Το θάρρος της κυρίας Ελένης Χρονοπούλου, να παρουσιάσει η ίδια την καταγγελία της για τον ευρωβουλευτή Γεωργούλη, δεν αμφισβητείται. Αλλά η υπόθεση – αρμοδιότητας αποκλειστικά της βελγικής Δικαιοσύνης- έχει πλευρές που στην, Ελλάδα τουλάχιστον, δεν γίνονται κατανοητές.
Να αρχίσουμε από τον καταγγελλόμενο. Οι δικηγόροι του Γεωργούλη, στη δεύτερη ανακοίνωση τους αναφέρουν ότι «στις τις αρχές Απριλίου... του 2023, ο Αλέξης Γεωργούλης έμαθε έκπληκτος, με αφορμή την αίτηση άρσης της βουλευτικής του ασυλίας, ότι η κυρία Χρονοπούλου είχε καταθέσει μήνυση εναντίον του» κλπ.
Ωστόσο οι ίδιοι στην πρώτη ανακοίνωση ανέφεραν ότι «ο κ. Γεωργούλης ενημερώθηκε την Μεγάλη Παρασκευή 14 Απριλίου 2023 από το Γραφείο της Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα, ως προς το αίτημα της Εισαγγελίας των Βρυξελλών για την άρση της ευρωβουλευτικής του ασυλίας» κλπ.
Το «αρχές» με το «14 Απριλίου» των δικηγόρων, έχουν διάφορα, όπως και με το «17 Απριλίου» που είχε εκφράσει ο ίδιος με τη δήλωσή του «έκπληξη».
Ερώτημα υπάρχει γι αυτή καθ εαυτή την «έκπληξη». Πώς δικαιολογείται, όταν κατά τη μαρτυρία του Δημήτρη Παπαδημούλη το είχαν συζητήσει το 2022; Συν τις «φήμες» που σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες κυκλοφορούσαν.
Είναι δυνατόν να τον ρώτησε ο Παπαδημούλης για κάτι τόσο σοβαρό, χωρίς να του πει περί τίνος πρόκειται και χωρίς αναφορά στην Χρονοπούλου; Είναι δυνατόν ο ίδιος «να διέψευσε κατηγορηματικά» χωρίς να είναι σαφές τις ακριβώς διαψεύδει;
Από την άλλη πλευρά οι πράξεις για τις οποίες καταγγέλλεται ο Γεωργούλης φέρεται να συνέβησαν τον Ιανουάριο του 2020 και την επόμενη υπήρξε ιατροδικαστική διαπίστωση και καταγγελία από το θύμα στις βελγικές αρχές.
Νοείται αυτή η καταγγελία, να έγινε χωρίς αναφορά στο όνομα και την ιδιότητα του Γεωργούλη, ώστε να κινηθεί αμέσως η διαδικασία; Ίσως και αυτόφωτο κακούργημα, ώστε να συλληφθεί αμέσως θα μπορούσε να τεκμηριωθεί.
Όπως έγινε στη περίπτωση της Εύας Καϊλή, της οποίας εκ των υστέρων ζητείται η άρση ασυλίας- χωρίς να έχει αρθεί ακόμη.
Και εφόσον, όπως λέει πάλι το θύμα, προσέθεσε το όνομά του τέσσερις μήνες μετά την πρώτη καταγγελία, γιατί δεν κινήθηκε αμέσως η δίωξη- με αίτηση ασυλίας- για μια υπόθεση που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα; Ούτε μάρτυρες χρειάζονται, ούτε άλλα παραστατικά πλην της καταγγελίας και την έκθεση το νοσοκομείου στο οποίο κατέφυγε- και υπήρχαν.
Έναν ακόμη ερώτημα αφορά την τυπική λειτουργία της Βέλγικης Δικαιοσύνης που φέρεται να ζήτησε την άρση μιας ασυλίας, χωρίς να καλέσει τον ευρωβουλευτή. Έστω για να διαπιστώσει αν είναι υπαρκτό πρόσωπο.
Όπως περίεργο είναι ότι ενώ βρίσκεται επισήμως υπό καταγγελία, δεν μπορεί ο ίδιος και οι δικηγόροι του να παραλάβουν τη δικογραφία.
Πως θα υπερασπιστεί στην αρμόδια Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου τον εαυτό του-, έστω και αν ζητάει και ο ίδιος την ασυλία του; Τι θα συμβεί αν η εν λόγω Επιτροπή δεν πειστεί και δεν άρει την ασυλία, ώστε να ασκηθεί η δίωξη;
Μένει επίσης ως ερώτημα και να παραβλέψει ότι τις ημέρες εκκίνησης της διαδικασίας για την ασυλία, στην Ελλάδα υπήρχαν πασχαλινές αργίες και ήδη είχε ανακοινωθεί συγκεκριμένη ημερομηνία των εκλογών.
Αντικειμενικά η -κοινοβουλευτική διαδικασία της ασυλίας ενός ευρωβουλευτή και μάλιστα της Αριστεράς ισοδυναμεί με παρέμβαση. Αυτό δεν ισχυρίζονταν οι ευρωβουλευτές της ΝΔ, στην περίπτωση των δυο άλλων Επιτροπών του Ευρωκοινοβουλίου που ερευνούν τις υποκλοπές και τις παραβιάσεις του κράτους Δικαίου, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Πολύ σοφά η βελγική νομοθεσία κατοχυρώνει το απόρρητο της έρευνας και δεν επιτρέπει την αποκάλυψη του περιεχομένου μιας προκαταρκτικής έρευνας – και οι βελγικές αρχές φροντίζουν να τηρείται.
Αλλά εφόσον ο Γεωργούλης και ο συνήγορός του δεν είχαν πρόσβαση στο φάκελο τι νόημα έχει η διαβεβαίωση εκ μέρους τους ότι «ισχυρισμοί σε βάρος του αμφισβητούνται επισήμως» και «αντικρούει τις κατηγορίες της κ. Χρονοπούλου από κάθε άποψη»; Πώς αντικρούει κάτι που δεν γνωρίζει ακριβώς;
Η υπόθεση αποκτά σκοτεινές περιοχές. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και η μάλλον παράδοξη επιμονή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη ,-στην εσωκομματική πολιτική επιρροή του ιδίου φέρεται να ανήκει το θύμα- να στρέφει τα βέλη κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Του χρεώνει ακόμη και τη διαρροή του ονόματος, το οποίο ο ίδιος δεν γνώριζε.
Τι σημασία έχει για τον Ανδρουλάκη το πολιτικό φρόνημα όσων κοινοποίησαν το όνομα; Υπάρχει διαφορά ανάλογα με το κομματικό πρόσημο; Γιατί δεν παρουσιάζει τα στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνεται η «ενοχή» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτίζεται με τον Αδωνι και τον Λοβέρδο στη σπέκουλα;
Υπάρχει περίπτωση να ωφεληθεί ψηφοθηρικά, όπως το έθεσε φιλικός του αρθρογράφος σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα; Καλό είναι σ αυτές τις περιπτώσεις όσοι μιλούν να είναι προσεκτικοί- ιδίως όταν είναι γνωστό τι έχει κυκλοφορήσει κατά καιρούς.
Η διαχείριση της υπόθεσης στο εγχώριο πολιτικό και μιντιακό πεδίο γεννά απορίες: υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζουμε; Μήπως τα σημερινά παιχνίδια σε βάρος της κυρίας Χρονοπούλου έχουν αφετηρίες στο κόμμα της; Μήπως και στο εσωτερικό της ΝΔ, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν σκοπιμότητες; Να μην ξεχνάμε ότι στην πολιτική ούτε οι πέτρες δεν είναι αθώες- για να παραφράσουμε το Ρέημοντ Τσάντλερ.
Γ.Λακοπουλος
https://www.ieidiseis.gr/