3 Σεπ 2022

Ο χειρισμός του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες θα χειροτερέψει τα πράγματα

 


Fed και ΕΚΤ πυροδοτούν μια πρωτοφανή κρίση χρέους – Μελέτη του Πανεπιστημίου Johns Hopkins καταδεικνύει την ανεύθυνη νομισματική πολιτική που οδηγεί την οικονομία σε φαύλο κύκλο

Η Σύνοδος Κορυφής των κεντρικών τραπεζιτών στο Jackson Hole την περασμένη Παρασκευή,

εξέπεμψε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Ο πληθωρισμός (ο παροδικός ντε, που θα κράταγε 2 εβδομάδες μέχρι να ξεφρακάρει το Σουέζ) ήρθε για να μείνει, και οι κεντρικές τράπεζες θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να τον τιθασεύσουν.

Αυτό σημαίνει πως οποιαδήποτε στροφή νομισματικής πολιτικής, ακόμη και το τέλος των χαλαρών επιτοκίων, θα τεθεί σε εφαρμογή προκειμένου να κατευνάσει το τέρας του πληωρισμού που κατατρώει τις περιουσίες της μέσης τάξης τα τελευταία δύο χρόνια.

Ενός πληθωρισμού για τον οποίο ευθύνονται βέβαια ΕΞ ΑΡΧΗΣ οι ίδιες οι τράπεζες (να τα λέμε κι αυτά)…

Και τώρα, ο Πάουελ από το Jackson Hole του Ουαϊόμινγκ που πυροδότησε κραχ στα χρηματιστήρια ρίχνοντας τον S&P κάτω από τις 4000 μονάδες (όχι ότι υπήρχε κάποια υγιής άνοδος μέχρι τώρα – αφορμή έψαχναν οι “αρκούδες” σε αυτήν την ξεκάθαρη παγίδα για την οποία πολλάκις προειδοποιήσαμε), διαμήνυσε την Παρασκευή πως η χαλιναγώγηση του πληθωρισμού δε θα είναι εύκολη υπόθεση, πως ασφαλώς θα πυροδοτηθεί ύφεση, και το κόστος θα είναι μεγάλο για τους πολίτες.

Κοινώς, αυτοί που τα έκαναν μπάχαλο, μας λένε για άλλη μια φορά “πληρώστε το λογαριασμό”. Τι πιο σύνηθες. Τίποτα που δεν είχαμε αναλύσει ήδη από το 2019-2020, οταν άλλοι κοιμόντουσαν και παπαγάλιζαν τον “κίνδυνο του αποπληθωρισμού”.

“Λύκος!”

Για πρώτη φορά τα διεθνή μίντια (τώρα που πέταξε βέβαια το πουλάκι) ξέθαψαν τα τσεκούρια τους (σιγά μη σκίσουν κανά καλσόν) και εξαπολύουν επίθεση κατά των κεντρικών αρχών που μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση. Αναλυτές από όλα τα mainstream media τώρα φωνάζουν αυτό που φώναζε ο τρελός του χωριού.

O αχαλίνωτος πληθωρισμός είναι εδώ για να μείνει και η τιθάσευσή του θα απαιτήσει εξαιρετική προσπάθεια, πιθανότατα μια ύφεση με σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας και θα έχει ισχυρές αντανακλάσεις στις αναδυόμενες αγορές.

Ωστόσο, αυτό το κόστος αξίζει να πληρωθεί, αναφέρει σε ανάλυσή του το Reuters.
Οι κεντρικές τράπεζες χρειάστηκαν δεκαετίες για να χτίσουν την αξιοπιστία τους σε ότι αφορά τις δεξιότητες τους στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και η απώλεια αυτής της μάχης μπορεί να κλονίσει τα θεμέλια της σύγχρονης νομισματικής πολιτικής.

Ο χειρισμός του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες θα χειροτερέψει τα πράγματα

«Η ανάκτηση και η διατήρηση της εμπιστοσύνης απαιτεί να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στον στόχο γρήγορα», δήλωσε το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Isabel Schnabel.

«Όσο περισσότερο ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να χάσει το κοινό την εμπιστοσύνη του στην αποφασιστικότητά μας και στην ικανότητά μας να διατηρήσουμε την αγοραστική δύναμη».

Στόχος η καταπολέμηση του πληθωρισμού, ακόμη και με αύξηση της ανεργίας

Οι τράπεζες πρέπει να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο ακόμη και αν χαθεί η ανάπτυξη και οι άνθρωποι αρχίσουν να χάνουν τις δουλειές τους.

«Ακόμα κι αν εισέλθουμε σε ύφεση, δεν μπορούμε ουσιαστικά να παρεκλίνουμε της πολιτικής μας πορείας», είπε η Schnabel. «Εάν υπήρχε μια απόκλιση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, η επίδραση στην οικονομία θα ήταν ακόμη χειρότερη».

Ο πληθωρισμός είναι σχεδόν διψήφιος σε πολλές από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, σε επίπεδα που δεν έχει παρατηρηθεί ξανά τα τελευταία 50 χρόνια. Με την αξιοσημείωτη εξαίρεση των Ηνωμένων Πολιτειών, ο πληθωρισμός δεν φαίνεται να έχει κορυφώσει ακόμη και αναμένεται να κορυφώσει σε αρκετούς μήνες.

Οι κεντρικές τράπεζες δεν ελέγχουν το πρόβλημα

Το πρόβλημα είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες ως επί το πλείστον φαίνεται να έχουν περιορισμένο μόνο έλεγχο του προβλήματος.

Πρώτον, οι υψηλές τιμές της ενέργειας, που αποτελούν συνάρτηση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και των κυρώσεων της Δύσης, δημιουργούν ένα σοκ προσφοράς στο οποίο η νομισματική πολιτική έχει πολύ περιορισμένη επίδραση. Οι υψηλές δημοσιονομικές δαπάνες των κρατών, επίσης εκτός ελέγχου των κεντρικών τραπεζών, επιδεινώνουν το πρόβλημα.

Μια μελέτη που παρουσιάστηκε στο Jackson Hole υποστηρίζει ότι ο μισός πληθωρισμός της αμερικανικής οικονομίας οφείλεται στη δημοσιονομική πολιτική και ότι η Fed θα αποτύχει να ελέγξει τις τιμές χωρίς τη συνεργασία της κυβέρνησης.

Τέλος, μπορεί να έχουμε εισέλθει σε ένα νέο καθεστώς πληθωρισμού που θα διατηρήσει την ανοδική πίεση στις τιμές για πολύ πιο παρατεταμένη περίοδο από όσο φανταζόμαστε.

Η αποπαγκοσμιοποίηση, η επανευθυγράμμιση των συμμαχιών λόγω του πολέμου της Ρωσίας, οι δημογραφικές αλλαγές και η αύξηση του κόστους παραγωγής στις αναδυόμενες αγορές θα μπορούσαν όλα να καταστήσουν τους περιορισμούς της προσφοράς πιο μόνιμους.

Ο χειρισμός του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες θα χειροτερέψει τα πράγματα

Ιστορική αλλαγή

«Η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας ιστορικής αλλαγής, καθώς πολλές από τις τάσεις της συνολικής προσφοράς που κράτησαν τον πληθωρισμό χαμηλά για πολλά χρόνια φαίνεται ότι τώρα θα αντιστραφούν», δήλωσε ο Agustín Carstens, επικεφαλής της Bank of International Settlements.

«Εάν συμβεί αυτό, η πρόσφατη αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων μπορεί να αποδειχθεί πιο επίμονη», πρόσθεσε ο Carstens, ο οποίος ηγείται μιας ομάδας που συχνά αποκαλείται η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών του κόσμου.

Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι πάμε σε ταχείες αυξήσεις των επιτοκίων, με επικεφαλής τη Fed με την ΕΚΤ να ακολουθεί προσπαθώντας να καλύψει τη διαφορά, και ότι θα μείνουμε με αυξημένα επιτόκια για τα επόμενα χρόνια.

Τι θα γίνει στις αναδυόμενες αγορές

Ο πόνος των υψηλών επιτοκίων στις ΗΠΑ θα έχει επιπτώσεις πολύ πέρα ​​από την οικονομία της χώρας και θα πλήξει σκληρά τις αναδυόμενες αγορές, ειδικά εάν τα υψηλά επιτόκια αποδειχθούν τόσο διαρκή όσο σηματοδοτεί τώρα ο Πάουελ.

«Για τη Fed αυτή η στιγμή, αντιπροσωπεύει την ώρα της κρίσης», δήλωσε ο Peter Blair Henry, καθηγητής και ομότιμος κοσμήτορας του Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

«Η αξιοπιστία των τελευταίων 40 ετών είναι στο όριο, επομένως η Fed θα επιδιώξει τη μείωση του πληθωρισμού ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη και αν αυτό σημαίνει παράπλευρες ζημιές στον αναδυόμενο κόσμο».

Η αύξηση των επιτοκίων της Fed πλήττει τις αναδυόμενες οικονομίες μέσα από πολλά κανάλια

Πολλές χώρες των αναδυόμενων αγορών δανείζονται σε δολάρια και η αύξηση των επιτοκίων της Fed τις πλήττει σε πολλαπλά μέτωπα. Καταρχήν επειδή αυξάνει το κόστος δανεισμού τους και εγείρει ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους τους.

Δεύτερον επειδή απορροφά ρευστότητα από αυτές και τη διοχετεύει στις αγορές των ΗΠΑ, ωθώντας τα ασφάλιστρα κινδύνου των αναδυόμενων αγορών ψηλότερα και καθιστώντας έτσι τον δανεισμό τους ακόμη πιο δύσκολο.

Τέλος, επειδή το δολάριο δείχνει ότι θα συνεχίσει να ενισχύεται έναντι των περισσότερων νομισμάτων, ωθώντας ανοδικά τον εισαγόμενο πληθωρισμό στις αναδυόμενες αγορές.

Ο χειρισμός του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες θα χειροτερέψει τα πράγματα

Ποιες χώρες θα υποφέρουν

Οι μεγαλύτερες χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία φαίνεται να είναι καλά προστατευμένες, αλλά μια σειρά από χώρες μεσαίου μεγέθους, από την Τουρκία μέχρι την Αργεντινή, θα υποφέρουν σαφώς.

«Έχουμε μια σειρά από αναδυόμενες οικονομίες και χώρες χαμηλού εισοδήματος που έχουν δει τα spread τους να αυξάνονται σε αυτά που αποκαλούμε επίπεδα δυσφορίας ή σχεδόν επίπεδα κινδύνου, επομένως περί τις 700 ως 1000 μονάδες βάσης», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Pierre-Olivier Gourinchas.

«Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός χωρών, είναι περίπου το 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος, έχουμε περίπου 20 αναδυόμενες οικονομίες που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση», είπε.
«Έχουν ακόμη πρόσβαση στην αγορά, αλλά σίγουρα οι συνθήκες δανεισμού έχουν επιδεινωθεί πολύ».

S&P Global: Αυξάνεται ο πιστωτικός κίνδυνος για τα δημόσια χρέη και τις τράπεζες

Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις της S&P Global, ο κίνδυνος χρηματοδότησης της Νότιας Αφρικής, της Αργεντινής και της Τουρκίας έχει καταστεί πλέον για τους πιστωτές υψηλός ή πολύ υψηλός.

Η ίδια εκτιμά ότι ο πιστωτικός κίνδυνος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχει καταστεί υψηλός ή εξαιρετικά υψηλός σε πολλές χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ινδονησία.
«Υπάρχουν μερικές οικονομίες όπως η Σρι Λάνκα, η Τουρκία και ούτω καθεξής που θα πληγούν δραματικά αν η Fed αυξήσει κι άλλο τα επιτόκια και τα επιτόκια παραμείνουν υψηλά», δήλωσε ο Eswar Prasad, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Cornell.

«Αν τα επιτόκιά παραμείνουν υψηλά σε 2-3 χρόνια θα αρχίσουν να δυσκολεύουν τα πράγματα…
Εάν καταστεί σαφές ότι η Fed πρόκειται να διατηρήσει υψηλά τα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι πιέσεις θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις χώρες αμέσως», πρόσθεσε ο Prasad.

Πανεπιστήμιο Johns Hopkins: Μόνο χειρότερα μπορεί να κάνει τα πράγματα η Fed

Αλλά ένα έγγραφο που κυκλοφόρησε στην ίδια σύνοδο κορυφής του Jackson Hole, στο Ουαϊόμινγκ, όπου μίλησε ο Powell, υποδηλώνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά μόνοι τους και στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα με επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.

Στην παρούσα περίπτωση, ο πληθωρισμός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δημοσιονομικές δαπάνες, οι οποίες αυξήθηκαν ως απάντηση στην κρίση του Covid, και η απλή αύξηση των επιτοκίων δεν θα είναι αρκετή για να τον μειώσει.

Αυτό μάλιστα αναφέρουνοι ερευνητές Francesco Bianchi του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και Leonardo Melosi της Fed του Σικάγο.

«Οι πρόσφατες δημοσιονομικές παρεμβάσεις ως απάντηση στην πανδημία του Covid έχουν αλλάξει τις πεποιθήσεις του ιδιωτικού τομέα για το δημοσιονομικό πλαίσιο, επιταχύνοντας την ανάκαμψη αλλά και καθορίζοντας μια αύξηση του δημοσιονομικού πληθωρισμού», ανέφεραν οι συγγραφείς.

«Αυτή η αύξηση του πληθωρισμού δεν θα μπορούσε να είχε αποτραπεί με απλή αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής». Η Fed, λοιπόν, μπορεί να μειώσει τον πληθωρισμό «μόνο όταν το δημόσιο χρέος μπορεί να σταθεροποιηθεί επιτυχώς με αξιόπιστα μελλοντικά δημοσιονομικά σχέδια», πρόσθεσαν.

Το έγγραφο προτείνει ότι χωρίς περιορισμούς στις δημοσιονομικές δαπάνες, οι αυξήσεις επιτοκίων θα κάνουν το κόστος του χρέους πιο ακριβό και θα αυξήσουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό.

Οι προσδοκίες έχουν σημασία

Στην ομιλία του στο Jackson Hole, ο Πάουελ είπε ότι οι τρεις βασικές αρχές που τροφοδοτούν τις τρέχουσες απόψεις του είναι ότι η Fed είναι κυρίως υπεύθυνη για τις σταθερές τιμές, οι προσδοκίες του κοινού είναι κρίσιμες και η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να υποχωρήσει από την πορεία που έχει χαράξει προς χαμηλότερες τιμές.

Οι Bianchi και Melosi όμως υποστηρίζουν ότι μια δέσμευση από τη Fed απλά δεν αρκεί, αν και συμφωνούν στην πτυχή των προσδοκιών.

Αντίθετα, λένε ότι τα υψηλά επίπεδα ομοσπονδιακού χρέους και οι συνεχείς αυξήσεις δαπανών από την κυβέρνηση, βοηθούν στην τροφοδότηση της κοινής αντίληψης ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός.

Το Κογκρέσο ξόδεψε περίπου 4,5 τρισ. δολάρια σε προγράμματα που σχετίζονται με τον Covid, σύμφωνα με το USAspending.gov.

Αυτές οι δαπάνες είχαν ως αποτέλεσμα δημοσιονομικό έλλειμμα 3,1 τρισ. δολαρίων το 2020, έλλειμμα 2,8 τρισ. δολαρίων το 2021 και έλλειμμα 726 δισ. δολαρίων κατά τους πρώτους 10 μήνες του δημοσιονομικού 2022.

Ως εκ τούτου, το ομοσπονδιακό χρέος τρέχει περίπου στο 123% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος — ελαφρώς χαμηλότερο από το ρεκόρ 128% το 2020 που είχε πληγεί από τον Covid, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τουλάχιστον το 1946, αμέσως μετά την έκρηξη δαπανών του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.

«Όταν οι δημοσιονομικές ανισορροπίες είναι μεγάλες και η δημοσιονομική αξιοπιστία μειώνεται, μπορεί να γίνει όλο και πιο δύσκολο για τη νομισματική αρχή (στην περίπτωση αυτή τη Fed) να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό γύρω από τον επιθυμητό στόχο της», σύμφωνα με την έρευνα.

Επιπλέον, η έρευνα διαπίστωσε ότι εάν η Fed συνεχίσει την πορεία της για αύξηση των επιτοκίων, θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι το δημόσιο χρέος των 30,8 τρισ. δολαρίων γίνεται πιο δαπανηρό στη χρηματοδότηση. Καθώς η Fed αύξησε τα επιτόκια αναφοράς κατά 2,25 ποσοστιαίες μονάδες φέτος, τα επιτόκια του Δημοσίου έχουν εκτοξευθεί στα ύψη.

Το δεύτερο τρίμηνο, οι τόκοι που καταβλήθηκαν για το συνολικό χρέος έφτασαν στο ρεκόρ των 599 δισ. δολαρίων με εποχικά προσαρμοσμένο ετήσιο επιτόκιο, σύμφωνα με στοιχεία της Federal Reserve.

Ο χειρισμός του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες θα χειροτερέψει τα πράγματα

«Ένας φαύλος κύκλος»

Το έγγραφο που παρουσιάστηκε στο Jackson Hole προειδοποίησε ότι χωρίς αυστηρότερες δημοσιονομικές πολιτικές, «θα προκύψει ένας φαύλος κύκλος αυξανόμενων ονομαστικών επιτοκίων, αύξησης του πληθωρισμού, οικονομικής στασιμότητας και αύξησης του χρέους».

Στις παρατηρήσεις του, ο Powell είπε ότι η Fed κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει ένα σενάριο παρόμοιο με τις δεκαετίες του 1960 και του ’70, όταν η αύξηση των κρατικών δαπανών σε συνδυασμό με μια Fed απρόθυμη να διατηρήσει υψηλότερα επιτόκια οδήγησε σε χρόνια στασιμοπληθωρισμού – ή σε αργή ανάπτυξη και άνοδο του πληθωρισμού.

Αυτή η κατάσταση παρέμεινε έως ότου ο τότε πρόεδρος της Fed, Paul Volcker, οδήγησε μια σειρά από ακραίες αυξήσεις επιτοκίων που τελικά οδήγησαν την οικονομία σε βαθιά ύφεση και βοήθησαν να τιθασευτεί ο πληθωρισμός για τα επόμενα 40 χρόνια.

«Θα επιμείνουν οι συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις όπως τις δεκαετίες του 1960 και του 1970;

Η μελέτη υπογραμμίζει τον κίνδυνο ότι ένα παρόμοιο επίμονο μοτίβο πληθωρισμού μπορεί να χαρακτηρίζει τα επόμενα χρόνια», έγραψαν οι Bianchi και Melosi.

Πρόσθεσαν ότι «ο κίνδυνος επίμονου υψηλού πληθωρισμού που βιώνει σήμερα η οικονομία των ΗΠΑ φαίνεται να εξηγείται περισσότερο από τον ανησυχητικό συνδυασμό του μεγάλου δημόσιου χρέους και την αποδυνάμωση της αξιοπιστίας του δημοσιονομικού πλαισίου».

«Έτσι, η συνταγή που χρησιμοποιήθηκε για να νικηθεί ο μεγάλος πληθωρισμός στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μπορεί να μην είναι αποτελεσματική σήμερα», είπαν.

Ο πληθωρισμός υποχώρησε κάπως τον Ιούλιο, κυρίως χάρη στην πτώση των τιμών της βενζίνης.
Ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ότι εξαπλώθηκε στην οικονομία, ιδιαίτερα στο κόστος των τροφίμων και των ενοικίων.

Κατά το παρελθόν έτος, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε με ρυθμό 8,5%.

Οι εκτιμήσεις των αναλυτών της αγοράς

Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι αναμένουν ότι αρκετοί παράγοντες θα συνωμοτήσουν για να μειώσουν τον πληθωρισμό, βοηθώντας τη Fed να κάνει τη δουλειά της.

«Τα περιθώρια θα μειωθούν και αυτό θα ασκήσει ισχυρή πτωτική πίεση στον πληθωρισμό.
Εάν ο πληθωρισμός πέσει ταχύτερα από ό,τι αναμένει η Fed τους επόμενους μήνες – αυτή είναι η βασική μας περίπτωση – η Fed θα μπορεί να αναπνέει πιο εύκολα», έγραψε ο Ian Shepherdson, επικεφαλής οικονομολόγος της Pantheon Macroeconomics.

Ο Ed Yardeni της Yardeni Research είπε ότι ο Πάουελ δεν αναγνώρισε στην ομιλία του τον ρόλο που είχαν οι αυξήσεις της Fed και η αντιστροφή του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων της στην ενίσχυση του δολαρίου και στην επιβράδυνση της οικονομίας.
Το δολάριο έφτασε τη Δευτέρα στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων σχεδόν 20 ετών σε σύγκριση με ένα καλάθι ομοτίμων του.

«Έτσι [ο Πάουελ] μπορεί σύντομα να μετανιώσει που στράφηκε προς μια πιο αυστηρή στάση στο Τζάκσον Χόουλ, κάτι που σύντομα μπορεί να τον αναγκάσει να στραφεί ξανά προς μια πιο ήπια στάση», έγραψε ο Yardeni.

Ωστόσο, η έρευνα των Bianchi-Melosi υπογράμμισε ότι θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από μια δέσμευση για την αύξηση των επιτοκίων για τη μείωση του πληθωρισμού.

Επέκτειναν το επιχείρημα για να συμπεριλάβει την ερώτηση τι θα γινόταν αν η Fed είχε αρχίσει τη σύσφιξη νωρίτερα, αφού πέρασε μεγάλο μέρος του 2021 απορρίπτοντας τον πληθωρισμό ως «παροδικό» και δεν δικαιολογούσε μια απάντηση πολιτικής;

«Η αύξηση των επιτοκίων, από μόνη της, δεν θα είχε αποτρέψει την πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού, δεδομένου ότι [ένα μεγάλο] μέρος της αύξησης οφειλόταν σε μια αλλαγή στο αντιληπτό μείγμα πολιτικής», έγραψαν.

«Στην πραγματικότητα, η αύξηση των επιτοκίων χωρίς την κατάλληλη δημοσιονομική στήριξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε δημοσιονομικό στασιμοπληθωρισμό.

Αντίθετα, η κατάκτηση του πληθωρισμού μετά την πανδημία απαιτεί αμοιβαία συνεπείς νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που παρέχουν μια σαφή διαδρομή τόσο για τον επιθυμητό ρυθμό πληθωρισμού όσο και για τη βιωσιμότητα του χρέους».