20 Αυγ 2023

Matías Almeyda> Ακρίβεια, Θάρρος, Καλοσύνη, Ευγένεια, Ειλικρίνεια, Τιμή και Πίστη. [Αυτές είναι οι 7 Αρετές του Bushido]

H συνέντευξη στον Βαγγέλη Αρναούτογλου
 «Δουλεύω και ζω με βάση την τιμή. Δεν είναι εύκολο. Επειδή είμαι κι εγώ αμαρτωλός όπως ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, δεν είναι εύκολο να ζεις βάσει της τιμής σου. Δουλεύω για την τιμή που μου δίνει το ποδόσφαιρο. Για το πάθος, για το σεβασμό που έχω στο.. ποδόσφαιρο, γιατί μου άλλαξε τη ζωή μου. Κάθε φορά που αφιερωνω ένα δευτερόλεπτο στη ζωή μου το κάνω για το τιμήσω. Δεν το κάνω για χρήματα, δεν το κάνω για φήμη. Το κάνω για το τιμήσω. Είναι το πιο όμορφο πράγμα στη ζωή μου». Matías Almeyda μετά την πρόκριση της ΑΕΚ

Ήταν ακριβώς αυτές οι ατάκες που μας έκαναν να αναζητήσοουμε μία συνέντευξη ζωής του Matías Almeyda και έτσι πέσαμε πάνω στην εκπληκτική συνέντευξη που του πήρε ο Βαγγέλης Αρναούτογλου για το Sports 24.

H συνέντευξη έχει τίτλο Θα ζω πάντα ως Σαμουράι και ξεκινάει ως εξής>
Ο Ματίας Αλμέιδα δεν γνώρισε ποτέ ως ποδοσφαιριστής έναν προπονητή όπως είναι ο ίδιος σήμερα.

Ομολογώ ότι κι εγώ, ουδέποτε είχα συζητήσει στο πλαίσιο συνέντευξης που περισσότερο μοιάζει με μάθημα ζωής, αξιών και διδαχής, με έναν προπονητή -ή άνθρωπο του ποδοσφαίρου ειδικότερα- που να σκέφτεται και να μιλάει όπως αυτός.
Συναντηθήκαμε πριν υπογράψει την επέκταση της συνεργασίας του με την ΑΕΚ έως το 2028 κι εκεί διαπίστωσα τη φλόγα του να συνεχίσει σε αυτήν για χρόνια, όσα περισσότερα γίνεται.

Την έχει αγαπήσει την Ένωση και δεν την αλλάζει, μοιάζει σπάνιο και υπερβολικό, όχι όμως αν είσαι δίπλα του όταν στο λέει.

Άλλωστε, είναι ο ίδιος σπάνιος ως ύπαρξη, όχι όμως μοναδικός ή καλύτερος από άλλους γιατί αν τολμήσω να μεταφέρω ότι είναι τέτοιος, τότε μέσα από την οθόνη θα εμφανιστεί μια γροθιά, δική του γροθιά, να μου ρίξει μία γερή στο πρόσωπο.

Και καλά θα μου κάνει, διότι θα τον έχω προσβάλει.

Διότι εκείνος προσπαθεί να διδάξει ακριβώς το αντίθετο, ότι όλοι είμαστε ίσοι στη ζωή, αρκεί να καταλάβουμε γιατί ακριβώς συμβαίνει αυτό.
Πέρασε ως νέος πολλά, έβαλε τον εαυτό του σε επίπονες διαδικασίες, αντιλήφθηκε ότι έφερε σε δύσκολη θέση ανθρώπους που αγαπά.
Όμως ήταν παρών για να σώσει τον Ματίας, να μην του επιτρέψει να κατρακυλήσει, να αποδεχθεί ότι χρειαζόταν βοήθεια και να φωνάξει δυνατά προς όλους να πράξουν το ίδιο.

Μιλώντας ανοιχτά για την κατάθλιψη, το τσιγάρο, το αλκοόλ, τις καταχρήσεις, τη δύναμη της ψυχής αλλά πρώτα απ’ όλα με τόση αγάπη και πάθος, για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί ώστε να βοηθήσει τους νέους ποδοσφαιριστές, κυριολεκτώ με το να πω ότι με καθήλωσε.
Αν είχα τη δυνατότητα κι εκείνος το χρόνο, θα καθόμουν δίπλα του κάθε μέρα για να μαθαίνω και κάτι. Όχι μόνο για το ποδόσφαιρο, τις διατάξεις, το repress, την ένταση ψηλά, τις αλλαγές κατευθύνσεις, αλλά για την ίδια τη ζωή.

Να ακούσω περισσότερες ιστορίες για τον Ντιέγκο Μαραντόνα και να τον κοιτάζω ξανά, να ταξιδεύει με βλέμμα χαμένο κάπου στο παρελθόν και με ζωγραφισμένη τη θλίψη στα μάτια του να εκφράζει την οδύνη του όχι επειδή απλά έχασε έναν καλό, διάσημο φίλο, αλλά γιατί εκείνος έφυγε δυστυχισμένος.
<Στο χαμό του Μαραντόνα, ο Αλμέιδα θρηνούσε τη ζωή που ο Ντιέγκο δεν έζησε, μια ζωή που τόσο θα ήθελε, με πιο πολλή ελευθερία και περισσότερη αγάπη και ειλικρίνεια γύρω του.

Πόσο εύκολο είναι για έναν σπουδαίο ποδοσφαιριστή, έναν αστέρα του διεθνούς χώρου στην ακμή του, να ξεγυμνωθεί δημόσια, μιλώντας για βιώματα προσωπικά και τόσο δύσκολα;
Ο Αλμέιδα το τόλμησε, μιλώντας για συγκλονιστικές καταστάσεις στη ζωή και στην καριέρα του μέσω της αυτοβιογραφίας του, ‘Alma y Vida’ που σημαίνουν ‘Ψυχή και Ζωή’.
Εκεί εξιστόρησε την αγωνιώδη μάχη που έδωσε με τον εαυτό του για να βγει από την κατάθλιψη κι εγώ του ζήτησα να προχωρήσει περισσότερο από τις περιγραφές μιλώντας για τη μάστιγα που έχει μπει βαθιά στο ποδόσφαιρο, όμως τεχνηέντως, κρύβεται κάτω από το χαλί.
Ήταν αυτό που κι εκείνος ήθελε.

>

Υπήρξε μια περίοδος στην καριέρα μου που αισθανόμουν πολύ μεγάλη κατάθλιψη. Και, πραγματικά, έκανα κάποια πράγματα τα οποία δεν θα έπρεπε να έχω κάνει.

Στην αυτοβιογραφία μου δημοσίευσα αρκετές λεπτομέρειες για όλα αυτά, ήταν και για μένα ένας τρόπος να τα βγάλω από μέσα μου και όλο αυτό με βοήθησε ώστε να βελτιωθώ στην περαιτέρω ζωή μου.

Όμως υπήρχε κι ένας άλλος, πολύ σοβαρός λόγος. Ήξερα ότι με αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσω πολλά νέα παιδιά. Και για τις καταχρήσεις αλλά και για το δύσκολο βίωμα της κατάθλιψης.

Είναι μια σοβαρή ασθένεια, πολύ διαδεδομένη στο ποδόσφαιρο κι όχι μόνο σε αυτό ασφαλώς.

Κι όμως… Είδατε ποτέ κάποιος να φοράει κάτι που να μιλάει για την κατάθλιψη, έχετε δει ποτέ κάποια μπάλα βαμμένη για να περάσουμε ένα μήνυμα γι αυτήν;

Πόσος κόσμος πεθαίνει από την κατάθλιψη; Για τον καρκίνο ναι, έχουμε δει. Ποια είναι η διαφορά;

Στο ποδόσφαιρο, λοιπόν, υπάρχει πολλή κατάθλιψη και δουλεύω καιρό πάνω σε αυτό.

Γιατί συμβαίνει; Επειδή ο ποδοσφαιριστής αισθάνεται ότι πρέπει να είναι μια μηχανή, νιώθει ότι τον χρησιμοποιούν.

Υπάρχει λοιπόν μια στιγμή που μπορεί να γίνει ένα κλικ στο μυαλό, είτε προς το καλό, είτε προς το κακό.

Το 90% των ποδοσφαιριστών που ερχόμαστε στην Ευρώπη από τη Λατινική Αμερική, είμαστε από τη μεσαία τάξη και κάτω.

Οπότε μέσα σε 2-3 χρόνια μπορεί να αλλάξουν όλα στη ζωή σου, από εκεί που δεν είχες τίποτα, να έχεις τα πάντα. Από εκεί που δεν είχες κανέναν φίλο, να έχεις ένα εκατομμύριο φίλους. Ενώ είσαι κοντός, ξαφνικά νιώθεις ψηλός, ενώ είσαι άσχημος, ξαφνικά γίνεσαι όμορφος. Είναι κάποιοι που επιχειρούν να το προωθήσουν αυτό και κάποιοι που είμαστε ενάντιοι, γιατί ξέρουμε ότι το ποδόσφαιρο τελειώνει σύντομα. Και μετά;

Μετά, λοιπόν, είναι πολλοί που καταλήγουν άσχημα κι εκεί εγώ σκέφτηκα: κατάθλιψη, γιατί δεν το αγγίζουμε αυτό το θέμα;

Γι’αυτό στην αυτοβιογραφία μου αποφάσισα να τα πω όλα αυτά, να τα φανερώσω. Σήμερα υπάρχει πολύς κόσμος που με παίρνει τηλέφωνο ώστε να μιλήσω γι αυτό. Ήταν ένα θέμα ταμπού, δεν τολμούσαν να το αγγίξουν.

Μα γιατί; Ξεκίνησα να καπνίζω στα 18 μου, μέχρι τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένας άψογος επαγγελματίας.

Από το 18 έως τα 30, όχι! Αλκοόλ έπινα μόνο στις γιορτές, όταν επέστρεφα στο σπίτι μου, στην πόλη μου, όμως όχι πριν τους αγώνες.

Ήμουν λάτρης της προπόνησης, έδινα τα πάντα στη διάρκειά τους και είχα δυνάμεις να παίξω και δύο ματς συνεχόμενα.

Όμως όλα αυτά που έζησα στο διάστημα 18-30 ετών, με κάνουν σήμερα να βλέπω και να παρατηρώ τα πάντα.

Εδώ που βρίσκομαι σήμερα αλλά και σε όλα τα club που έχω εργαστεί ως προπονητής, αυτά που λέω στα παιδιά, στους παίκτες μου, τα έχω ζήσει.

Τους κοιτάζω στα μάτια και καταλαβαίνω, διότι όντως, το έχω ζήσει. Μπορώ να τα δω όλα.

Αν κάποιος είχε πιει το προηγούμενο βράδυ, αν είχε ξενυχτήσει, όλα. Από την πρώτη ημέρα που αναλαμβάνω μια ομάδα, ξεκινούν και οι αλλαγές.

Το πρώτο που κάνω είναι να τους λέω πως και ποιος είμαι εγώ ας άνθρωπος. Μετά υπάρχουν οι κανόνες και η τιμή, την τιμή δεν μπορεί να τη σπάσει κανείς κι εγώ κάνω πράγματα μέσα από αυτή. Δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, δεν με απασχολεί να γίνω περισσότερο γνωστός ή διάσημος, όλα τα διαχειρίζομαι μέσα από την τιμή. Ασφαλώς θα κάνω λάθη, είχα κάνει και θα κάνω ξανά, μαθαίνεις μέσα από τα λάθη. Μπορώ να τα αναγνωρίσω όμως και να συνεχίσω για να μην τα επαναλάβω.

Αυτό, πρώτα από όλα, είναι μια επιλογή. Δεν είμαι κάποιος που θα τιμωρήσει, δεν είναι αυτός ο χαρακτήρας μου.

Θα δώσω ένα παράδειγμα: στην τετάρτη τάξη, είχα μια δασκάλα. Αυτή η κυρία μου φώναζε συνέχεια γιατί εγώ δεν τα πήγαινα καλά, κατά συνέπεια αυτού, δεν έχω καμία καλή ανάμνηση από αυτή τη δασκάλα.

Θα έπρεπε να μου λέει να διαβάζω. Ή, ακόμα καλύτερα, να μου εξηγούσε γιατί δεν έκανα τα πράγματα καλά.

Αυτή όμως συνέχιζε να ουρλιάζει. Το να φωνάζεις, δεν βοηθάει.

Αυτό που εγώ σκέφτομαι είναι με ποιον τρόπο θα πλησιάσω κάθε ποδοσφαιριστή για να του βγάλω το καλύτερο που έχει.

Οπότε, αν κάτι καταλάβω από αυτά που ανέφερα πριν, τότε την πρώτη φορά θα προσπαθήσω να εξηγήσω στον ποδοσφαιριστή γιατί είναι κακό αυτό που έκανε, στην ομάδα αλλά και στον εαυτό του.

Όμως δεύτερη φορά, δεν γίνεται να υπάρξει.

Σε μια άλλη χώρα, είχα τέτοια προβλήματα μ’ έναν ποδοσφαιριστή που έκανε καταχρήσεις.

Πρώτα μίλησα μαζί του. Μετά μίλησα με την οικογένειά του και στο τέλος με τον εκπρόσωπό του. Έφτασα μέχρι εκεί.

Όμως, παρά την απόφασή μου, δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να τον κρίνω και, κυρίως, να τον κατακρίνω, ποτέ!

Αυτό που με ενδιέφερε, αυτό που προσπαθούσα, ήταν να τον βοηθήσω, να τον επαναφέρω.

Πολλές φορές το πρόβλημα σε όλο αυτό, είναι ο περίγυρος, όσοι είναι γύρω από τους ποδοσφαιριστές.

Αν εγώ έχω 8 φίλους και οι 6 από αυτούς κάθε μέρα βγαίνουν έξω, πίνουν και καπνίζουν, το πιο πιθανό είναι να καταλήξω κι εγώ έτσι.

Αν όμως έχω 8 φίλους και οι 6 προσέχουν τους εαυτούς τους, το πιθανότερο είναι ν’ ακολουθήσω τον άλλο δρόμο.

Και δεν είναι μόνο οι φίλοι, είναι οι γονείς, οι σύντροφοι, οι γυναίκες, οι θείοι, τα αδέρφια…

Πολύς ο κόσμος που πρέπει να βοηθήσει ή και που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά.

Αυτή την κατάθλιψη που βίωσα εγώ, στο βαθμό που την είχα, τη μετέφερα στην οικογένειά μου, στη γυναίκα μου, στους γονείς μου, στα παιδιά μου.

Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή κι εγώ απέφευγα να απευθυνθώ σε ειδικό, μέχρι τη στιγμή που κατάλαβα ότι δεν γινόταν αλλιώς, δεν θα μπορούσα να το λύσω μόνος μου.

Και μετά, όσο αυτή η διαδικασία έβλεπα ότι με βοηθούσε, τόσο άρχιζα να διακρίνω πιο καθαρά, να συνειδητοποιώ ότι γύρω μου ήταν πολλοί εκείνοι που χρειάζονταν επαγγελματία για να βγουν από αυτό το σκοτάδι.

Με τον άνθρωπο που εγώ επέλεξα δεν αγγίξαμε μόνο την κατάθλιψη. Όταν σε ακούει ένας επαγγελματίας, τότε πολλοί δρόμοι ανοίγουν, το ίδιο και το μυαλό σου, μαθαίνεις να ακούς. Όταν είχα την άρνηση να τον συμβουλευτώ, αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν ένας επαγγελματίας να λύσει το πρόβλημα σε 100 άτομα, αυτός όμως ξέρει…

Έχει σπουδάσει πάνω σε αυτό, έχει μελετήσει και θα αγγίξει κάποια θέματα που γνωρίζει μετά πως να τα χειριστεί.

Από τα 30 έως τα 35 μου, είχα πολύ έντονα αυτό το πρόβλημα. Ένα από τα ζητήματά μου, ήταν να βρω τον τρόπο να επιστρέψω ως παίκτης για να κλείσω την καριέρα μου όπως έπρεπε.

Είχα αστάθεια, πήγαινα κι ερχόμουν, σταματούσα και ξανάρχιζα. Όταν κάποια στιγμή ξεκίνησα να παίζω, μετά από πολλές συνεδρίες, τότε είχα αρχίσει να αισθάνομαι και πάλι καλά.

Κι όταν γύρισε η σελίδα κι έγινα προπονητής, τότε ναι, άλλαξε η ζωή μου. Ως προπονητής, έχω εντοπίσει παίκτη με κατάθλιψη, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα ξεκάθαρα: ‘εσύ ταλαιπωρείσαι από κατάθλιψη’

Το παραδέχθηκε. Του είπα ‘εντάξει, ήρεμα, προχωράμε μαζί, ξέρω τι περνάς, το έχω ζήσει’.

Το κατάλαβα από το βλέμμα του. Έβλεπα τις κινήσεις του, τον τρόπο που κοιτούσε. Δυστυχώς ή ευτυχώς είμαι πολύ παρατηρητικός.

Όταν η κατάθλιψη έρχεται, όταν σε πλησιάζει, θα πρέπει σιγά-σιγά να σκεφτείς τι έχει προηγηθεί. Πάντα υπάρχει ένας λόγος. Όταν η κατάθλιψη σου επιβάλλεται, τότε κάθε άνθρωπος λειτουργεί διαφορετικά και ψάχνει κάποια διέξοδο. Κάποιοι οδηγούνται στον τζόγο, άλλοι στα ναρκωτικά, άλλοι στο αλκοόλ.

Όλοι, όμως, προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να βγάλουν εκεί αυτό που αισθάνονται. Όμως ο λόγος, οι αιτίες, προηγούνται. Κάτι άλλο υπάρχει. Γι’αυτό κι όσο εμβαθύνεις μέσα από τις συνεδρίες ανακαλύπτεις ότι όλο αυτό προέρχεται από κάτι άλλο, έχει υπόβαθρο.

Όλα είναι θέμα ταπεινότητας, αν δεν την έχεις, δύσκολα μπορείς να διαχειριστείς αυτό που συμβαίνει. Το ποδόσφαιρο έχει μικρή διάρκεια, εκεί που είσαι στην κορυφή κι απολαμβάνεις τα πάντα, μπορεί γρήγορα να βρεθείς στον πάτο και να τα χάσεις όλα. Πρόσφατα ήρθε ο θάνατος του Ουρουγουανού Φαμπιάν Ο’Νίλ, μόλις στα 49 του. Αντιμετώπιζε πρόβλημα με το αλκοόλ από μικρός. Από την πρώτη στιγμή που έγινα προπονητής, ένα πράγμα που σκέφτομαι διαρκώς είναι πώς θα μπορέσω να βοηθήσω έναν ποδοσφαιριστή. Υπάρχουν πάρα πολλές καταστάσεις που αναγνωρίζω ότι επαναλαμβάνονται και κυριολεκτικά με θλίβει να βλέπω παίκτες να καταλήγουν άσχημα.

Επί της ουσίας, επρόκειτο για τον ηθικό κώδικα τιμής και ζωής που έπρεπε να διέπει την ζωή των Σαμουράι.
Ο Αλμέιδα τον είχε επικαλεστεί όταν ανέλαβε τους Σαν Χοσέ Ερθουκέικς, λέγοντας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, στην παρουσίασή του: Η φιλοσοφία της ζωής μου εφαρμόζεται στο ποδόσφαιρο. Προσπαθώ να πορεύομαι με συγκεκριμένες αξίες. Και έχω μια πολύ συγκεκριμένη: ακολουθώ την ιστορία των Σαμουράι και εκεί υπάρχει ένας κώδικας τιμής, ο Bushido, στον οποίο και στηρίζω όλο μου το είναι”.
Δεν τον ανέφερε όταν ήρθε στην Ελλάδα, οπότε αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να εμβαθύνει πάνω σε αυτό το κομμάτι και να μοιραστεί μαζί μας αν εξακολουθεί να είναι ο φάρος του.

   

Η ιστορία των Σαμουράι είναι από αυτές που μου αρέσουν πολύ, ανέκαθεν την υιοθετούσα.

Σε αυτούς βρήκα τον Bushido, τον ηθικό κώδικά τους που περικλείει τις πηγές των επτά αρετών που θαυμάζονταν περισσότερο από τον ιαπωνικό λαό: ακρίβεια, θάρρος, καλοσύνη, ευγένεια, ειλικρίνεια, τιμή και πίστη.

Είναι ένας τρόπος ζωής με άξονα το ήθος. Στη σημερινή ζωή είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις με τις αρχές των Σαμουράι.

Αυτό που εγώ προσπαθώ να κάνω, με τον τρόπο μου, είναι να τον εφαρμόσω στα γκρουπ, στις ομάδες μου, να ζουν μαζί με αυτές τις αρχές. Υπάρχουν εκείνοι που θα το καταλάβουν και εκείνοι που δεν θα μπορέσουν, αυτοί που θα πιστέψουν σε αυτό και άλλοι που θα τον προσπεράσουν.

Σε όλα τα clubs που έχω πάει, έμεινα για πολύ καιρό. Στα αποδυτήρια, στο Σαν Χοσέ, έχουν κρατήσει έναν τρόπο για το πώς πρέπει να δουλεύεις στις προπονήσεις και τι πρέπει να κάνεις για να είσαι σωστός άνθρωπος.

Μου αρέσει να σέβεται ο ένας τον άλλον, να διασκεδάζουν οι παίκτες με αυτό που κάνουν, να σέβονται τους αντιπάλους τους, αλλά ταυτόχρονα να θέλουν να τους πατήσουν μέσα στο γήπεδο. Σεβασμός για μένα είναι να δείχνεις στον αντίπαλο ότι θέλεις να τον πατήσεις μέσα στο γήπεδο. Πρέπει να δουλεύεις με αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια και αγάπη. Κάθε φορά που μπαίνω εδώ, στο προπονητικό μας κέντρο, νιώθω ότι περπατάω σε έναν ναό του ποδοσφαίρου.

Για να είναι όμως πράγματι ένας ναός, θα πρέπει να τον βλέπουμε έτσι όσοι είμαστε εδώ, ταυτόχρονα. Και το πιο βασικό είναι να το καταλάβουν οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές πως πάνω από όλα, θα πρέπει να διασκεδάζουν με αυτό που κάνουν, να το απολαμβάνουν.

Ένας τρόπος που χαρακτηρίζει τη ζωή μου, είναι να αντιμετωπίζω όλους ως ίσους. Σέβομαι κάθε άνθρωπο. Η συμπεριφορά μου δεν αλλάζει αν κάποιος έχει βάλει 70 γκολ ή αν έχει βάλει ένα γκολ, γιατί ήμουν κι εγώ παίκτης και θυμάμαι πως θα ήθελα να μου φέρονται.
Δεν μετράω τα άστρα, είναι εκεί ψηλά στον ουρανό και δεν μπορείς να τ’ αγγίξεις. Επίσης, δεν έχω δει ποτέ μου έναν άνθρωπο που να περπατάει στον αέρα.

Την ημέρα που θα τον δω να πατάει πάνω από το έδαφος, τότε ίσως αλλάξω την κοσμοθεωρία μου. Ή αν δω κάποιον να περπατάει πάνω στο νερό, θα πω ότι αναστήθηκε, επέστρεψε.

Έως τότε, όλοι θα κάνουμε τα ίδια πράγματα, κάθε μέρα. Πηγαίνουμε στην τουαλέτα, πίνουμε νερό, κοιμόμαστε, τι σε κάνει λοιπόν να νιώθεις διαφορετικός από τους άλλους;

Πως θα παίξετε σωστά όλοι μαζί αν εσύ νομίζεις ότι είσαι κάτι περισσότερο από τους άλλους; Μπορείς στο ποδόσφαιρο να παίξεις με 5 όταν οι άλλοι είναι 11;

Όλοι χρειάζονται και όλοι έχουν ένα ρόλο, το δικό τους ρόλο. Αυτό που λέω στους παίκτες μου είναι ότι αν θέλεις λόγω ναρκισσισμού να κάνεις κάτι μόνο για σένα, τότε έχεις επιλέξει το λάθος άθλημα. Μπορείτε κάλλιστα να παίξετε μποξ, τένις, πάντελ, να πάτε εκεί που είστε ένας εναντίον ενός. Αυτό το άθλημα έχει να κάνει με ομάδα, όπου ο καθένας βάζει το δικό του λιθαράκι για το σύνολο.

Αυτές είναι αρχές που προσπαθώ να μεταδώσω, εγώ ζω το ποδόσφαιρο με πολύ πάθος και αφιερώνω σε αυτό πάρα πολύ χρόνο. Αν υπήρχε κάτι που έψαχναν οι Σαμουράι, ήταν αυτή η τελειότητα που δεν υπάρχει, μέσω των επαναλήψεων.Όπως εκείνος που πετούσε το βέλος 1.000 φορές μέχρι να φτάσει στον τρόπο που θα τον βοηθούσε να βρει το στόχο, έτσι και το ποδόσφαιρο είναι μια διαρκής επανάληψη ασκήσεων.

Αν δεν έχεις καλό αριστερό όμως δουλεύεις συνέχεια με αυτό, τότε θα το βελτιώσεις. Όπως ισχύει με κάποιες κινήσεις, αν τις κάνεις με αφοσίωση στην προπόνηση, θα τις κάνεις και στο παιχνίδι.

<Όταν ένα πράγμα το ζεις με αγάπη, με πάθος, με επανάληψη, τότε είναι πολύ δύσκολο να μη βγει σωστά. Αν δεν πάει καλά, τότε θα συμβαίνει γιατί πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο, με την ίδια ένταση, με την ίδια αγάπη.

Αλλά το σίγουρο είναι ότι το μυαλό σου θα είναι καθαρό, η συνείδησή σου γαλήνια γιατί θα ξέρεις ότι τα έχεις δώσει όλα. Όταν οι ομάδες τα υιοθετούν όλα αυτά, τότε εξελίσσονται σε ομάδες που δεν χάνουν.Όμως, προφανώς, αυτό προϋποθέτει χρόνο, γι’ αυτό και τον ζητάω. Δεν μου αρέσει, επίσης, να λέω ψέματα, αποκλείεται να υποσχεθώ ποτέ κάτι το οποίο ξέρω ότι δεν θα το εκπληρώσω.

Τώρα, αν μου δώσουν χρόνο, ξέρω ότι θα μπορέσω να εκπληρώσω κάποια πράγματα, να καταφέρουμε κάποια πράγματα.

Όλη αυτή η φιλοσοφία είναι μέρος της ζωής μου, ζω και σκέφτομαι, ζω και αναλύω.

Από τη στιγμή που επέστρεψα στο ποδόσφαιρο είχα αποφασίσει ότι θα το κάνω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Υπάρχει κάτι σημαντικό που λείπει από τη ζωή που κάνουμε σήμερα και αυτό είναι οι αξίες.

Εμείς που είμαστε προπονητές, εμείς που θεωρητικά είμαστε καθηγητές, κάτι σαν δάσκαλοι, αν δεν προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε κάποιες αξίες είναι σαν να αποδεχόμαστε και να επιβεβαιώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι καλά, αλλά εμείς τα αφήνουμε όπως είναι.
Εγώ δεν προσπαθώ να αλλάξω κάτι στο ποδόσφαιρο, δεν λειτουργώ έτσι.

Θέλω να αισθάνομαι όμως καλά με τον ίδιο τον εαυτό μου, με τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω.

Κάθε φορά που μιλάω στους παίκτες, το κάνω μέσα από την καρδιά μου, ποτέ δεν έχω ετοιμάσει από πριν κάτι που πρέπει ή που θέλω να πω. Υπήρξα ποδοσφαιριστής και ξέρω ότι στους παίκτες δεν αρέσει καθόλου να ακούν ψέματα, θέλουν να τους λες την αλήθεια κατάμουτρα. Δεν είχα ποτέ έναν προπονητή όπως είμαι εγώ, ίσως γι’ αυτό να έγινα αυτός που είμαι.

Δεν θυμάμαι ποτέ έναν προπονητή, μα ούτε έναν όμως, να μου είχε πει, “Ματίας, βγες στο γήπεδο και διασκέδασέ το”.

Κι αν υπάρχει μια φράση που εγώ λέω συνεχώς στους παίκτες μου είναι “παιδιά, μπείτε μέσα και απολαύστε το, είναι το πιο όμορφο πράγμα που μπορείτε να κάνετε. Δουλέψτε, ρισκάρετε, κάντε τα όλα ως ομάδα, αλλά πρώτα απ’ όλα, απολαύστε το'”.

Δεν το λένε πολλοί αυτό, σε μένα προσωπικά δεν είπε ποτέ κανένας.

Θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν το άκουγα έστω και μία φορά αυτό, όσο έπαιζα ποδόσφαιρο.

Το απόγευμα της πτώσης στη Β’ Εθνική για τη Ριβερ Πλέιτ, του πρώτου -και μοναδικού- υποβιβασμού σε 110 χρόνια ιστορίας της ομάδας τότε, ο Αλμέιδα δεν ήταν στον αγωνιστικό χώρο, καθώς ήταν τιμωρημένος από το πρώτο παιχνίδι με τη Μπελγκράνο, στο οποίο οι Millionarios είχαν ηττηθεί με 0-2.
Έδωσε όμως το παρών στις 23 Ιουνίου 2012, όταν η Ρίβερ σφράγισε την επιστροφή της στη μεγάλη κατηγορία με το 2-0 επί της Αλμιράντε Μπράουν.
Ήταν ο προπονητής της ομάδας, εκείνος που την καθοδήγησε στη γρήγορη επαναφορά. Όλα, βέβαια, είχαν συμβεί σε ένα πρωινό ξύπνημα, εκείνο που ακολούθησε του υποβιβασμού.

Όταν γύρισα στο σπίτι μου μετά τον υποβιβασμό, δίχως καν να μου έχει περάσει από το μυαλό αν θα συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο, έπεσα για ύπνο.

Το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι. Με έσπρωξε η γυναίκα μου, “ξύπνα, πρέπει να πας προπόνηση”. Τότε της είπα “όχι, δεν πάω, σταματάω”, εκείνη τη στιγμή το αποφάσισα.

Πήρα τηλέφωνο τον Πασαρέλα που ήταν ο πρόεδρος της ομάδας και του ζήτησα να είμαι εγώ ο επόμενος προπονητής της Ρίβερ, να πάρω από τον πάγκο την ευθύνη για την επιστροφή.

Εκείνος μου απάντησε “θα ζήσεις τη χειρότερη χρονιά της ζωής σου” και του είπα “ωραία, τότε θα τη ζήσω με αγάπη και πάθος”.

Ο Πασαρέλα με προειδοποίησε: “Καταλαβαίνεις ότι αν τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, τότε δεν θα προπονήσεις ποτέ ξανά”.

Εγώ όμως το ήθελα, έπρεπε να το ζήσω. Υπήρχαν παιχνίδια που βάζαμε 6 ή 7 γκολ κι έλεγαν ότι ο αντίπαλος δεν ήταν καλός ή το πως το παιχνίδι ήταν εύκολο.

Χάσαμε σε κάποια ματς, αλλά έως και τον τελευταίο αγώνα, ως πρωταθλητές, δεχόμασταν ακόμα κριτική.

Αυτή ήταν η πολιτική, η πολιτική γύρω από τη Ρίβερ. Ο Πασαρέλα ήταν ήδη τσακωμένος με τον επικεφαλής της Ομοσπονδίας ποδοσφαίρου της Αργεντινής, Χούλιο Γκροντόνα, οπότε το πρόβλημα ήταν πιο βαθύ.

Το ήξερα από την αρχή ότι τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα, όμως αυτός είμαι, ένας άνθρωπος που γοητεύεται από τέτοιου είδους προκλήσεις.

Τώρα, αν κάποιος με ρωτήσει αν μου αρέσει που αποφασίζω έτσι, που είμαι έτσι, θα του απαντήσω ότι δεν μου αρέσει.

Αλλά δεν ξέρω γιατί το κάνω. Μάλλον επειδή έτσι το αισθάνομαι κι αν δεν κάνω αυτό που αισθάνομαι, τότε δεν είμαι εγώ.

Ο στόχος όμως επετεύχθη, η Ρίβερ είχε επιστρέψει. Δυστυχώς, την επόμενη σεζόν δεν είχα σεβασμό.

Αν και η ομάδα ήταν τέταρτη και σε ανοδική πορεία, δεν ήμασταν δηλαδή χαμηλά, διάβαζα στον Τύπο ότι θα με διώξουν.

Καταλάβαινα ότι αυτό έβγαινε μέσα από την ομάδα, από την ίδια τη διοίκηση, δεν είμαι χθεσινός στο ποδόσφαιρο, καταλαβαίνω πολλά.

Πήρα τηλέφωνο τον Πασαρέλα και του είπα ότι δεν μου άξιζε όλο αυτό, του θύμισα επίσης ότι όταν επέστρεψα στη Ρίβερ για να παίξω, το έκανα δωρεάν, χωρίς χρήματα, δεν πληρωνόμουν.

Όμως τα δημοσιεύματα βγήκαν αληθινά, μετά από δύο παιχνίδια με απομάκρυναν.

Και κάπως έτσι, ο άνθρωπος που κοιμήθηκε ως παίκτης και ξύπνησε το επόμενο πρωί ως προπονητής της Ρίβερ στην πιο δύσκολη συγκυρία της ιστορίας της, εκείνος που την πήρε από το χέρι για να την επαναφέρει στη μεγάλη κατηγορία, όχι απλώς δεν κοίταξε πιο ψηλά για να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, παρά γύρισε να δει πίσω του, ξανά στη Β’ κατηγορία.
Το είπε κι εκείνος, έλκεται από περίεργες και δύσκολες καταστάσεις, οπότε εκείνη που του έκανε κλικ, ήταν η πρόταση της Μπάνφιλντ.

Όταν με φώναξαν οι διοικούντες την Μπάνφιλντ, σκέφτηκα ότι έπρεπε να τους ακούσω. Όταν μου παρουσίασαν το project, είπα μέσα μου ότι θα το κάνω. Δεν έχω μάθει να λειτουργώ ως οπορτουνιστής, δεν είμαι εγώ τέτοιος.

Πάντα θα λέω ότι δεν υπάρχει προπονητής που να μπορεί να αλλάξει μια ομάδα σε τρεις ημέρες. Αυτοί οι άνθρωποι μού έδωσαν αυτό ακριβώς που έψαχνα, τη συνέχεια που αναζητούσα, μέσα από δουλειά και υπομονή.

Κι έτσι, η Μπάνφιλντ βγήκε πρωταθλήτρια, παίζοντας ένα πολύ όμορφο ποδόσφαιρο, έχοντας ένα πολύ όμορφο στυλ παιχνιδιού.

Έγινε γενικά σωστή δουλειά και αργότερα, οι περισσότεροι παίκτες της ομάδας πωλήθηκαν.

Μου γίνεται, η αλήθεια είναι, πολλές φορές αυτή η ερώτηση, γιατί να επιλέγω συλλόγους χαμηλότερων κατηγοριών ή ομάδες που βρίσκονται σε προβληματικές καταστάσεις.

Η απάντηση είναι απλή: αν κάποια στιγμή είμαι χωρίς δουλειά και με καλέσει η Αζούλ, η ομάδα της πόλης μου που παίζει στο τοπικό, παρουσιάζοντάς μου ένα project που μου αρέσει και θα το πιστέψω, τότε εγώ θα πάω εκεί γιατί αγαπάω το ποδόσφαιρο. Όπου αισθάνομαι ότι με αγαπούν κι εγώ βλέπω ότι εκεί μπορώ να είμαι χαρούμενος και να έχω συνέχεια, τότε εκεί θα πηγαίνω.

Με την Τσίβας στο Μεξικό ήταν και πάλι κάτι διαφορετικό διότι, τότε, η ομάδα πολεμούσε για να μην υποβιβαστεί.

Εκείνοι με έψαξαν πολύ και αυτό που τους οδήγησε σε μένα ήταν η διαπίστωση ότι τα είχα καταφέρει, υπό πολύ μεγάλη πίεση, στη Ρίβερ.

Έκανα τότε ραντεβού με τον πρόεδρο και κατάλαβα πόσο προσεχτικά με παρατηρούσε, τις κινήσεις μου, το βλέμμα μου, πως μιλούσα, πως συμπεριφερόμουν.

Όταν τελικά πήραμε τη δουλειά στο Μεξικό, πήγαμε εκεί ως άγνωστοι, όπως δηλαδή κι εδώ, στην ΑΕΚ.

Αυτό που μου μένει από όλες αυτές τις ομάδες, είναι το πόσο ενωμένοι ήμασταν ως γκρουπ.

Ακόμα και σήμερα, με παίρνουν τηλέφωνο ο οδηγός του λεωφορείου, οι φροντιστές, οι σεκιούριτι.

Είναι ένας στο Μεξικό, ο άνθρωπος που φροντίζει τα γήπεδα, ο οποίος με παίρνει διαρκώς τηλέφωνο να με ρωτήσει αν χρειάζομαι κάποιον στην ΑΕΚ να κάνει αυτή τη δουλειά. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι απλό να μπεις στην Ευρώπη, ερχόμενος από την Αμερική. Καταλαβαίνω τις απορίες, ακόμα και την αμφισβήτηση όταν ήρθαμε στην ΑΕΚ.

Ως ποδοσφαιριστής, όμως, έζησα περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην ευρύτερη Αμερική, η καριέρα μου ήταν κυρίως εδώ.

Απλά οι προκλήσεις που έψαχνα μέχρι να εμφανιστεί η ΑΕΚ, ήταν εκεί.

Τέτοια ήταν και η Σαν Χοσέ. Την περίοδο εκείνη, είχα πολλές και καλές προτάσεις, από τη Χιλή, το Μεξικό, το Κατάρ, το Ντουμπάι.

Αυτή από τους Ερθουκέικς ήταν η χαμηλότερη που είχα σε οικονομικό επίπεδο. Όμως μου άρεσε το MLS, για κάποιο λόγο το παρακολουθούσα πολύ και ήθελα κάποια στιγμή να δοκιμάσω εκεί.

Η Σαν Χοσέ ήταν τότε μια ομάδα που είχε πετύχει μόλις 4 νίκες όλη τη χρονιά. Είπα στους συνεργάτες μου ότι αποφάσισα να πάμε εκεί, σε ομάδα που είχε τέσσερις νίκες όλη τη χρονιά, αυτό κι αν θα πει τρέλα, ε;

Προφανώς και απόρησαν, με ρώτησαν γιατί ενώ υπήρχαν τόσες καλύτερες προτάσεις;

Τους είπα ότι εμείς θα πάμε εκεί και θα τους πούμε να μην αλλάξουν κανέναν ποδοσφαιριστή. Έτσι θα μπορούσαν να μετρήσουν τη δουλειά μας. Αν καταφέρναμε να κάνουμε τους ίδιους παίκτες να αποδώσουν καλύτερα, θα σήμαινε ότι είμαστε ικανοί για να πετύχουμε πράγματα.

Θυμάμαι σε εκείνο το μίτινγκ με τον πρόεδρο της ομάδας, όταν τον ρώτησα ποιοι ήταν οι στόχοι που ήθελαν να θέσουν ως σύλλογος, μου απάντησε “θέλουμε να κάνετε πέντε νίκες”, δηλαδή μία παραπάνω από αυτές που είχαν πετύχει την προηγούμενη σεζόν.

Της δώσαμε ένα καινούργιο στιλ παιχνιδιού, τίτλους εκεί δεν πήραμε, όμως καταφέραμε να δημιουργήσουμε καλά πράγματα.

Ήταν η ομάδα που έκανε τις λιγότερες επενδύσεις, όμως εγώ είχα το σκεπτικό μου. Είναι κι αυτό ένα παράδειγμα για να καταλάβετε πως παίρνω τις αποφάσεις στη ζωή μου.

Πήρα ρίσκα στις ΗΠΑ, πήρα αποφάσεις τολμηρές, ίσως επειδή μου έδινε και η ομάδα αυτή που επένδυε λιγότερο από όλες, το χώρο για να το κάνω.

Γενικά, μου αρέσει να δοκιμάζω ποδοσφαιριστές σε θέσεις που εγώ θεωρώ ότι μπορούν να αποδώσουν καλύτερα. Όμως, δεν είμαι τρελός για να πάρω έναν επιθετικό και να τον κάνω στόπερ, είμαι τρελός, αλλά όχι τόσο!

Στην ΑΕΚ για παράδειγμα, τώρα που μιλάμε, ο Αραούχο είναι ένας παίκτης που δεν πια το 9αρι μας, είναι πιο μακριά από το γκολ σε σχέση με πριν, όμως είναι η ψυχή της ομάδας.

Κινείται παντού, έχει καλή τεχνική, μπορεί να πάει στο ένας εναντίον ενός, δίνει ασίστ που γίνονται γκολ, κάνει τα πάντα μέσα στο γήπεδο. Αυτό, ναι, είναι κάτι που μου αρέσει, να κάνω έναν ποδοσφαιριστή να είναι ακόμα πιο πλήρης. Ο Σέρχιο είναι η καρδιά μας, θέλει να παίζει πάντα, ακόμα κι όταν είναι τραυματίας, όσο κι αν πονάει, ό,τι κι αν συμβαίνει

Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολο να πεις σε έναν παίκτη, σήμερα θα παίξεις δεξιά, αν εκείνος δεν συμφωνεί.

Πρώτα τον ρωτάω κι αν αισθάνεται άνετα, τότε προχωράμε παρακάτω. Με τον Γκαρσία μίλησα και μου είπε ότι του αρέσει να παίζει στην κορυφή. Προτού ακόμα αναλάβω την ΑΕΚ, όταν ακόμα συζητούσα με τους παράγοντες, τους είχα πει ότι ο Γκαρσία είναι κλασικό 9. Και η αλήθεια είναι ότι εκεί τον είδα κι εγώ, στα τελευταία παιχνίδια πριν έρθω στην ομάδα, είχε παίξει ως επιθετικός.

Η Αργεντινή κατέκτησε στο Κατάρ το τρίτο Μουντιάλ στην ιστορία της μετά από 36 χρόνια, ο Ματίας Αλμέιδα το πανηγύρισε και περίμενε τη στιγμή για να μιλήσει, μετά το τέλος του.

Τότε που ο Μαραντόνα σταματούσε από τα Παγκόσμια Κύπελλα, εκείνη που ο Αλμέιδα ξεκινούσε να παίζει σε τέτοια και αυτή που ακολούθησε με τον Μέσι να παίρνει τη σκυτάλη.

Σήμερα η Αργεντινή είναι χάλια, βιώνει μια πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση και χάρις σε αυτό το θρίαμβο, το δίχως άλλο, τουλάχιστον οι άνθρωποι βρήκαν από κάπου να πιαστούν, να χαρούν, να χαμογελάσουν. Η μπάλα ένωσε τον κόσμο της πατρίδας μου.

Το λένε και για άλλους λαούς αυτό, πιστεύω όμως ότι σ’ εμάς ταιριάζει απόλυτα. Όταν είμαστε ενωμένοι, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Το ποδόσφαιρο, επίσης, είναι ένας πολύ βασικός τρόπος για να δείχνεις αυτή την πραγματικότητα.

Μετά τον Μαραντόνα, τίποτα δεν ήταν εύκολο, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Το τελευταίο δικό του Μουντιάλ ήταν το 1994, το πρώτο δικό μου το 1998, στη Γαλλία.

Ομολογώ ότι δεν ήταν καλές οι στιγμές εκείνες, ήταν ζόρικες. Το πιο δύσκολο ήταν ότι ο Ντιέγκο ήταν εκεί, παρών, ως τηλεοπτικός σχολιαστής για να μας κρίνει, με τη βαριά σκιά του μόνιμα γύρω μας.

Δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα ότι δεν βρισκόταν μαζί μας στο γήπεδο, τον είχαμε και από πάνω μας, έξω από αυτό.

Ήταν πολύ καλά μαζί μας, πάντα προσπαθούσε να μας εμψυχώνει, να μας δίνει ενέργεια, όμως ήταν μαλωμένος με τον προπονητή της Αργεντινής, Ντανιέλ Πασαρέλα κι έτσι υπήρχε ένα περίεργο κλίμα. Αυτό που έλειψε περισσότερο στη δική μας γενιά ήταν ότι βρεθήκαμε στο μεσοδιάστημα του Μαραντόνα με τον Μέσι, δεν είχαμε ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον

Ο Μαραντόνα μόλις είχε σταματήσει και ο Μέσι μόλις ξεκινούσε την πορεία του.

Το να παίζεις στην Εθνική Αργεντινής είναι η ύψιστη τιμή για κάθε ποδοσφαιριστή, όλοι γεννιόμαστε με αυτό μέσα μας, κάποια μέρα να είμαστε εκεί.

Όμως το βάρος είναι μεγάλο και το καταλαβαίνεις μόλις περνάς αυτή την πόρτα, ειδικά όταν δεν έχεις έναν όπως αυτοί οι δύο.

Ο λαός πάντοτε περιμένει από την Εθνική να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο ή όποιο άλλο τρόπαιο καλείται να διεκδικήσει, διότι δε βρίσκει χαρά και ειλικρίνεια στην πολιτική.

Αυτό βέβαια θέλουν και εκείνοι, αυτοί που κυβερνούν. Μια μεγάλη επιτυχία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνεις τον κόσμο να κοιτάξου αλλού. Οπότε κάθε φορά που φοράς τη φανέλα της, αισθάνεσαι αυτή την πίεση. Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα το να είσαι δεύτερος, δεν λέει τίποτα σε κανέναν.

Αφενός υπάρχουν τεράστιες απαιτήσεις, αφετέρου είμαστε κι από μόνοι μας ένα έθνος που ζει με μεγάλο πάθος.

Όλοι όσοι είχαμε την ευκαιρία να παίξουμε σε Μουντιάλ, πάντοτε ξεκινούσαμε τη διαδικασία με τη σκέψη να επιστρέψουμε στην πατρίδα με το τρόπαιο, να γίνουμε ένα με τον κόσμο πανηγυρίζοντας μαζί του.

Λίγοι το κατάφεραν οπότε για μένα όλοι τους είναι ξεχωριστοί, ποδοσφαιρικοί ήρωες.

Αν κάτι κάνει το ποδόσφαιρο να ξεχωρίζει και μαζί το χαρακτηρίζει, πέρα από ένα σωρό άλλα πράγματα σε όλους ευδιάκριτα, είναι ότι πρόκειται για άθλημα περίεργο.

Πριν αναλάβει ο Σκαλόνι, υπήρχε η άποψη ότι θα έπρεπε να είχε επιλεγεί ένας προπονητής με εμπειρία, όμως τελικά η Αργεντινή τα πήρε όλα με έναν τεχνικό που, έως τότε, δεν ήταν ποτέ πρώτος, μόλις ξεκινούσε.

Αυτή είναι ακόμα μία απόδειξη, όμως, πως το άθλημα αυτό είναι πρώτα από όλα ομαδικό.

Το έχουν ήδη ανακαλύψει, ουδείς κατά τη γνώμη μου δεν θα κάνει κάτι σπάνιο ή εντελώς νέο. Σημασία έχει να βρίσκεις τον τρόπο να δημιουργείς καλά γκρουπ και κάθε παίκτης σε αυτό, να αισθάνεται άνετα.

Ο Σκαλόνι έκανε μια καλή μίξη ανάμεσα στις γενιές, εμπιστεύτηκε τους νέους, πήρε σωστές αποφάσεις κι έτσι σήμερα μιλάμε για ποδοσφαιριστές 20 και 21 ετών που έχουν ήδη κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Έπειτα, ο Σκαλόνι είχε μαζί του ένα πολύ λειτουργικό και ικανό επιτελείο, οι βοηθοί του Πάμπλο Αϊμάρ, Βάλτερ Σάμουελ και Ρομπέρτο Αγιάλα υπήρξαν συμπαίκτες μου, η εμπειρία και οι γνώσεις τους ήταν πάντα εκεί για να συνδράμουν στην προσπάθεια.

Άνθρωποι καλοί, άνθρωποι που δουλεύουν γιατί τους αρέσει πολύ και αγαπούν αυτό που κάνουν. Χάρηκα πολύ και γι’ αυτά τα παιδιά, της δικής μου γενιάς. Πολύ σημαντικό ήταν το γεγονός πως αυτή τη φορά, σε αυτό το Μουντιάλ, όλος ο λαός της Αργεντινής αγαπούσε τον Μέσι, όλοι ήταν μαζί του, τον αγαπούσαν και οι δημοσιογράφοι. Ένιωθα ότι αυτός ο Μέσι ήταν ο Μέσι της Μπαρτσελόνα.Ήταν αυτό που έβγαινε προς τα έξω, ενώ σε προηγούμενα Μουντιάλ δεν το το ένιωθες, δεν υπήρχε, δεν αντιμετωπιζόταν με αυτό τον τρόπο.
Από εκεί και πέρα, είδαμε τον τρόπο που η Αργεντινή πήρε το Μουντιάλ, όμως δεν ξέρουμε αν ήταν και η καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης. Το κατέκτησε όμως γιατί έδειξε πάθος, αγάπη, αφοσίωση, τρομερή όρεξη γι’ αυτό που όλοι μαζί προσπαθούσαν να πετύχουν. Φανέρωσε μπροστά στα μάτια όλων αυτό που είναι πραγματικά το ποδόσφαιρο της Αργεντινής, το αίμα να βράζει μέσα μας!

Η ήττα στο πρώτο παιχνίδι της διοργάνωσης, από τη Σαουδική Αραβία, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να τους συμβεί.

Αντί να καταρρεύσουν, ήταν το σημείο που τους ένωσε περισσότερο και μαζί υποχρέωσε τον Σκαλόνι να αποφασίσει κάποιες αλλαγές.

Έκανε συγκεκριμένα δύο που αποδείχθηκαν καθοριστικές, με τη χρησιμοποίηση του Αλέξις Μακ Άλιστερ στη μεσαία γραμμή και του Χουλιάν Άλβαρες στην επίθεση.

Ήταν τα δύο σημεία που έβαλαν την Αργεντινή στις ράγες για να φτάσει έως το τέλος. Αυτό που έκανε ο Μαρτίνες, ομολογουμένως δεν ήταν σωστό. Δεν θέλουμε να μας χαρακτηρίζει ο υπόλοιπος κόσμος εξαιτίας αυτών των ενεργειών.

Ήταν η στιγμή του, ίσως αγχώθηκε κι έκανε λάθος. Επιλέχθηκε ως ο καλύτερος τερματοφύλακας της διοργάνωσης, του έδιναν ένα βραβείο, δεν θα έπρεπε να αντιδράσει έτσι.

Φωτογράφιση: Μενέλαος Μυρίλλας / SOOC

Ούτε μετά φυσικά. Ασφαλώς και δεν συμφωνώ με όσα έκανε.

Δεν ξέρω σε περίπτωση που ήταν δικός μου παίκτης, στην ΑΕΚ για παράδειγμα, αν θα του έλεγα κάτι.

Αλλά πρέπει να γνωρίζει πρώτα από όλα ο ίδιος ότι δεν έκανε κάτι σωστό. Μια συγγνώμη από μέρους του, θα ήταν μια καλή κίνηση. Εγώ δεν είμαι υπέρ των ανθρώπων που είναι αλαζόνες, το ποδόσφαιρο και η ζωή κάνουν κύκλους και κάποια στιγμή ίσως συμβεί το ίδιο σε σένα.

Αν υπάρχει κάτι που πάντοτε θέλω να βλέπω στη ζωή και στο ποδόσφαιρο, είναι η ταπεινότητα.

Είναι αυτή που σου επιτρέπει να συμπεριφέρεσαι σε όλους με τον ίδιο τρόπο για να κάνουν οι άλλοι το ίδιοι μαζί σου.

Οι στιγμές είναι στο τέλος αυτές που μας χαρακτηρίζουν. Κοιτάξτε τώρα τι συμβαίνει με τον Εμιλιάνο.

Έχει κάνει ένα τόσο ωραίο Μουντιάλ κι αντί να τον εκθειάζουν, όλοι βγάζουν ένα αρνητισμό για όλα όσα έκανε.

Λόγω της γενιάς μου, των προσωπικών βιωμάτων μου, αλλά και της αλήθειας γύρω από την Αργεντινή, στο “Μαραντόνα ή Μέσι” θα επιλέξω τον Ντιέγκο. Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που έδειξε το ποδόσφαιρό μας στον κόσμο.

Μόνο και που ο Μαραντόνα έβγαινε στο χορτάρι για να τρέξει, έβλεπες όλο αυτά που αντιπροσωπεύουν το δικό μας ποδόσφαιρο. Κι όταν ξεκινούσε το ματς, όλα ήταν εκεί, μπροστά μας. Αυτός που παθιαζόταν σε κάθε φάση, που έτρεχε να διαμαρτυρηθεί στον διαιτητή για έναν συμπαίκτη του, αυτός που θα μπορούσε να τσακωθεί για να υπερασπιστεί το φροντιστή της ομάδας. Όλο αυτό το πάθος, περνούσε προς τα έξω την αλήθεια του ποδοσφαίρου μας. Χάρηκα πάρα πολύ που ο Μέσι πήρε το Μουντιάλ, όμως η σκέψη μου για εκείνον δεν θα άλλαζε, είτε τα κατάφερνε, είτε όχι.

Τόσο ο Μέσι, όσο και ο Κριστιάνο Ρονάλντο, έχουν καταφέρει πράγματα εκπληκτικά, παρατηρώντας τα νούμερα και τα προσωπικά επιτεύγματά τους, θεωρείς πως είναι εξωγήινοι. Από εκεί και πέρα, όμως, έχει να κάνει με το γούστο του καθενός. Εμένα μου άρεσε απλά να βλέπω τον Ντιέγκο να τρέχει με την μπάλα. Ακουμπούσε τη μπάλα και το μόνο που ήθελα ήταν να έχω τα μάτια μου πάνω σε εκείνον. Προφανώς, οι νεότερες γενιές, θα αισθάνονται το ίδιο βλέποντας τον Μέσι, ή κάτι παρόμοιο. Ακόμα και το “χέρι του Θεού”, δεν το έκανε ο Μέσι γιατί είχε προλάβει να το κάνει ο άλλος.

Για κάποιο λόγο το έκανε, ακόμα και σήμερα το βλέπεις και προσπαθείς να αντιληφθείς πως το σκέφτηκε τόσο γρήγορα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην τον καταλάβουν.

Αυτός ήταν ο Ντιέγκο, ακόμα και αυτή η φάση που είναι ένας σπάνιος πίνακας στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, συνέβη επειδή την εμπνεύστηκε εκείνος, κανείς άλλος δεν θα μπορούσε.

Δεν θα το σκεφτόταν άλλος ή κι αν το σκεφτόταν, δεν θα γινόταν να το πετύχει.

Ο Ντιέγκο είχε πάντα διαφορετικά πράγματα στο μυαλό του και το μυαλό του δεν σταματούσε να δουλεύει ποτέ.

Θα σας πω μια ιστορία. Κάποτε, όταν παίζαμε μαζί στο ποδόσφαιρο σάλας, ταξιδεύαμε σε όλον τον κόσμο. Μια μέρα, φτάσαμε στο Περού.

Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 500 άτομα στο αεροδρόμιο, προφανώς και οι πεντακόσιοι περίμεναν εκεί για να δουν τον Μαραντόνα.

Αυτό που κάναμε οι υπόλοιποι σε τέτοιες καταστάσεις, ήταν να περιμένουμε να βγει πρώτος εκείνος έξω και μετά φεύγαμε από πίσω για να πάμε προς το λεωφορείο και να τον περιμένουμε. Ο Ντιέγκο ήταν εκεί και τους περίμενε όλους και τους 500, έναν προς έναν, να βγάλουν μια φωτογραφία μαζί του

Θα του έπαιρνε πολύ χρόνο, όμως ήταν εκεί, το έκανε. Την επόμενη ημέρα, ενώ ήμασταν στο εστιατόριο για το γεύμα, ήρθε πολύ κοντά του ο σερβιτόρος.

Στον Μαραντόνα δεν άρεσε να τον αγγίζουν πολύ, ειδικά σε τέτοιες στιγμές. Ο σερβιτόρος τού ζήτησε να βγει μια φωτογραφία με τον γιο του που ήταν επίσης εκεί. Ο Ντιέγκο κοίταξε τον πιτσιρικά και είπε στον σερβιτόρο: ”ώπα, για μια στιγμή, χθες ήταν ο γιος σου στο αεροδρόμιο, βγάλαμε φωτογραφία εκεί, τώρα θέλει κι άλλη;”

Κι όμως, μέσα στα 500 άτομα που τον πλησίασαν, εκείνος θυμόταν ότι είχε βγάλει φωτογραφία με αυτό το παιδί.

Περνούσε από μπροστά του ένας παίκτης, οποιοσδήποτε παίκτης της τρίτης κατηγορίας στην Αργεντινή κι εκείνος ήξερε να μας πει ποιος είναι, σε ποια ομάδα παίζει, σε ποια θέση αγωνίζεται και την ηλικία του.

Απίστευτο, όμως τα ήξερε όλα. Είχα μια δυνατή φιλία με τον Ντιέγκο. Ήταν το είδωλό μου, αλλά ποτέ δεν ζήτησα να βγάλω μαζί του μια φωτογραφία.

Πρόλαβα να τον αντιμετωπίσω και ως αντίπαλο σε ένα ντέρμπι Ρίβερ – Μπόκα. Δεθήκαμε πολύ περισσότερο, αργότερα, μέσα από το ποδόσφαιρο σάλας.

Ο Ντιέγκο είχε μια κόρη, την Ντάλμα, η οποία κάθε φορά που εγώ πήγαινα σε νέα ομάδα, ζητούσε από τον μπάμπα της να έχει μια φανέλα μου.

Με έπαιρνε ο ίδιος ο Μαραντόνα να μου τη ζητήσει, του φαινόταν παράξενο όλο αυτό. Αναρωτιόταν “πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, η κόρη μου να είναι ερωτευμένη με έναν παίκτη της Ρίβερ;”

Όταν σταμάτησα κι εγώ το ποδόσφαιρο, μια πολύ αγνή και αληθινή φιλία μας ένωσε. Έτσι, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον πραγματικό Ντιέγκο, τον άνθρωπο, αυτόν που υπέφερε, που έκλαιγε, που έβλεπε ότι τον εκμεταλλεύονταν.

Μοιραστήκαμε πολύ όμορφες και δυνατές στιγμές, είχε μια πολύ μεγάλη καρδιά.

Το μεγάλο λάθος των ανθρώπων είναι ότι πάντοτε θέλουν να κρίνουν τους άλλους. Υπάρχει ένα γραπτό στο Ευαγγέλιο, κατά Ιωάννη, που λέει ‘ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω’. Αυτό πρέπει να το σκεφτούμε όλοι λίγο. Η ζωή του εκτέθηκε υπερβολικά προς τα έξω, όλοι γνώριζαν όσα έκανε, όμως εγώ θα πω ότι η ζωή που έκανε ο Ντιέγκο, δεν ήταν καθόλου εύκολη

Δεν μπορούσε να πάει στο σινεμά, στο σούπερ μάρκετ, στο εστιατόριο.

Μια φορά τoν ρώτησα αν είχε πάει ποτέ στον κινηματογράφο. Μου απάντησε ‘φυσικά και πηγαίνω, μεταμφιέζομαι και πηγαίνω’.

Οπότε καταλήγεις να είσαι σκλάβος της φήμης σου, ενώ το πιο όμορφο και βασικό αγαθό που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος, είναι η ελευθερία του. Όσο αποκτάς φήμη, τόσο η ελευθερία σου μειώνεται.

Τον καιρό εκείνο, πριν από το θάνατό του, μιλούσαμε όσο γινόταν, προσπαθούσαμε να έχουμε επαφή, όμως οι άνθρωποι που ήταν γύρω του, άλλαζαν συνεχώς τον αριθμό του και ήταν δύσκολο για μένα να τον βρίσκω πάντα.

Όμως ο Ντιέγκο, έβρισκε τον τρόπο να με παίρνει εκείνος. Ήξερα από κοινούς γνωστούς τι συμβαίνει γύρω του, ότι περνούσε δύσκολα.

Κάποια στιγμή, όταν είχε έρθει στο Μεξικό ως προπονητής ήταν να βρεθούμε, όμως δεν τα καταφέραμε διότι συνέπεσε με το διάστημα που εγώ έφευγα για τις ΗΠΑ, για το MLS.

Η περίοδος στην οποία ένιωθε ξανά πολύ καλά, ήταν ως παρουσιαστής της εκπομπής “La Noche Del 10”.

Είχε επιστρέψει από πολλά τότε, ήταν ακμαίος και δυνατός, έπαιζε ξανά εκείνο το γρήγορο ποδόσφαιρο που τον χαρακτήριζε. Για 1,5-2 χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένος.

Παίζαμε μαζί ποδόσφαιρο σάλας, ταξιδεύαμε κι όπου πηγαίναμε, το αντιμετωπίζαμε σαν να ήταν τελικός του Μουντιάλ. Είχε βρει ξανά τη χαρά της ζωής.

Έχει πει πολλές φορές καλά πράγματα για μένα δημόσια, αξιολογώντας ότι ήμουν από τους ανθρώπους του λόγου και της τιμής.

Αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα δώρα που μου έχουν απομείνει από τον Μαραντόνα.

Πάντα θλίβομαι με τους θανάτους, σκέφτομαι το πως πεθαίνει κάποιος άνθρωπος, αν ήταν μόνος του, αν ήταν κάποιος δίπλα του, πως να ήταν η τελευταία στιγμή του. Για μένα αυτός ο θάνατος θα είναι πάντα τραυματικός, ήταν θλιβερό να βλέπω το τέλος του.

Δεν είναι εύκολο, όμως, να συσχετίσεις τον Μαραντόνα με τον Πελέ, ήταν πολύ διαφορετικές οι εποχές τους, αν και το γεγονός ότι ο δεύτερος κατέκτησε τρία Παγκόσμια Κύπελλα, συνιστά κάτι μοναδικό.

Την περίοδο εκείνη, βέβαια, έπαιζαν λίγες ομάδες στα Μουντιάλ, δεν ήταν όπως άρχισε να συμβαίνει αργότερα, αλλά όπως και να το κάνουμε, ήταν ένα φαινόμενο.

Είναι πιο εύκολο να μιλήσω για τον Ντιέγκο και τον Μέσι, γιατί τους έχω δει να παίζουν, τον Πελέ όχι, μόνο εικόνες.

Από όσα έχω δει, ήταν πολύ πλήρης ποδοσφαιριστής. Θα πω όμως κάτι εδώ. Δεν έχω δει στην Αργεντινή να έχει κάποιος είδωλο τον Πελέ, αλλά στη Βραζιλία ο Μαραντόνα είναι είδωλο για κάποιους. Προφανώς, κάποια εξήγηση θα υπάρχει…
Το 2007, ενώ είχε σταματήσει πλέον να αγωνίζεται πριν επιστρέψει ξανά για να κλείσει την καριέρα του στη Ρίβερ Πλέιτ, ο Αλμέιδα πήρε μία από αυτές τις περίεργες αποφάσεις που πάντοτε χαρακτήριζαν και προφανώς θα συνεχίζουν να το κάνουν, τη ζωή του στο ποδόσφαιρο.

Ήταν ακόμα μόλις 32 ετών και βρέθηκε στη Νορβηγία, για χάρη της Λιν. Μια ιστορία που τη θυμάται ως εξής:

Τότε, ταξιδεύαμε διαρκώς για να παίξουμε σε τουρνουά ποδοσφαίρου σάλας, παρέα με τον Μαραντόνα ασφαλώς.

Κάποια στιγμή, ο ουρανός μας οδήγησε στη Νορβηγία, μόλις φτάσαμε εκεί, σκέφτηκα πόσο όμορφη χώρα είναι αυτή αλήθεια…

Εν τω μεταξύ, την περίοδο εκείνη σκεφτόμουν ένα project με παίκτες της τρίτης κατηγορίας της Αργεντινής. Είχα ένα φίλο εκεί και του έδωσα την ιδέα. Πως θα ήταν αλήθεια αν πήγαινα στη Νορβηγία 60 παίκτες από τη Γ’ Εθνική, να τους δουν, να επιλέξουν ανάμεσα τους ποιοι τους κάνουν και ποιοι όχι και ν’ ανοίξει έτσι ένας δρόμος για φτωχά παιδιά, ν’αλλάξουν ζωή, πολιτισμό, κουλτούρα και οικονομική κατάσταση.

Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ένας ποδοσφαιριστής από την Αργεντινή πήγε στη Νορβηγία για να μιλήσει με τη Λιν.

Ήμουν κι εγώ εκεί για να μιλήσω με τον προπονητή της ομάδας και μπροστά μου εμφανίστηκε ως τέτοιος, ο Χένινγκ Μπεργκ, άλλοτε στόπερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον οποίο είχα αντιμετωπίσει στον τελικό του Super Cup, το 1999 με τη Λάτσιο.

Δεν τον θυμόμουν να πω την αλήθεια, αλλά όταν μου εξήγησε, τότε κατάλαβα ποιος ήταν. Συζητήσαμε, του έκανα μια ανάλυση του project που είχα κατά νου και μετά με ρώτησε πόσο χρονών ήμουν.

Μόλις του είπα 32,5, μου ζήτησε να σκεφτώ αν θέλω να πάω εγώ να παίξω εκεί. Του απάντησα ότι χρειάζομαι μόνο ένα μήνα για να είμαι εντάξει, αλλά του είπα επίσης ότι για να πάω εκεί, θα έπρεπε να έρθει για να παίξει μαζί μου ένας καλός φίλος μου, ο Τούρου Φλόρες.

Ο Μπεργκ το δέχθηκε, όμως όταν εμφανιστήκαμε εκεί, ο Φλόρες ήταν 120 κιλά. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι δεν έπεσε ποτέ από αυτά.

Εγώ ξεκίνησα τη δουλειά, άρχισα να παίζω, αλλά μετά από δύο μήνες, ο Μπεργκ μου είπε “εσένα σε θέλω, αλλά τον φίλο σου δεν τον θέλω”.

Εγώ απάντησα ότι “κανένα πρόβλημα, το καταλαβαίνω, όμως ήρθαμε εδώ μαζί, θα φύγουμε και μαζί” και κάπως έτσι επέστρεψα στην Αργεντινή. Αυτός ήμουν πάντα με τους φίλους και τους συνεργάτες μου, τους τιμώ και δεν τους προδίδω

Όπως και τώρα, με αυτούς τους ανθρώπους που δουλεύουμε μαζί στην ΑΕΚ, λειτουργούσα παντού.

Ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα πιστός σε αυτούς.

Κάποια στιγμή με είχε προσεγγίσει η Εθνική ομάδα της Κόστα Ρίκα, αλλά μου είπαν ότι με θέλουν μαζί με τρία άτομα το πολύ. Τους ευχαρίστησα και τους είπα όχι.

Ακόμα κι αν αύριο έρθει η Άρσεναλ από την Αγγλία και μου κάνει την ίδια πρόταση, εγώ θα έχω πάνω από όλα στο μυαλό μου τις αξίες μου, δεν τις αλλάζω. Οπότε και πάλι θα αρνηθώ. Ένας σοβαρός λόγος για να αποχωριστώ κάποιον από τους ανθρώπους που είναι μαζί μου, είναι η προδοσία.

Εγώ παρέχω στον καθένα τη δυνατότητα να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του, είμαι ανοιχτός στο διάλογο, όμως στο τέλος της ημέρας, αυτό που μας ενώνει είναι μια φιλία.

Με κάποιους από τους συνεργάτες μου δουλεύουμε μαζί εδώ και 12 χρόνια, δηλαδή από τότε που ξεκίνησα την προπονητική καριέρα μου.

Όπου κι αν μετακινούμαι, ξέρω ότι τα μάτια τους είναι σαν τα δικά μου. Αυτό που πάντοτε ζητάω είναι η πίστη.

Το να είμαστε βέβαια φίλοι είναι το ένας μέρος, η δουλειά είναι το άλλο.

Εδώ, αυτός που παίρνει τις αποφάσεις είμαι εγώ κι εκείνοι έχουν από εμένα προτάσεις δουλειάς.

Σε κάθε μέρος που πηγαίνω, τους κάνω μια πρόταση, δεν είναι δέσμιοί μου. Αν θέλουν τη δέχονται, αν δεν θέλουν την απορρίπτουν.

Κλείνοντας αυτή τη συζήτηση, ζητήσαμε ένα τραγούδι αργεντίνικο για τον Μέσι κι ένα για τον Μαραντόνα. Ο Ματίας είχε πολύ εύκολα την απάντηση, αποτυπωμένη ήδη στο μυαλό του.

Το Muchachos, ahora nos volvimos a ilusionar, που τραγουδούσαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι, στις εξέδρες, στα αποδυτήρια και στο γήπεδο, αντιπροσωπεύει και τους δύο, άλλωστε αναφέρεται και στους δύο.

Υπάρχει όμως ένα μόνο για τον Ντιέγκο, ένα τραγούδι του Ροντρίγο, το οποίο είχε τραγουδήσει κι ο ίδιος ο Μαραντόνα.

Αυτό το τραγούδι είναι ο Μαραντόνα.