Η δημοσιογράφος Μαίρη Μπενέα αποκάλυψε στην εφημερίδα Δημοκρατία ίσως «το μεγαλύτερο δικαστικό φιάσκο όλων των εποχών» που έχει να κάνει με την υπόθεση του σκανδάλου των «μαύρων ταμείων» της Siemens.
Όπως αποκάλυψε δεν φθάνει που η υπόθεση έκλεισε,με παραγραφή και αθωώσεις των 20 κατηγορουμένων, αλλά το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας με απόφασή του ,έδωσε συγχωροχάρτι σε όλους τους κατηγορουμένους, ακόμα και σε αυτούς που δεν είχαν αθωωθεί, αλλά είχαν απαλλαγεί λόγω παραγραφής των αδικημάτων τους και αποφάσισε να επιστρέψει, και εντόκως, ακόμα και σε αυτούς όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχαν δεσμευτεί ως προϊόντα ξεπλύματος μαύρου χρήματος, προερχόμενου από δωροδοκίες!
Κι αν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης δεν ασχολήθηκαν με αυτή την αποκάλυψη, το έκαναν τα γερμανικά! Τα όσα γράφουν δεν είναι καθόλου ευχάριστα για την Ελλάδα και τη δικαιοσύνη της.
Γράφουν:
«Οριστικό τέλος τέθηκε στο σκάνδαλο δωροδοκίας της Siemens στην Ελλάδα, για το ελληνικό μέρος του μεγαλύτερου ίσως σκανδάλου διαφθοράς στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας», γράφει η tageszeitung. «Πέντε χρόνια μετά την έναρξη της δίκης αποφασίστηκε σε δεύτερο βαθμό ότι και οι 22 κατηγορούμενοι ανεξαιρέτως την γλιτώνουν. Οι επικριτές κάνουν λόγο για σκανδαλώδη ατιμωρησία – και δικαίως».
Εξαιτίας της βαρύτητας των κατηγοριών «η παραγραφή των αδικημάτων ήταν 20ετούς διάρκειας και έληγε το 2022. Τότε όμως εκκρεμούσε ακόμη η δευτεροβάθμια δίκη – και οι δικαστές άφησαν απλώς τις διαδικασίες να τρέχουν για την πλειοψηφία των κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένων ανωτάτων Ελλήνων και Γερμανών στελεχών της Siemens, έως ότου τελικά να παραγραφούν. Μία κατηγορούμενη αθωώθηκε, ένας φυγόποινος κατηγορούμενος δεν άσκησε έφεση ποτέ, ενώ ένας άλλος πέθανε», επισημαίνει η εφημερίδα του Βερολίνου.
Ανάμεσα στους κατηγορουμένους ήταν και ο Μιχάλης Χριστοφοράκος, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens Hellas, ο οποίος διώχθηκε για αδικήματα που διαπράχθηκαν έως το 2002 – και εν τέλει παρήλθε η προθεσμία παραγραφής τους. «Ο Χριστοφοράκος, διατηρώντας τότε ισχυρές διασυνδέσεις με κορυφαία στελέχη των κυβερνώντων κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε ήδη από νωρίς να διαφύγει από την Ελλάδα», αναφέρει η taz.
Το Εφετείο Αθηνών αποφάσισε επιπλέον «να επιστρέψει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είχαν παγώσει ως προϊόντα νομιμοποίησης εσόδων από δωροδοκία και αυτό όχι μόνο για την κατηγορούμενη που αθωώθηκε αλλά και για τους υπόλοιπους 19 πρώην κατηγορούμενους, σε βάρος των οποίων διακόπηκε η δίκη λόγω παραγραφής. Τα ελληνικά μέσα αξιολογούν την κρίση αυτή ως “μία ακόμη ιδιαιτέρως εξευτελιστική απόφαση” στο απερίγραπτο σκάνδαλο διαφθοράς της Siemens».
Οι δραστηριότητες στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 «ήταν για τη Siemens ένα πραγματικό χρυσωρυχείο. Με αμφίβολα μέσα η εταιρεία του Μονάχου έκλεισε άκρως προσοδοφόρα συμβόλαια με τον ελληνικό δημόσιο τομέα. Αυτά αφορούσαν μεταξύ άλλων την ψηφιοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ, που τότε ήταν κατά το ήμισυ υπό τον έλεγχο του κράτους, την εγκατάσταση του συστήματος ασφαλείας για τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα, την προμήθεια ντιζελοκίνητων αμαξοστοιχιών για τον τότε κρατικό ΟΣΕ, το τηλεπικοινωνιακό έργο “Hermes” για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αλλά και παραδόσεις προϊόντων της Siemens σε ελληνικά δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα».
Όπως έχουν παραδεχθεί στελέχη της Siemens, «δόθηκαν συνολικά περίπου 130 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα ως δωροδοκίες σε διάφορους Έλληνες», όπως για παράδειγμα σε δεκάδες στελέχη του ΟΤΕ, ενώ «ακόμη και το δεξί χέρι του πρώην πρωθυπουργού με το ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, ο Θεόδωρος Τσουκάτος, παραδέχθηκε πως είχε λάβει ένα εκατομμύριο γερμανικά μάρκα το 1999. Ο δε πρώην υπουργός Μεταφορών Τάσος Μαντέλης ομολόγησε ότι είχε λάβει και αυτός συνολικά 450.000 μάρκα το 1998 και το 2000». Τη στιγμή όμως που αλλού επιβλήθηκαν χρηματικές και στερητικές της ελευθερίας ποινές για το σκάνδαλο της Siemens, «στην Αθήνα η δίκη δεν κατέληξε πουθενά» γράφει η taz.