχέση του Έθνους των Ελλήνων με την Ελευθερία. Συγκεκριμένα:

1. Στην ψυχή των αγωνιζόμενων Ελλήνων, ως την ευόδωση της Εθνεγερσίας, «φώλιαζε» πάντα ο «Θούριος» του Ρήγα Φεραίου, που διερωτάτο:

«Τί σ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσεις καὶ νά ‘σαὶ στὴ σκλαβιά;»

Όπως επίσης -και κατ’ εξοχήν- η κατάληξη:

«Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή

παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή».

2. Προεχόντως, η «Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς της Μεσσηνιακής Γερουσίας -ή Συγκλήτου- μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, την 23ηΜαρτίου 1821, δεν συνιστά μια απλή ανακοίνωση της έναρξης της Εθνεγερσίας του 1821. Η χρήση του όρου «Προειδοποίησις» δεν ήταν, κάθε άλλο, τυχαία.  Διότι από αυτό τούτο το κείμενό της προκύπτει πως ο βασικός στόχος σύνταξης και κοινοποίησής της «extra muros» ήταν, κατά κύριο λόγο, να καταστεί σαφές προς την Ευρώπη ότι η Επανάσταση του 1821 σήμαινε την απόφαση των Ελλήνων να κατακτήσουν την Ελευθερία τους με κάθε τρόπο, ακόμη και με την ζωή τους, δίχως κανένα «πισωγύρισμα». Με άλλες λέξεις, η «Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς» περιέκλειε το σύνολο του ως άνω μηνύματος του «Θουρίου» του Ρήγα Φεραίου.

3. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω παρέχει το Προοίμιο- ίδιο ακριβώς- των «Προσωρινών Πολιτευμάτων» της Επιδαύρου, του 1822 και του Άστρους, του 1823:

​«Το Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη Ὀθωμανικὴνδυναστείαν, μὴ δυνάμενον νὰ φέρῃ τὸν βαρύτατον καὶἀπαραδειγμάτιστον ζυγὸν τῆς τυραννίας, καὶ ἀποσεῖσαν αὐτὸν μὲμεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διὰ τῶν νομίμων Παραστατῶν του, εἰς Ἐθνικὴν συνηγμένων Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τήνΠολιτικήν αὐτοῦ  ὕπαρξιν και ἀνεξαρτησίαν ».

4. Τέλος -και τούτο είναι το πιο πειστικό επιχείρημα για την προσήλωση των Ελλήνων στην Ελευθερία μετά την Εθνεγερσία του 1821 -η «καταξίωση» του πρώτου οριστικού Συντάγματος, του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», ήτοι του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, στην όλη συνταγματική μας ιστορία οφείλεται, κυρίως, στις διατάξεις του που κατοχυρώνουν από την μια πλευρά τα «θεσμικά αντίβαρα», τα οποία αποδυναμώνουν την κρατική αυθαιρεσία κατά των πολιτών.  Και, από την άλλη πλευρά, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ιδίως δε τα Δικαιώματα, τα οποία εγγυώνται την ουσιαστική υπεράσπιση της σφαίρας Ελευθερίας του πολίτη απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Με άλλες λέξεις τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία η Επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου χαρακτηρίζει ως ατομικά.  Γι’ αυτό και η «αρτιότητα» τόσο των αρχικών όσο και των μεταγενέστερων Συνταγμάτων μας -με «κολοφώνα» το ισχύον Σύνταγμα του 1975- κρίθηκε και κρίνεται, κατά κύριο λόγο, με τα θεσμικά και πολιτικά «σταθμά», τα οποία διασφαλίζουν την όλη οργάνωση και λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως «ιδανικής» διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας.

200 χρόνια μετά την Εθνεγερσία του 1821 το Έθνος των Ελλήνων, εντός και εκτός των συνόρων μας, οφείλει, για λόγους που αφορούν την ιστορική του διαδρομή και την προοπτική του, να ξανασκεφθεί το απαράμιλλο Εθνικό πρόταγμα των Αγωνιστών του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» με όρους, ταυτοχρόνως, παρελθόντος και μέλλοντος.  Ως προς το παρελθόν, η ιστορική απόφαση των Αγωνιστών του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος», ανατρέχοντας υπό συνθήκες αδιάλειπτης συνέχειας στο «νῦνὑπέρ πάντων ὁ ἀγών» του Παιάνα της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας κατά τον Αισχύλο, αναδεικνύει την «βιωματική» σχέση του Έθνους των Ελλήνων με την Ελευθερία.  Και ως προς το μέλλον, υποδεικνύει το Εθνικό μας Χρέος στο διηνεκές, όταν οι συνθήκες επιβάλλουν την υπεράσπιση της Ελευθερίας μας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις.  Ιδίως δε τις εκφάνσεις εκείνες που αφορούν την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων.  Υπεράσπιση, την οποία οφείλουμε να φέρνουμε πάντα εις πέρας δίχως ίχνος υποχώρησης ή υπαναχώρησης.  Επιπλέον, το Εθνικό μας Χρέος συμπεριλαμβάνει, χωρίς αμφιβολία, και την υποχρέωσή μας να υπερασπισθούμε την απελευθέρωση του τμήματος εκείνου της Μαρτυρικής Κύπρου, το οποίο τελεί ακόμη υπό τουρκική κατοχή.  Υπενθυμίζοντας, με κάθε τρόπο, προς την Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η κατάσταση αυτή στην Μαρτυρική Κύπρο είναι όνειδος για την Διεθνή και Ευρωπαϊκή Νομιμότητα εμείς, οι Έλληνες, πρέπει να καθιστούμε σαφές, urbi et orbi και δίχως περιστροφές, ότι όσο η Κύπρος βιώνει τον εφιάλτη της τουρκικής βαρβαρότητας ο Αγώνας της Εθνεγερσίας του 1821 συνεχίζεται».

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Προκοπίου Παυλοπούλου με θέμα:

«Η βιωματική σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία»

στην Πανηγυρική Εκδήλωση

του Δήμου Ναυπλιέων

για την Απελευθέρωση της Πόλης του Ναυπλίου

την 30η Νοεμβρίου 1822

Ναύπλιο, 27.11.2021

Πρόλογος

Η βιωματική –«υπαρξιακή», κατ’ ουσία, αφού συνδέεται αρρήκτως με την υπεράσπιση της αξίας τους και της ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, διαχρονικώς- σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία έχει τις ρίζες της στις απαρχές της εμφάνισης και δημιουργίας του ελεύθερου και «ατίθασου» Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.  Έκτοτε, και αδιαλείπτως, εμείς, οι Έλληνες, πορευόμαστε ιστορικώς στους «δρόμους της Ελευθερίας» του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.  Αυτοί δε οι «δρόμοι της Ελευθερίας», τους οποίους άνοιξε και διήνυσετο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα στην πορεία προς την κορύφωση της δημιουργίας του -που διαμόρφωσε και την ανεκτίμητη «παρακαταθήκη» του για το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού- οδήγησαν και στην τελική σύνθεση της πεμπτουσίας της Ελευθερίας, περίπου όπως την προσλαμβάνουμε και σήμερα.  Δηλαδή μιας Ελευθερίας, η οποία αποτελεί στην εποχή μας την βασική, θεσμική και πολιτική, αντηρίδα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως μέσου πολιτειακής οργάνωσης που της παρέχει τις πιο αξιόπιστες εγγυήσεις για την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Αυτή την πεμπτουσία της Ελευθερίας -και, συνακόλουθα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως εγγύησης της Ελευθερίας- υπερασπίσθηκαν, πριν και κυρίως μετά την Εθνεγερσία του 1821, οι αγωνιζόμενοι Έλληνες.  Και πάνω της θεμελίωσαν τα πρώτα Ελληνικά Συντάγματα, ακόμη και όταν δεν είχε ιδρυθεί το Νεότερο Ελληνικό Κράτος, κάτι το οποίο επισυνέβη το 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Επιπλέον το Έθνος των Ελλήνων, το οποίο δημιουργήθηκε εδώ και πάνω από 3.000 χρόνια ιδίως πάνω στην στέρεη βάση της Ελληνικής Γλώσσας, εξεγέρθηκε κατά του βάρβαρου και αιμοσταγούς οθωμανικού ζυγού το 1821.  Εξ ού και η Επανάσταση του 1821 φέρει όλα τα εμβληματικά χαρακτηριστικά της «Εθνεγερσίας», η οποία οδήγησε και στην δημιουργία του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη.

Ι. Οι ρίζες του Έθνους των Ελλήνων

Η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα. Αλλά το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την σύγχρονη εξέλιξή του, λόγω του ότι, σύμφωνα με τις επόμενες σκέψεις, η Ελληνική Γλώσσα συνέβαλε καθοριστικώς στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων.   Όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο γεγονός, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα.  Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, σταθερά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων.  Ενότητα η οποία, όπως εκτίθεται στην συνέχεια, οδήγησε από τότε στην «γέννηση» του Έθνους των Ελλήνων. Ενός Έθνους που η γλώσσα του, ομιλούμενη ουσιαστικώς  δίχως διακοπή μέσα στον χρόνο, του επιτρέπει να διατηρεί, αδιαλείπτως, μια σταθερή «ισορροπία». Δοθέντος ότι, μέσω αυτής, οι «κεντρομόλες» ενωτικές για τον «εθνικό πυρήνα» δυνάμεις παραμένουν σταθερά πολύ περισσότερες και πολύ πιο ισχυρές από τις, ενδεχομένως, «φυγόκεντρες».  Πραγματικά, η ίδια η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αποδεικνύει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι η διαχρονική ενότητά του οφείλει πολλά -αν όχι τα περισσότερα- στην Ελληνική Γλώσσα.

Α. Το δίδαγμα του Θουκυδίδη

Ο μέγιστος των ιστορικών Θουκυδίδης είναι, δίχως αμφιβολία, ο  πιο κατάλληλος για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια, αν αναλογισθούμε το μεγαλείο και την «αυθεντία»του έργου του.

1. Η περίοδος του Τρωικού Πολέμου

Συγκεκριμένα ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του, καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου, έστω και αν ο σκοπός του πολέμου αυτού έχει τις ρίζες του σε μυθολογικά, αμιγώς, δεδομένα.

α) Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μίαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε Ιωνική βάση. Υπό τις συνθήκες αυτές ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός ερευνητής, ο οποίος ανέδειξε την σημασία της Ελληνικής Γλώσσας στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων. Ίσως δε και ο μόνος ιστορικός ερευνητής, ο οποίος κατάφερε να σηματοδοτήσει, με πειστικά τεκμήρια, το πώς και γιατί μια γλώσσα μπορεί να θέσει τις βάσεις της δημιουργίας ενός έθνους.

β) Επιπλέον, αυτές οι βάσεις μας παρέχουν, ακόμη και σήμερα, επαρκείς εξηγήσεις για την αδιάλειπτη συνέχεια της Ελληνικής Γλώσσας. Αρκεί ν’ αναλογισθεί κανείς π.χ. την πλειάδα λέξεων της εποχής του Ομήρου που «επιβιώνει» σε όλο το φάσμα του προφορικού και γραπτού λόγου, ιδίως δε σε πεδία τα οποία έχουν μια μορφή «κοινότητας αναφοράς» μεταξύ ορισμένων σημερινών δρώμενων και των δρώμενων που εξιστορούν τα Ομηρικά Έπη.  Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακή, κατά κυριολεξία, η ανίχνευση μεγάλου αριθμού ναυτικών λέξεων-όρων στην Γλώσσα μας, που έλκουν ευθέως, σχεδόν, την καταγωγή τους από τις εξιστορήσεις του Ομήρου (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Αθανασίου Γιαννάκη, «Ομηρικό Λεξικό ναυτικών όρων», εκδ. Αμφιτρίτη, Αθήνα, 2013). Στο ίδιο, κατά βάση, συμπέρασμα καταλήγει στις μέρες μας ο μεγάλος νομπελίστας Ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, με τους εξής στίχους από το ποίημά του «Άξιον Εστί» (Ενότητα «Τα Πάθη»):

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική,

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».

2. Η μαρτυρία των «Ιστοριών»

​Χρήσιμο είναι να παρατεθεί το απόσπασμα των «Ιστοριών» (Ι,1.3.1-1.3.4), όπου με τρόπο «λακωνικό», πλην σαφή, ο Θουκυδίδης αποδεικνύει πως η Ελληνική Γλώσσα ήταν εκείνη, η οποία έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων.

α)  «Δηλοῖ δέ μοι καὶ τόδε τῶν παλαιῶν ἀσθένειαν οὐχ ἥκιστα· πρὸ γὰρ τῶν Τρωικῶνοὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῇ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς· δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τοὔνομα τοῦτοξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, κατὰ ἔθνη δὲ ἄλλα τε καὶ τὸ Πελασγικὸν ἐπὶ πλεῖστον ἀφ᾽ ἑαυτῶν τὴνἐπωνυμίαν παρέχεσθαι, Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ᾽ ὠφελίᾳ ἐς τὰς ἄλλας πόλεις, καθ᾽ ἑκάστουςμὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου [ἐδύνατο] καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι. τεκμηριοῖ δὲ μάλιστα Ὅμηρος· πολλῷ γὰρ ὕστερον ἔτι καὶ τῶνΤρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν, οὐδ᾽ ἄλλους ἢ τοὺς μετ᾽ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν, Δαναοὺς δὲ ἐν τοῖς ἔπεσικαὶ Ἀργείους καὶ Ἀχαιοὺς ἀνακαλεῖ. οὐ μὴν οὐδὲ βαρβάρους εἴρηκε διὰ τὸ μηδὲἝλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι.  Οἱ δ᾽ οὖν ὡςἕκαστοι Ἕλληνες κατὰ πόλεις τε ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν καὶ ξύμπαντες ὕστερονκληθέντες οὐδὲν πρὸ τῶν Τρωικῶν δι᾽ ἀσθένειαν καὶ ἀμειξίαν ἀλλήλων ἁθρόοιἔπραξαν. ἀλλὰ καὶ ταύτην τὴν στρατείαν θαλάσσῃ ἤδη πλείω χρώμενοι ξυνεξῆλθον».

β) Κατά την μετάφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου, με δικό του τίτλο «Το όνομα Ελλάς»: «1.1.3. Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεναπό κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όληντην χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντοήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικρατήση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετοδιαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης».

Β. Η επιβεβαίωση του Ηροδότου

​Στο απόσπασμα αυτό ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνει και προεκτείνει, σε παρελθόντα χρόνο, όσα είχε διαπιστώσει ο προγενέστερός του, «Πατέρας της Ιστορίας», Ηρόδοτος στις δικές του «Ιστορίες» (Θ, 8. 144,2) για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην διαμόρφωση του Έθνους των Ελλήνων.

1. Η απάντηση των Αθηναίων προς τους Σπαρτιάτες

Στο ως άνω απόσπασμα ο Ηρόδοτος παραθέτει την απάντηση των Αθηναίων προς τους Σπαρτιάτες, όταν οι τελευταίοι δυσπιστούσαν έναντι των Αθηναίων, φοβούμενοι μιανενδεχόμενη μελλοντική συμμαχία τους με τον Βασιλέα των Περσών. Για να είμαστε ιστορικώς ακριβείς, τούτο ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής Σπαρτιατικής καχυποψίας προς άλλους, εκ μέρους της Σπάρτης.  Το οποίο όμως δεν θα μπορούσε, κατ’ ουδένα τρόπο, να δικαιολογηθεί έναντι των Αθηναίων, ακόμη και αν είχαν υπάρξει στο παρελθόν εντελώς μεμονωμένα και αμιγώς προσωπικά «δείγματα γραφής» φιλικών σχέσεων, κυρίως με την περσική «αυλή».

2. Το «ομόγλωσσον»

Συγκεκριμένα, στην απάντησή τους οι Αθηναίοι θεωρούν «ντροπή» και «αίσχος» μια τέτοια υποψία για πολλούς λόγους, κυρίως όμως διότι: «Αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸνὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι». («Επιπλέον δε είμαστε Έλληνες, με κοινό αίμα και γλώσσα, κοινούς βωμούς, κοινές θυσίες και παρεμφερή ήθη και έθιμα, πράγμα που σημαίνει ότι αν προδίδαμε όλα αυτά θα ήταν ντροπή και αίσχος για τους Αθηναίους»). Είναι δε εδώ χαρακτηριστικό το ότι οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, δεν κατέφυγαν στο επιχείρημα ότι οι υποψίες των Σπαρτιατών ήταν αβάσιμες λόγω της πάγιας αντίθεσης της Αθήνας προς τους Πέρσες.  Αλλά προτίμησαν, εντείνοντας τις ενδείξεις ότι υφίσταται ήδη -και προ πολλού- Έθνος Ελλήνων, ν’ αναδείξουν την οιονεί«ιερή» προσήλωσή τους στο «όμαιμον» και, κατ’ εξοχήν, στο «ομόγλωσσον».

ΙI. Οι Ελληνικές «καταβολές» της Ελευθερίας

​Με δεδομένο το ότι το Έθνος των Ελλήνων είναι, καθ’ όλη την ιστορική του διαδρομή, Έθνος Ελευθερίας, επιβάλλεται να προσδιορισθεί και να περιγραφεί κατ’ αρχήν, φυσικά συνοπτικώς, η εξελικτική διαδρομή της Ελευθερίας, αρχής γενομένης από τις Ελληνικές της καταβολές ως το σημείο, τουλάχιστον, που «συναντά» τις ρίζες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Αυτό είναι απαραίτητο πρωτίστως διότι, όπως έχει αποδείξει η πορεία της φιλοσοφικής, πολιτικής και νομικής σκέψης, η έννοια της Ελευθερίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, δεν είναι μονοσήμαντη.

Α. Οι δύο «όψεις» της Ελευθερίας

​Τούτο συνάγεται από το ότι η Ελευθερία, υπό το προαναφερόμενο πρίσμα, μπορεί και πρέπει -κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά την ως άνω εξελικτική διαδρομή της- να ερευνηθεί υπό δύο, κατά βάση, επόψεις:

1. Από την «εσωστρεφή» στην «εξωστρεφή» νοητική διαδικασία
Συγκεκριμένα δε η Ελευθερία μπορεί και πρέπει να ερευνηθεί:

α) Πρώτον, σύμφωνα με την έποψη που συλλαμβάνει την Ελευθερία ως αμιγώς εσωτερική νοητική διαδικασία, δια της οποίας ο φορέας της οδηγείται κάθε φορά στην λήψη απόφασης ως προς το τι πρέπει να πράξει, κατ’ ελεύθερη βεβαίως επιλογή.  Πρόκειται για μιαν «εσωστρεφή» και, κατ’ αποτέλεσμα, «εσωτερικευμένη» νοητική διαδικασία, η οποία προηγείται της εξωτερίκευσης της απόφασης και της ενεργοποίησης της πραγμάτωσής της.  Υπό τα δεδομένα αυτά, η κατά τ’ ανωτέρω Ελευθερία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «ενδοσκοπική», σύμφωνα με όσα έχει περιγράψει πρώτος ο Επίκτητος, όπως εκτίθεται αναλυτικώς στην συνέχεια.

β) Σε αντίστιξη προς την «ενδοσκοπική» σύλληψή της, υπό δεύτερη έποψη η Ελευθερία πρέπει ν’ αναλυθεί ως η -πάντοτε κατ’ ελεύθερη επιλογή- πραγμάτωση των αποφάσεων, στις οποίες ο φορέας της έχει καταλήξει κατά το πρότερο, εσωστρεφές και εσωτερικευμένο, στάδιο.  Η κατά τ’ ανωτέρω εκδοχή της Ελευθερίας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «εξωστρεφής».  Είναι δε αυτή, όπως καθίσταται προφανές, η οποία έχει μεγαλύτερη θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

2. Το ειδικότερο θεσμικό και πολιτικό «στίγμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας

​Και τούτο, διότι οι μηχανισμοί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ενεργοποιούνται ιδίως για να προστατεύσουν την εκδήλωση της Ελευθερίας στην πράξη υπό την μορφή της, κατά τα προμνημονευόμενα, πραγμάτωσης των αποφάσεων που έχει λάβει ο φορέας της.

α) Πλην όμως είναι αυτονόητο ότι, για την κατανόηση των βασικών χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, οι δύο ως άνω έννοιες της Ελευθερίας, η «ενδοσκοπική» και «εξωστρεφής», πρέπει να εξετασθούν συνδυαστικώς, ως αλληλοσυμπληρούμενες.  Αφού η υπό όρους «εξωστρέφειας» σύλληψη της Ελευθερίας θα ήταν ελλιπής, δίχως την έρευνα του προγενέστερου σταδίου της «κυοφορίας» της, ήτοι του σταδίου της «ενδοσκοπικής» διεργασίας λειτουργίας της Ελευθερίας.

β) Πέραν δε τούτου, η αλήθεια είναι ότι συγκεκριμένα δικαιώματα, τα οποία εγγυάται το καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας για την άσκηση της Ελευθερίας, έχουν ως στόχο, αμέσως ή εμμέσως, την προστασία και της ελεύθερης βούλησης, καθ’ όλο το στάδιο ως την λήψη μιας απόφασης, δηλαδή κατά το στάδιο της «εσωστρέφειας», όπως είναι το στάδιο της «ενδοσκόπησης».  Επιπλέον, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η γενική ρήτρα περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας                    -θεμελιώδης στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας για την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εν γένει, όπως προκύπτει και από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος- προφανέστατα καλύπτει προστατευτικώς και την «ενδοσκοπική» διεργασία λειτουργίας της Ελευθερίας.

Β. Η «ενδοσκοπική» θεώρηση της Ελευθερίας

​Η εκ των έσω, άρα «ενδοσκοπική», θεώρηση της Ελευθερίας είναι η πρώτη, η οποία απασχόλησε τον φιλοσοφικό στοχασμό στην Αρχαία Ελλάδα.  Πριν ακόμη ξεκινήσει την πορεία του ο φιλοσοφικός στοχασμός εν προκειμένω, η ως άνω θεώρηση της Ελευθερίας είχε βρει την θέση της στην Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, π.χ. στον Όμηρο.

1. Η συνεισφορά του Στωικισμού

​ Αυτή την «ενδοσκοπική» έκφραση της Ελευθερίας εκπροσωπεί το «ἐλεύθερονἦμαρ» («Ιλιάδα», Ζ, 455) και άλλες παρεμφερείς εκφράσεις στα Ομηρικά Έπη.  Όμως, η ανάλυση της υπό την «ενδοσκοπική» έποψη Ελευθερίας αναπτύσσεται -δίχως να υποτιμάται, κάθε άλλο, η κατ’ ανάγκην σύνδεσή της με την «εξωστρεφή» στα έργα τους- κυρίως μέσ’ από τον φιλοσοφικό στοχασμό του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, αν και με διαφορετική αφετηρία ως προς τον αντίστοιχο προσανατολισμό τους.

α) Έτσι, στον μεν Πλάτωνα η Ελευθερία εξετάζεται παραλλήλως και ισοτίμως προς την «Ευθύνη».  Με την πρόσθετη ιδιομορφία, ότι εκείνο που απασχολεί περισσότερο τον Πλάτωνα είναι η υπερβολή κατά την άσκηση της Ελευθερίας, η οποία οδηγεί στην διαμόρφωση καταστάσεων δουλείας (βλ., ιδίως, «Πολιτεία», 564α).  Ο δε Αριστοτέλης, στο ίδιο πεδίο φιλοσοφικής ανάλυσης -αλλά και με, έστω και δυσδιάκριτες, πολιτικές προεκτάσεις- κατανέμει το ενδιαφέρον του με τρόπο που το μεγαλύτερο βάρος πέφτει όχι τόσο στην Ελευθερία όσο στην «Ευθύνη».  Ειδικότερα δε στο πώς η Ελευθερία βρίσκει το πραγματικό της νόημα και τον πραγματικό προορισμό της για τον φορέα της όταν ασκείται υπευθύνως και έναντι αυτού του ιδίου, πρωτίστως όμως έναντι των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου (βλ., κατά κύριο λόγο, τα «Πολιτικά» και τα «Ηθικά Νικομάχεια»).

β) Η ολοκληρωμένη όμως επεξεργασία της, υπό «ενδοσκοπική» έποψη, Ελευθερίας -και μάλιστα με τα συστατικά στοιχεία της που φθάνουν ως την σύγχρονη εποχή, όπως θα καταδειχθεί ευκρινέστερα στην συνέχεια- οφείλει τα μέγιστα στην Στωική φιλοσοφική σκέψη.  Αυτός δε που, δίχως αμφιβολία, οδήγησε, πάντοτε στο πεδίο του Στωικισμού, την έρευνα της Ελευθερίας, ως «ενδιάθετης» διαδικασίας στοχασμού, στην κορύφωσή της ήταν ο Επίκτητος.

2. Η Ελευθερία κατά την θεωρία του Επικτήτου

​Στην Νικόπολη, εξόριστος από την Ρώμη επί Δομιτιανού, το 93 μ.Χ., ο Επίκτητος ολοκλήρωσε την φιλοσοφική του κοσμοθεωρία, οδηγώντας τον Στωϊκισμό, με κύριο άξονα του φιλοσοφικού του διαλογισμού την έννοια της Ελευθερίας, στα όριά του εκείνα, τα οποία του επέτρεψαν να επηρεάσει ουσιωδώς τα μετέπειτα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδίως στην Δύση.  Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Επικτήτου το διέσωσε ο μαθητής του Φλάβιος Αρριανός, καταγράφοντας τις σκέψεις στα οκτώ βιβλία των «Διατριβών», τις οποίες μάλιστα συνόψισε ύστερα στο «Εγχειρίδιο».  Μετά την ολοκληρωμένη διαμόρφωσή της, η Στωική Φιλοσοφία του Επικτήτου επέδρασεεμφανώς στους επακολουθήσαντες Νεοπλατωνιστές, ακόμη δε και στους πρώτους Χριστιανούς στοχαστές.  Άλλωστε, ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει την συμβολή του Στωικισμού -με βάση τον Επίκτητο πάντοτε- ως προς την εμφάνιση ιδίως εκείνων των στοιχείων της Χριστιανικής Διδασκαλίας, τα οποία αφορούν τον Ανθρωποκεντρισμό της, κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο διαχείρισης της προσωπικής Ελευθερίας από τον φορέα της.  Με τον ίδιο όμως δυναμισμό, η Στωική φιλοσοφική αντίληψη του Επικτήτουέφθασε έως τον χώρο της σύγχρονης φιλοσοφικής αναζήτησης.  Και προς την κατεύθυνση αυτή μαρτυρούν, αψευδώς, τα έργα των Descartes και Pascal, καθώς και ορισμένα έργα των Μοραλιστών του 17ου και 18ου αιώνα.

α) Επισκοπώντας όλο το φιλοσοφικό έργο του Επικτήτου εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, πως παραμένει πιστός στις αρχέγονες ρίζες του Στωικισμού, οι οποίες κυριαρχούνται από τα νοήματα της καρτερίας, της πραότητας και της αποχής.  Και μόνον η εμβληματική ρήση του Επικτήτου, «ἀνέχου καί ἀπέχου», βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Κατά τούτο φαίνεται, λοιπόν, prima faciae παράδοξο το ότι ο Φιλόσοφος της Νικόπολης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της σκέψης του στην διερεύνηση της φύσης της εξουσίας του Ανθρώπου, μέσω της διαχείρισης της ισχύος.  Όμως το παράδοξο τούτο «διαλύεται» όταν, με μια πιο ενδελεχή προσέγγιση της σκέψης του Επικτήτου, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι η ενασχόλησή του με την εξουσία και με την ισχύ δεν επιχειρείται αυτοτελώς.  Με την έννοια ότι ο Επίκτητος δεν είχε ως στόχο την per se ανάλυση της πεμπτουσίας της εξουσίας και της ισχύος αλλά, όλωςαντιθέτως, προσέφυγε στην ανάλυση αυτή προκειμένου να ορίσει, μέσω της εξουσίας και της ισχύος, το νόημα -ακριβέστερα δε τα όρια- της Ελευθερίας.

β) Και είναι ακριβώς η κατά τ’ ανωτέρω φιλοσοφική, μεθοδολογική αλλά και ουσιαστική στάση του Επικτήτου, η οποία του επέτρεψε να οδηγήσει, καθώς αναφέρθηκε ήδη, τον Στωικισμό στην κορύφωσή του.  Πραγματικά, όπως εκτίθεται αναλυτικώς στην συνέχεια, ήταν η Στωική θεώρηση της Ελευθερίας, του νοήματός της και των ορίων της από τον Επίκτητο, η οποία επέτρεψε στον Στωικισμό -και, άρα, στην σκέψη του Επικτήτου- ν’ ακολουθήσει μια οιονεί «διαδρομή αιωνιότητας», όπως αυτή πέρασε από τον Νεοπλατωνισμό και από την Χριστιανική Διδασκαλία για να φθάσει στην σύγχρονη εποχή και να «ζωογονεί» τον περί Ελευθερίας φιλοσοφικό στοχασμό ως τις μέρες μας.  Και είναι μάλλον δεδομένο ότι η προμνημονευόμενη διαδρομή θα συνεχίσει την πορεία της στο μέλλον, αφού είναι αρρήκτως συνυφασμένη με την φύση και τον προορισμό του Ανθρώπου, κατά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και την τάση του να ζει μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, χτίζοντας «οχυρά» Πολιτισμού, ικανά να υπερασπισθούν την πορεία του και εκείνη της Ανθρωπότητας προς το μέλλον.

γ) Η μέσω της εξουσίας αναζήτηση του νοήματος της Ελευθερίας, κατά τον Επίκτητο, διέρχεται από το συλλογιστικό «διάνυσμα» που συνδέει την εξουσία με την θέληση του εξουσιάζοντος.  Με άλλες λέξεις, ο Επίκτητος θεωρούσε πως η εκ μέρους του Ανθρώπου αναζήτηση της κατάκτησης της εξουσίας και της οριοθέτησης του εύρους της έχει ως κύριο όχημα την θέλησή του, η οποία εκφράζει τις επιθυμίες του και τους επέκεινα στόχους του.  Συγκεκριμένα:

γ1) Κατά τον Επίκτητο, η εξουσία καθενός, τόσον ως προς την κατεύθυνσή της όσο και ως προς το εύρος της, εξαρτάται, σχεδόν αποκλειστικώς, από την ίδια του την θέληση, ειδικότερα δε από το «τί θέλει».  Βεβαίως, μόνη η θέληση δεν καθορίζει το όλο μέγεθος της εξουσίας, με την έννοια ότι αναλογεί στην σφαίρα εξουσίας καθενός εκείνο που θέλει, υπό τον αυτονόητο όρο ότι μπορεί και να το κατακτήσει. Και, e contrario και συνακόλουθα, βρίσκεται έξω από την σφαίρα της εξουσίας του εκείνο που θέλει μεν, πλην όμως για διαφόρους λόγους -υποκειμενικούς και, κυρίως, αντικειμενικούς- δεν μπορεί να κατακτήσει.  Υπό τα δεδομένα αυτά η εξουσία καθενός καθορίζεται, εν τέλει, από το δίπολο «θέλω και μπορώ».

γ2) Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γυρίσει κανείς πίσω, στην βάση του φιλοσοφικού στοχασμού του Επικτήτου, και για την ακρίβεια στις Στωικιστικέςτης καταβολές. Και τούτο διότι στο επίκεντρο του Στωικισμού του Επικτήτουβρίσκεται, εν πάση περιπτώσει, η αναζήτηση της κατάστασης που διασφαλίζει στον Άνθρωπο την κυριαρχία των αισθημάτων της καρτερίας και της πραότητας.  Ήτοι της κατάστασης, η οποία σημαίνει απουσία λύπης και στενοχώριας, αφού αυτές είναι ασύμβατες με την φυσική τάση του Ανθρώπου να σκέπτεται και να δημιουργεί κατά την διάρκεια της ζωής του.  Επέκεινα, και με βάση την σκέψη του Επικτήτου, «ελεύθερος» μπορεί να είναι εκείνος, ο οποίος έχει την δύναμη ν’ απαλλαγεί από την λύπη και την στενοχώρια.  Ενώ «δούλος» καθίσταται εκείνος που είναι οιονεί αιχμάλωτός τους.

γ3) Με όρους άσκησης εξουσίας μέσω της θέλησης, πάντα κατά τον Επίκτητο, εκείνος, ο οποίος θέλει μόνον αυτό που μπορεί να κατακτήσει και αρκείται σε αυτό δεν οδηγείται σε καταστάσεις λύπης και στενοχώριας.  Άρα είναι «ελεύθερος», ως απαλλαγμένος από επιθυμίες και επιδιώξεις που αποδεικνύονται, εκ των πραγμάτων, ανέφικτες.  Και αντιθέτως:  Εκείνος, ο οποίος θέλει κάτι που δεν μπορεί να κατακτήσει, μη αρκούμενος σε αυτά τα οποία έχει -δηλαδή εκείνος που επιδιώκει το ανέφικτο- οδηγείται, μοιραίως, σε κατάσταση λύπης και στενοχώριας και, έτσι, καθίσταται «δούλος».  Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές ο Επίκτητος συμπυκνώνει την προαναφερόμενη σχέση «ελεύθερου» και «δούλου»μέσα στην «συγκλονιστική» απλότητα της ρήσης: «Οὐ πενία λύπην ἐργάζεται, ἀλλάἐπιθυμία».

3. Η επικαιρότητα της περί Ελευθερίας θεώρησης του Επικτήτου

Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο Επίκτητος οδηγείται στο συμπέρασμα ότι δύο είναι, τουλάχιστον κατά βάση, οι δρόμοι προς την Ελευθερία, όταν την αντιμετωπίζουμε στην γενικότητά της και ανεξάρτητα από συγκεκριμένη φιλοσοφική θεώρηση:

α) Ο πρώτος, είναι ο δρόμος της αενάως διευρυνόμενης θέλησης για την κατάκτηση της αναγκαίας δύναμης, προς απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων αγαθών.  Εδώ η Ελευθερία συνίσταται στην επιλογή του να μην αρκείσαι στα όσα έχεις, οπωσδήποτε όμως με τον κίνδυνο του τελικού αδιεξόδου και της τελικής επίγνωσης των επιπτώσεων επιδίωξης του ανέφικτου, άρα των επιπτώσεων της λύπης και της στενοχώριας. Και ο δεύτερος, είναι ο δρόμος του να έχεις την δύναμη του αυτοπεριορισμού στα όσα είναι δυνατό ν’ αποκτήσεις, αποφεύγοντας τις προαναφερόμενες επιπτώσεις της επιδίωξης του ανέφικτου.  Εδώ η Ελευθερία συνίσταται, κατ’ αντιδιαστολή, στην επιλογή του αυτοπεριορισμού -και, υπ’ αυτή την έννοια, και του αυτοπροσδιορισμού- μέσω της διορατικότητας που οδηγεί στην διάκριση μεταξύ εφικτού και ανέφικτου και επιτρέπει την αποφυγή των επιπτώσεων του ανέφικτου.

β) Όπως είναι φανερό, την επιλογή του Επικτήτου μεταξύ των κατά τ’ ανωτέρω δύο δρόμων Ελευθερίας συνθέτει, κατά την ουσία της Στωικιστικής του τοποθέτησης, ο δεύτερος δρόμος. Πρόκειται για τον δρόμο της Ελευθερίας εκείνης, η οποία συνίσταται στην επίδειξη της δύναμης που απαιτείται για να επιτυγχάνει κανείς την αναχαίτιση της ροπής διαρκούς επιδίωξης απόκτησης περισσότερων αγαθών. Ιδίως δε αγαθών, τα οποία δεν είναι εφικτό ν’ αποκτήσει.  Την ως άνω έννοια της Ελευθερίας ο Επίκτητος συνοψίζει στην ρήση: «Οὐδείς ἐλεύθερος ἑαυτοῦ μήκρατῶν». Είναι δε ακριβώς αυτή η έννοια της Ελευθερίας η οποία, με δεδομένο το ότι δείχνει την δίοδο αποφυγής του πόνου, της αγωνίας και της αβεβαιότητας -επέκεινα δε την δίοδο αποφυγής της λύπης και της στενοχώριας- ανταποκρίνεται πλήρως στις φιλοσοφικές συντεταγμένες του Στωικισμού.  Δεν θα ήταν δε υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι η προεκτιθέμενη έννοια της Ελευθερίας αποτελεί, ως προς το συγκεκριμένο αυτό φιλοσοφικό ζήτημα, τον «κολοφώνα» του Στωικισμού του Επικτήτου.

γ) H επικαιρότητα των θέσεων αυτών του Επικτήτου, ως προς την έννοια και τα όρια της Ελευθερίας γενικώς –επικαιρότητα διαχρονική, η οποία ανταποκρίνεται στο παρόν αλλά παραπέμπει και στο μέλλον- έγκειται, τουλάχιστον κατά βάση, στο ότι εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η Ελευθερία αποτελεί πραγματική αντηρίδα του Ανθρωποκεντρικού της χαρακτήρα και των εντεύθεν θεσμών της.

γ1) Πλην όμως, η εν προκειμένω Ελευθερία δεν νοείται άνευ ορίων, και δη των ορίων εκείνων που καθιστούν εφικτή την απόλαυση της Ελευθερίας και εκ μέρους των άλλων, οι οποίοι μετέχουν στο ίδιο κοινωνικό σύνολο που διέπεταικανονιστικώς από την συγκεκριμένη Έννομη Τάξη.  Προς την κατεύθυνση αυτή την έννοια της Ελευθερίας, πάντοτε εντός του πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθορίζουν αλλά και οριοθετούν, μεταξύ άλλων, οι θεσμοί του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.

γ2) Η διαφορά, σε σχέση με την κατά τον Επίκτητο έννοια της Ελευθερίας, έγκειται στο ότι εντός του πεδίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ο περιορισμός της Ελευθερίας θεωρείται μεν αυτονόητος, πλην όμως δεν εναπόκειται στην βούληση του φορέα της, αλλά θεσμοθετείται από την ίδια την Έννομη Τάξη. Δοθέντος ότι κατά τα δεδομένα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας οι κανόνες δικαίου διέπουν, δεσμευτικώς, όλα τα μέλη -φυσικά ή νομικά πρόσωπα- του οικείου κοινωνικού συνόλου, ακόμη δε και αυτό τούτο το Δημόσιο. Πράγμα που σημαίνει, περαιτέρω, ότι οι θεσμοθετημένοι περιορισμοί της Ελευθερίας, εντός της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, επιβάλλονται, urbi et orbi, εν ανάγκη και δια των μέσων του κανονιστικώς οργανωμένου καταναγκασμού.

Γ. Η «εξωστρεφής» θεώρηση της Ελευθερίας

​Σύμφωνα και με τα όσα προεκτέθηκαν, ως «εξωστρεφής» εκλαμβάνεται εκείνη η έννοια της Ελευθερίας η οποία, σε αντίθεση προς την «ενδοσκοπική» και εσωστρεφή, υπερβαίνει την εσωτερική νοητική διαδικασία του φορέα της.  Και αφορά πλέον τις επιλογές εξωτερικής δράσης του ή και αντίδρασής του έναντι εκείνων, που θα επιχειρούσαν συρρίκνωση του πεδίου Ελευθερίας του, όπως τούτο οριοθετείται αρμοδίως από τα προς τούτο θεσμοθετημένα όργανα της δημοκρατικώς οργανωμένης Πολιτείας.

1. Η πορεία εξέλιξης προς την «εξωστρέφεια» της Ελευθερίας

​ Η διαδρομή εξέλιξης αυτής της «εξωστρεφούς» έκφρασης της Ελευθερίας ως την εποχή μας -και, σχεδόν, εκ παραλλήλου μ’ εκείνη της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- υπήρξε μακρά και χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή των μορφών των δυνάμεων, οι οποίες επιχειρούν την συρρίκνωση ή και την αναίρεσή της.  Σε πολύ γενικές γραμμές, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διαδρομή αυτή κυμαίνεται μεταξύ δύο, κατά βάση, περιόδων:

α) Εκείνη, κατά την οποία κυρίαρχο ρόλο αυθαίρετου περιορισμού της Ελευθερίας διαδραματίζει η κρατική εξουσία, υπό ποικίλες μορφές «δεσποτισμού».  Τα μεγάλα, δυστυχώς, διαστήματα δικτατορικής διακυβέρνησης κατά τον 20ο αιώνα χαρακτηρίζουν και τους μεγάλους κινδύνους, που διέτρεξε η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία κατά την περίοδο αυτή.  Με «κορύφωση» των κινδύνων τούτων τους «εφιάλτες» του φασισμού και του ναζισμού, οι οποίοι οδήγησαν στην τραγωδία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου τα ατομικά δικαιώματα, όπως θεσμοθετήθηκαν κυρίως με βάση τα κατά περίπτωση Συντάγματα, λειτουργούσαν ως αμυντικοί μηχανισμοί υπεράσπισης της Ελευθερίας, εκ μέρους των φορέων της, αποκλειστικώς έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας.

β) Και εκείνη -ιδιαίτερα αισθητή στην εποχή μας- κατά την οποία στην επίδειξη «δεσποτισμού» εις βάρος της Ελευθερίας η κρατική εξουσία υποκαθίσταται, ολοένα και περισσότερο, από μορφώματα άσκησης εξουσίας με ποικιλόμορφη υποδόρια δράση. Στην πραγματικότητα δε από όργανα της πολυπρισματικής πια Παγκοσμιοποίησης, δίχως δημοκρατική νομιμοποίηση, ούτε ως προς την καταγωγή τους ούτε ως προς τα μέσα δραστηριοποίησής τους.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα των άκρως αρνητικών επιπτώσεων της δράσης των οργάνων της ως άνω Παγκοσμιοποίησης στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και στον θεσμικό «πυρήνα» της, το Κράτος Δικαίου, είναι οι κανόνες, τους οποίους «παράγουν» τα προαναφερόμενα όργανα για να ρυθμίζουν, δήθεν, την δράση τους, λόγω του ότι έχουν «ακυρώσει» στην πράξη, μέσω της «απορρύθμισης» , την επιρροή των κλασικών κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης. Τέτοια παραδείγματα «ρυθμιστικών κανόνων» παρέχουν στο μεν πλαίσιο της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης τα «διεθνή λογιστικά πρότυπα», «κυρίαρχα» στον τομέα δράσης των Αγορών, παγκοσμίως.  Στο δε πλαίσιο των παγκοσμιοποιημένων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, οι «νεότευκτοι» κανόνες του «δικαστηρίου» αυτοελέγχου του «Facebook», του αποκαλούμενου «Oversight Board», το οποίο μάλιστα διαδραματίζει, ταυτοχρόνως, για λογαριασμό του Facebook τον ρόλο του ελέγχοντος και του ελεγχομένου. Κάπως έτσι το «ενδικοφανές» «Oversight Board» του «Facebook» παραπέμπει στον περίφημο στίχο του λατίνου σατιρικού ποιητή Decimus-Junius Juvenalis -πιθανόν μεταξύ 55 και 127 μ.Χ.- στο έργο του «Satires» (VI, 347-348) «εμπνευσμένο» από ιδέες του διαλόγου μεταξύ Σωκράτη και Γλαύκωνος στην «Πολιτεία» (βιβλίο ΙΙΙ, ΧΙΙ, 403ε) του Πλάτωνος: «quis custodiet ipsos custodes?» Σε κάπως ελεύθερη απόδοση, «ποιος επιτηρεί αυτούς τους φύλακες;»

2. Ελευθερία και Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία

​Επισημάνθηκε προηγουμένως ότι η διαδρομή εξέλιξης της «εξωστρεφούς»έκφρασης της Ελευθερίας συμβαδίζει μ’ εκείνη της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ιδίως από τις απαρχές της τελευταίας έως την εποχή της «ωριμότητάς» της.

α) Η σύνδεση αυτή της «εξωστρεφούς» Ελευθερίας με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στον δρόμο που είχε ανοίξει προηγουμένως ο Διαφωτισμός και οι εκφραστές του, ειδικότερα δε στον δρόμο της «νεωτερικής» σύλληψης της Ελευθερίας.  Στον δρόμο αυτό κινήθηκαν μετέπειτα οι κυριότεροι εκπρόσωποι της πολιτικής, κατά βάση, θεώρησης της Ελευθερίας, μέσ’ από την οποία προκύπτει η ευθεία σύνδεσή της με την πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Αξίζει δε να τονισθεί ότι παρά την παρέλευση πολύ μεγάλου χρόνου έκτοτε, η συνεισφορά των εκπροσώπων αυτών στην θεωρητική θεμελίωση και ανάλυση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας παραμένει, και σήμερα, εξαιρετικά επίκαιρη.  Σε σημείο ώστε να διεκδικεί, πλέον, στοιχεία πραγματικού «κλασικισμού» στο πεδίο της Επιστήμης των Πολιτικών Θεωριών.

β) Καθώς επίσης, όπως αποδεικνύεται από αυτό τούτο το έργο τους, οι κατά τ’ ανωτέρω εκπρόσωποι πολλά «εμπνεύσθηκαν» από τις περί Δημοκρατίας και Ελευθερίας θέσεις, οι οποίες αναπτύχθηκαν, αιώνες πριν, εκ μέρους των  Φιλοσόφων της Αρχαίας Ελλάδας, και για την ακρίβεια της Αρχαίας Αθήνας.  Δεν έχει κανείς, προκειμένου να καταδειχθεί η αλήθεια του ως άνω ισχυρισμού, παρά ν’ ανατρέξει στο έργο π.χ.  του Locke, του Montesquieu, του Constant και του de Tocqueville. Γεγονός το οποίο φέρνει στο φως και το ότι, συνακόλουθα, το έργο τους αυτό έχει καταστήσει την αντίστοιχη φιλοσοφική «παραγωγή» του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού αναπόσπαστο τμήμα του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τομέα του εκείνο, ο οποίος εμπίπτει στο πλαίσιο της Επιστήμης των Πολιτικών Θεωριών και, επέκεινα, της εν γένει Πολιτικής Επιστήμης.

ΙΙΙ. Η «επικυριαρχία» της Ελευθερίας στην σύγχρονη Ελλάδα

​Η μακραίωνη, διαχρονική, πορεία του Ελληνικού Πνεύματος μέσα σ’ ένα πλαίσιο δημιουργικής Ελευθερίας εξηγεί, μεταξύ άλλων, και την άρρηκτη σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία, από τις καταβολές του Έθνους των Ελλήνων ως σήμερα.

Α. Η «βιωματική» σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία

Πραγματικά, η ιστορική διαδρομή του Έθνους των Ελλήνων, αφότου αυτό διαμορφώθηκε εδώ και 3.000 χρόνια -στην βάση της θεμελιώδους της σχέσης του με την Ελληνική Γλώσσα, κατά τον Θουκυδίδη- δείχνει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι η σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία είναι, κυριολεκτικώς, βιωματική.

1. Το ιστορικό πλαίσιο

​Ειδικότερα, αρχής γενομένης κατ’ εξοχήν από τους Μηδικούς Πολέμους -από τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και την Σαλαμίνα- οι Έλληνες ουδέποτε ανέχθηκαν να ζήσουν υπό καθεστώς κατάκτησης και δουλείας.  Και όταν ακόμη η Ελλάδα κατακτήθηκε, όπως κατά την περίοδο του οθωμανικού ζυγού από το 1453 ως το 1821, οι Έλληνες, αδιαλείπτως, αγωνίζονταν για την αποτίναξη της ξένης κατοχής και ουδέποτε συμβιβάσθηκαν, έστω και καθ’ υποφοράν, με την κατακτητική καταπίεση ή και βαρβαρότητα.  Κατά γενική, λοιπόν, αναγνώριση παγκοσμίως, οι Έλληνες υπήρξαν, είναι και θα παραμείνουν Έθνος και Λαός της Ελευθερίας.  E contrario, η κατάσταση ανελευθερίας, υφ’ οιανδήποτε έποψη και εκδοχή, για τους Έλληνες αποτελεί contradictio in adjecto.

2. Οι Έλληνες και η Ελευθερία

​Υπ’ αυτό, λοιπόν, το πρίσμα, η σχέση των Ελλήνων με την Ελευθερία είναι, κατά τα προμνημονευόμενα, βιωματική.  Με την έννοια ότι οι Έλληνες μόνον ελεύθεροι -και, άρα, μέσα  σε καθεστώς αντίστοιχης δημοκρατικής διακυβέρνησης και ανάλογης συμμετοχής «στα κοινά», δια της ακώλυτης άσκησης των κατάλληλων πολιτικών δικαιωμάτων- μπορούν να υπερασπισθούν την αξία τους και ν’ αναπτύξουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους. Πολλώ μάλλον, όταν στην σύγχρονη εποχή έχουν την «πικρή» εμπειρία των, έστω και «παρενθετικών», δικτατορικών περιόδων, οι οποίες στοίχισαν ακόμη και τμήματα του Εθνικού μας Κορμού.  Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στους Έλληνες η ποιο «οικεία» μορφή οργάνωσης και εφαρμογής των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι η Κοινοβουλευτική, ως προς τον πυρήνα της, Δημοκρατία.

Β. Τα διδάγματα της Εθνεγερσίας του 1821

​Η Εθνεγερσία του 1821, διακόσια χρόνια πριν, αναδεικνύει, με λαμπρή ιστορική ευκρίνεια, το πώς και γιατί οι Έλληνες, που επαναστάτησαν για ν’ αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό, ακολουθούσαν, κατά κεραία, την προγονική «παρακαταθήκη» του αγώνα υπέρ της Ελευθερίας, όπως την συμπυκνώνει ιδανικά, κατά τον Αισχύλο («Πέρσες», 401-405), ο παιάνας της Ναυμαχίας στην Σαλαμίνα:

«Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.»

1. Μια εσφαλμένη θεώρηση περί Ισότητας
Έχει, βεβαίως, υποστηριχθεί -από μικρή, είναι αλήθεια, μερίδα μελετητών, οι οποίοι δεν διαθέτουν συνολική εικόνα τόσο της ιστορικής πορείας των Ελλήνων όσο και της πεμπτουσίας της Εθνεγερσίας του 1821- ότι οι Έλληνες, μετά την Επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού και την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην Ισότητα από την Ελευθερία, θέλοντας να διασφαλίσουν πρωτίστως τα δικαιώματα που εγγυώνται την «πρόσβαση» στην Ισονομία και στην Ισοπολιτεία.  Και προς την κατεύθυνση αυτή επικαλούνται την «μαρτυρία» ορισμένων συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων της εποχής εκείνης, τα οποία όμως προσεγγίζουν και επιλεκτικώς αλλά και αποσμασματικώς.

2. Το πρόταγμα της Ελευθερίας
Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική: Τόσο πριν αλλά και κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821, όσο και από την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους και επέκεινα, πρώτιστος στόχος των Ελλήνων υπήρξε τότε η κατάκτηση της Ελευθερίας αρχικώς.  Και, στην συνέχεια, η εμπέδωσή της, και ως προς τον τρόπο της πολιτειακής τους οργάνωσης και ως προς την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με άλλες λέξεις, για τους Έλληνες η Ελευθερία ήταν και παραμένει πρωταρχικός σκοπός ζωής, αφού μόνον ο ελεύθερος Άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει ελευθέρως και, επομένως, να υπερασπιστεί την αξία του και ν’ αναπτύξει την προσωπικότητά του.

α) Όμως η Ελευθερία «συνυπάρχει», οιονεί εκ φύσεως, με την Ισότητα, υπό την έννοια ότι η πραγματική Ελευθερία μπορεί να γίνει πράξη μόνο μέσα σε συνθήκες βεβαίως αναλογικής -και όχι ισοπεδωτικής- Ισότητας.  Ήτοι μέσα σε συνθήκες ίσης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων αλλά και άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Και αντιστρόφως: Η ανισότητα είναι, οιονεί εξ ορισμού, «εχθρός» της Ελευθερίας, αφού ευχερώς καταλήγει στην επικράτηση του ισχυρού έναντι του ανισχύρου, κατ’ αποτέλεσμα δε στην επικράτηση της ισχύος έναντι του Δικαίου. Από τ’ ανωτέρω συνάγεται ότι οι Έλληνες, διαχρονικώς, ουδέποτε ιεράρχησαν την Ισότητα ως κατάσταση που προηγείται, ως προς τον Άνθρωπο, έναντι της Ελευθερίας.  Κατ’ ακρίβεια, προέταξαν πάντοτε την Ελευθερία ως «υπαρξιακή» αρχή, η οποία προϋποθέτει την εφαρμογή της αρχής της Ισότητας στην πράξη για να καταστεί δυνατή, στο ακέραιο, η ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

β) Κατά τούτο, λοιπόν, για τους Έλληνες -και όπως συνάγεται από όλα τα ισχύσαντα μετά την Εθνεγερσία του 1821 Συντάγματα- η Ισότητα συνυπάρχει, θεσμικώς και πολιτικώς, με την Ελευθερία, ως «βοηθός εκπληρώσεως» της τελευταίας αναφορικά με την διασφάλιση των εγγυήσεων της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία απορρέουν από αυτή.  Γι’ αυτό και στα ως άνω Συντάγματα η αρχή της Ισότητας θεσπίζεται με την μορφή γενικής ρήτρας, η οποία διέπει την ερμηνεία και εφαρμογή του συνόλου των διατάξεών τους περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3. Τα τεκμήρια των κειμένων

​Μια παράθεση ορισμένων κειμένων πριν από την Εθνεγερσία του 1821 και μετά από αυτήν αρκεί για να καταδείξει, σε ό,τι αφορά έστω και αυτή την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων, την προαναφερόμενη σχέση μεταξύ Ελευθερίας και Ισότητας. Συγκεκριμένα:

α) Στην ψυχή των αγωνιζόμενων Ελλήνων, ως την ευόδωση της Εθνεγερσίας, «φώλιαζε» πάντα ο «Θούριος» του Ρήγα Φεραίου, που διερωτάτο:

«Τί σ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσεις καὶ νά ‘σαὶ στὴ σκλαβιά;»

Όπως επίσης -και κατ’ εξοχήν- η κατάληξη:

«Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή

παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή».

β) Προεχόντως, η «Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς της Μεσσηνιακής Γερουσίας -ή Συγκλήτου- μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, την 23η Μαρτίου 1821, δεν συνιστά μια απλή ανακοίνωση της έναρξης της Εθνεγερσίας του 1821. Η χρήση του όρου «Προειδοποίησις» δεν ήταν, κάθε άλλο, τυχαία.  Διότι από αυτό τούτο το κείμενό της προκύπτει πως ο βασικός στόχος σύνταξης και κοινοποίησής της «extra muros» ήταν, κατά κύριο λόγο, να καταστεί σαφές προς την Ευρώπη ότι η Επανάσταση του 1821 σήμαινε την απόφαση των Ελλήνων να κατακτήσουν την Ελευθερία τους με κάθε τρόπο, ακόμη και με την ζωή τους, δίχως κανένα «πισωγύρισμα». Με άλλες λέξεις, η «Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς» περιέκλειε το σύνολο του ως άνω μηνύματος του «Θουρίου» του Ρήγα Φεραίου.

γ) Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω παρέχει το Προοίμιο- ίδιο ακριβώς- των «Προσωρινών Πολιτευμάτων» της Επιδαύρου, του 1822 και του Άστρους, του 1823:

​«Το Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη Ὀθωμανικὴν δυναστείαν, μὴδυνάμενον νὰ φέρῃ τὸν βαρύτατον καὶ ἀπαραδειγμάτιστον ζυγὸν τῆς τυραννίας, καὶἀποσεῖσαν αὐτὸν μὲ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διὰ τῶν νομίμωνΠαραστατῶν του, εἰς Ἐθνικὴν συνηγμένων Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καὶἀνθρώπων, τήν Πολιτικήν αὐτοῦ  ὕπαρξιν και ἀνεξαρτησίαν ».

δ) Επίσης, στην Διακήρυξη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης – της 15ης Ιανουαρίου 1822, το κείμενο της οποίας μάλλον οφείλεται στον Πρόεδρό της Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο- τονίζονται μ’ έμφαση και τα εξής: «Ὁ κατὰ τῶν Τούρκων πόλεμος ἡμῶν, μακρὰν τοῦ νὰ στηρίζηται εἰς ἀρχάς τινας δημαγωγικὰς καὶστασιώδεις ἢ ἰδιωφελεῖς μέρους τινὸς τοῦ σύμπαντος ἑλληνικοῦ ἔθνους σκοπούς, εἶναι πόλεμος ἐθνικός, πόλεμος ἱερός, πόλεμος, τοῦ ὁποίου ἡ μόνη αἰτία εἶναι ἡἀνάκτησις τῶν δικαίων τῆς προσωπικῆς ἡμῶν ἐλευθερίας, τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τῆςτιμῆς, τὰ ὁποία, ἐνῶ τὴν σήμερον ὅλοι οἱ εὐνομούμενοι καὶ γειτονικοὶ λαοὶ τῆςΕὐρώπης τὰ χαίρουσιν, ἀπὸ ἡμᾶς μόνον ἡ σκληρὰ καὶ ἀπαραδειγμάτιστος τῶνὀθωμανῶν τυραννία ἐπροσπάθησε μὲ βίαν ν’ ἀφαιρέσῃ καὶ ἐντὸς τοῦ στήθους ἡμῶννὰ τὰ πνίξῃ. Εἴχομεν ἡμεῖς, τάχα, ὀλιγώτερον, παρὰ τὰ λοιπὰ ἔθνη, λόγον διὰ νὰστερώμεθα ἐκείνων τῶν δικαίων, ἢ εἴμεθα φύσεως κατωτέρας καὶ ἀχρειεστέρας, διὰ νὰ νομιζώμεθα ἀνάξιοι αὐτῶν καὶ καταδικασμένοι εἰς αἰώνιον δουλείαν νὰἕρπωμεν ὡς κτήνη καὶ αὐτόματα εἰς τὴν ἄλογον θέλησιν ἑνὸς ἀπηνοῦς τυράννου, ὅστις ληστρικῶς καὶ ἄνευ τινὸς συνθήκης ἦλθε μακρόθεν νὰ μᾶς καθυποτάξῃ; Δίκαια, τὰ ὁποία ἡ φύσις ἐνέσπειρε βαθέως εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰὁποία οἱ νόμοι, σύμφωνοι μὲ τὴν φύσιν, καθιέρωσαν, ὄχι τριῶν ἢ τεσσάρων, ἀλλὰκαὶ χιλίων καὶ μυρίων αἰώνων τυραννία δὲν δύναται νὰ ἐξαλείψῃ· καὶ ἂν ἡ βία ἢ ἡἰσχὺς πρὸς τὸν καιρὸν τὰ καταπλακώσῃ, ταῦτα πάλιν, ἀπαλαίωτα καὶ ἀνεξάλειπτακαθ’ ἑαυτά, ἡ ἰσχὺς ἐμπορεῖ ν’ ἀποκαταστήσῃ καὶ ἀναδείξῃ οἷα καὶ πρότερον καὶ ἀπ’ αἰώνων ἦσαν! Δίκαια, τέλος πάντων, τὰ ὁποία δὲν ἐπαύσαμεν μὲ τὰ ὅπλα νὰὑπερασπιζώμεθα ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος, ὅπως οἱ καιροὶ καὶ αἱ περιστάσεις ἐπέτρεπον. Ἀπὰ τοιαύτας ἀρχὰς τῶν φυσικῶν δικαίων ὁρμώμενοι καὶ θέλοντες νὰἐξομοιωθῶμεν μὲ τοὺς λοιποὺς συναδέλφους μας Εὐρωπαίους χριστιανούς, ἐκινήσαμεν τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Τούρκων, μᾶλλον δὲ τοὺς κατὰ μέρος πολέμους ἑνώσαντες, ὁμοθυμαδόν ἐκστρατεύσαμεν, ἀποφασίσαντες ἢ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸνσκοπόν μας καὶ νὰ διοικηθῶμεν μὲ νόμους δικαίους, ἢ νὰ χαθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου, κρίνοντες ἀνάξιον νὰ ζῶμεν πλέον ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ περικλεοῦς ἐκείνου ἔθνουςτῶν Ἑλλήνων ὑπὸ δουλείαν τοιαύτην, ἰδίαν μᾶλλον τῶν ἀλόγων ζῴων, παρὰ τῶνλογικῶν ὄντων.»

ε) Τέλος -και τούτο είναι το πιο πειστικό επιχείρημα για την προσήλωση των Ελλήνων στην Ελευθερία μετά την Εθνεγερσία του 1821 -η «καταξίωση» του πρώτου οριστικού Συντάγματος, του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», ήτοι του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, στην όλη συνταγματική μας ιστορία οφείλεται, κυρίως, στις διατάξεις του που κατοχυρώνουν από την μια πλευρά τα «θεσμικά αντίβαρα», τα οποία αποδυναμώνουν την κρατική αυθαιρεσία κατά των πολιτών.  Και, από την άλλη πλευρά, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ιδίως δε τα Δικαιώματα, τα οποία δεν περιορίζονται στην εφαρμογή της αρχής της Ισότητας στην πράξη αλλά επεκτείνονται, και μάλιστα κυρίως, στην ουσιαστική υπεράσπιση της σφαίρας Ελευθερίας του πολίτη απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Με άλλες λέξεις τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία η Επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου χαρακτηρίζει ως ατομικά.  Γι’ αυτό και η «αρτιότητα»τόσο των αρχικών όσο και των μεταγενέστερων Συνταγμάτων μας -με «κολοφώνα» το ισχύον Σύνταγμα του 1975- κρίθηκε και κρίνεται, κατά κύριο λόγο, με τα θεσμικά και πολιτικά «σταθμά», τα οποία διασφαλίζουν την όλη οργάνωση και λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως «ιδανικής»διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας.

Επίλογος

200 χρόνια μετά την Εθνεγερσία του 1821 το Έθνος των Ελλήνων, εντός και εκτός των συνόρων μας, οφείλει, για λόγους που αφορούν την ιστορική του διαδρομή και την προοπτική του, να ξανασκεφθεί το απαράμιλλο Εθνικό πρόταγμα των Αγωνιστών του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» με όρους, ταυτοχρόνως, παρελθόντος και μέλλοντος.  Ως προς το παρελθόν, η ιστορική απόφαση των Αγωνιστών του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος», ανατρέχοντας υπό συνθήκες αδιάλειπτης συνέχειας στο «νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών» του Παιάνα της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας κατά τον Αισχύλο, αναδεικνύει την «βιωματική» σχέση του Έθνους των Ελλήνων με την Ελευθερία.  Και ως προς το μέλλον, υποδεικνύει το Εθνικό μας Χρέος στο διηνεκές, όταν οι συνθήκες επιβάλλουν την υπεράσπιση της Ελευθερίας μας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις.  Ιδίως δε τις εκφάνσεις εκείνες που αφορούν την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων.  Υπεράσπιση, την οποία οφείλουμε να φέρνουμε πάντα εις πέρας δίχως ίχνος υποχώρησης ή υπαναχώρησης.  Επιπλέον, το Εθνικό μας Χρέος συμπεριλαμβάνει, χωρίς αμφιβολία, και την υποχρέωσή μας να υπερασπισθούμε την απελευθέρωση του τμήματος εκείνου της Μαρτυρικής Κύπρου, το οποίο τελεί ακόμη υπό τουρκική κατοχή.  Υπενθυμίζοντας, με κάθε τρόπο, προς την Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η κατάσταση αυτή στην Μαρτυρική Κύπρο είναι όνειδος για την Διεθνή και Ευρωπαϊκή Νομιμότητα εμείς, οι Έλληνες, πρέπει να καθιστούμε σαφές, urbi et orbi και δίχως περιστροφές, ότι όσο η Κύπρος βιώνει τον εφιάλτη της τουρκικής βαρβαρότητας ο Αγώνας της Εθνεγερσίας του 1821 συνεχίζεται!