Τα τελευταία χρόνια, οι «προβλέψεις» -όσο τουλάχιστον προβάλλονται ως τέτοιες- των ερευνών κοινής γνώμης, για τις εκλογές, δεν επιβεβαιώνονται. Πρόσφατο παράδειγμα μετρήσεις για αρχαιρεσίες του ΠΑΣΟΚ, με αποκλίσεις από το αποτέλεσμα που βγάζουν μάτι.
Αυτό θέτει εκ νέου στο μικροσκόπιο τη σχέση των πολιτικών δημοσκοπήσεων με τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι «πίτες», οι «κολώνες» και οι «εκτιμήσεις» που κοινοποιούνται είναι ευρήματα συμβολής στην πρόγνωση του αποτελέσματος, ή μέθοδος επηρεασμού του;
Πρόκειται για μια ευαίσθητη πλευρά της ώριμης πλέον Ελληνικής Δημοκρατίας, που δεν έχει φωτιστεί επαρκώς μέχρι σήμερα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Φαίνεται ότι η διεύρυνση του «πολιτικού χρήματος» εισχωρεί και σε τομείς που απειλούν κρίσιμους τομείς του πολιτεύματος, όπως είναι η προστασία του φρονήματος από αθέμιτες επιρροές. Ως προϋπόθεση της προστασίας της πολιτικής από κέντρα διείσδυσης στην αποστολή της.
Αν πάμε στο παρελθόν ο ιδρυτής της ΝΔ Κ. Καραμανλής, δεν δεχόταν συμβουλές από δημοσκόπους και άλλους παρεμφερείς επαγγελματίες - που εκείνα τα χρόνια ήταν λίγοι στην πολίτικη.
Αλλά και ο Ευάγγελος Αβέρωφ δεν ήθελε ούτε να ακούσει για επικοινωνιολόγους και αποπήρε τον Νίκο Δήμου, όταν πήγε να του παρουσιάσει τη χρησιμότητά τους.
Από το ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε ανάγκη από γκάλοπ και ειδικούς, για να καταλάβει τι θέλει ο κόσμος και να χαράξει την πολιτική του. Μια φορά που του πήγαν τον Γάλλο σπεσιαλίστα Σεγκελά, για την καμπάνια της Μελίνας στον δήμο Αθηναίων, τους πήρε τη δημαρχία ο Τρίτσης, ως υποψήφιος της ΝΔ.
Άλλωστε στις πρώτες εκλογές του δικομματισμού ποιος κερδίζει και ποιος χάνει ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού και… συγκεντρώσεων. Οι δημοσκοπήσεις ήταν σαν να βλέπεις τον λύκο και να ψάχνεις τα ίχνη του.
Γι’ αυτό και οι εταιρίες είχαν σοβαρότητα στις πολιτικές μετρήσεις τους και τις διενεργούσαν όσο πιο αξιόπιστα μπορούσαν – καθώς αυτό που επιδίωκαν ήταν να αποκτήσουν φήμη, για να βρουν εμπορικούς πελάτες.
Ύστερα ήλθε ο Έβερτ στη ΝΔ και ο Σημίτης στο ΠΑΣΟΚ και οι δημοσκόποι θρονιάστηκαν στα σαλόνια των κομμάτων. Στην αρχή οι υπηρεσίες που πρόσφεραν ήταν «φωτογραφίας της στιγμής», όπως τόνιζαν επιφυλακτικά οι ιδίοις οι εταιρίες. Αλλά στη συνέχεια η δημοκοπική παραγωγή… βιομηχανοποιήθηκε και χάλασε.
Σε πολλές περιπτώσεις οι δημοσκόποι είναι και ερευνητές και… σύμβουλοι αυτών για τους οποίους μετρούν! Είναι κατά καταγραφείς των διαθέσεων της κοινής γνώμης απέναντι στο κυβερνών κόμμα και έχουν πελάτη το κράτος που διοικεί αυτό το κόμμα. Μόνο… ανεξαρτησία δεν μπορούν να επικαλεστούν
Ταυτόχρονα αποτελούν ένα ιδιότυπο «τραστ», που παράγει προϊόντα με συνέπειες στην πολιτική ζωή, αλλά δεν ελέγχονται από καμία δημόσια αρχή. Αυτοελέγχονται υποτίθεται. Αλλά η Πολιτεία δεν έχει ζητήσει ποτέ συγκεκριμένα στοιχεία για να επικυρώσει την -κατά τον νόμο- εγκυρότητα των μετρήσεων. Έτσι δεν γίνονται ποτέ γνωστά ουσιώδη στοιχεία τους.
- Πόσο κοστίζει η διενέργειά της και ποιος την πληρώνει;
- Ποια -οικονομική- σχέση έχει με υπουργεία και άλλους φορείς του δημοσίου και τα κόμματα, η εταιρία που ερευνά τη στάση της κοινωνίας απέναντί τους;
- Πού βρίσκονται τα ερωτηματολόγια -που υποτίθεται ότι- συμπληρώθηκαν και ποιος ελέγχει την εγκυρότητα της συμπλήρωσής τους;
- Ποιος διαβεβαιώνει ότι τα ποσοστά που προβάλλονται είναι αυτά που προκύπτουν από τα ερωτηματολόγια;
Ακόμη και το -κατά ειδικότητα- προσωπικό που χρησιμοποιείται για κάθε μέτρηση, απλώς δηλώνεται από την εταιρία, ως προς την επάρκειά του.
Εξίσου άναρχη είναι η δημοσιοποίηση των μετρήσεων από ΜΜΕ - με μόνιμη ή περιστασιακή συνεργασία με εταιρίες. Ο τρόπος που χρησιμοποιούν το δημοσκοπικό υλικό ορισμένα ΜΜΕ συνιστά εξαπάτηση της κοινής γνώμης.
Ό,τι προβάλλεται ως δημοσκόπηση, πρέπει να είναι δημοσκόπηση - όπως ορίζεται επιστημονικά. «Έρευνα κοινής γνώμης που διενεργείται με επιστημονική μεθοδολογία από εξειδικευμένο προσωπικό και σκοπό έχει τη στατιστική καταγραφή της πραγματικότητας αναφορικά με τις απόψεις ή τις προθέσεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία τίθενται με τη μορφή ερωτημάτων σε επιλεγμένο στατιστικό δείγμα από ανθρώπους» – για να πάρουμε τον επικρατέστερο ορισμό.
Ό,τι δηλώνεται ως πρόθεση ψήφου πρέπει να είναι πιστή απεικόνιση των ευρημάτων και τίποτε περισσότερο. Η «εκλογική επιρροή», η «εκτίμηση ψήφου» η «αναγωγή επί των εγκύρων», οι «αναλύσεις» δεν είναι γκάλοπ. Είναι η… γνώμη του δημοσκόπου. Η οποία… αλλοιώνει ενίοτε τα ευρήματα που ανακοινώνει.
Η επιστημονική ακρίβεια των μεθόδων μιας εταιρίας είναι θέμα όσων την εμπιστεύονται και την πληρώνουν. Αλλά η κοινοποίηση πρέπει να υπόκειται σε κανόνες κοινοποίησης, ώστε να αποκλείεται, η να περιορίζεται, η χειραγώγησης της κοινή γνώμης.
Χωρίς έλεγχο από ανεξάρτητη Αρχή οι πολίτες μένουν απροστάτευτοι από την προσπάθεια αλλοίωσης των προθέσεών τους, η επηρεασμού του φρονήματος τους από «ερευνητές».
Τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης είναι ένα προϊόν. Ελέγχονται όπως τα τρόφιμα για την ποιότητά τους και τις πληροφορίες του παραγωγού. Όπως το τηλεοπτικό προϊόν που τελεί υπό τον έλεγχο του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, το οποίο επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως όταν υποψιάζεται εξαπάτηση. Ή όπως η διαφήμιση που τσεκάρεται για το περιεχόμενο της.
Στις δημοσκοπήσεις απλώς στα ψιλά γράμματα οι εταιρίες -και όχι όλες- κρατούν επιφυλάξεις γι΄ αυτό που πλασάρουν. Αλλά η απόκλιση από την πραγματικότητα και αποκλίσεις ευρημάτων μεταξύ τους -στο ίδιο διάστημα για το ίδιο θέμα- υποδηλώνουν ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Το ερώτημα είναι απλό: είναι αναλυτικά εργαλεία ή εργαλεία προπαγάνδας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης;
Το σκηνικό αλληλοτροφοδότησης πολιτικής σκηνής και δημοσκοπήσεων, δια των ΜΜΕ, εμφανίζει όλο και πιο έντονα χαρακτηριστικά φαύλου κύκλου, αυτοεκπληρούμενης προφητείας και αυγού του Κολόμβου: ποιο προκύπτει από το άλλο; Ιδίως όταν είναι γνωστό ότι κυβερνήσεις, κόμματα και ΜΜΕ προσφέρουν προς κατανάλωση δημοσκοπικά ευρήματα που… έχουν παραγγείλει τα ίδια σε εταιρίες με τις οποίες έχουν και άλλες οικονομικές συνεργασίες και ενδεχομένας υπάρχει και θέμα μαύρου χρήματος.
Το θέμα δεν είναι η εμφανιζόμενη διαφορά στην πρόγνωση επιρροής των κομμάτων, ή πολιτικών προσώπων. Μπορεί στην πραγματικότητα να είναι μικρότερη ή και μεγαλύτερη από αυτήν που αναφέρουν οι εταιρίες κατά περίπτωση. Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει κανέναν να παραγγείλει οποιαδήποτε δημοσκόπηση και να την εκλάβει όπως θέλει.
Η βρίσκεται στην κοινοποίηση. Προφανώς συνιστά μέγα θέμα, αν περιέχει κατασκευασμένα -ή επιλεγμένα- στοιχεία.
Οι εύποροι -κόμματα, πολίτικοι και άλλοι παράγοντες- μπορούν να παραγγέλλουν κατά βούληση γκάλοπ για την πολιτική κατάσταση. Αλλά ο δημοσιοποίησή τους, με δεδομένο ότι θα χρησιμοποιηθεί στην πολιτική αντιπαράθεση, δεν μπορεί να γίνεται χωρίς έλεγχο νομιμότητας. Ιδίως όταν οι αποκλίσεις δεν εντοπίζονται μόνο από τη μια εταιρία στην άλλη και από την πραγματικότητα.
Από μια έρευνα των έρευνα των δημοσιογράφων Μαρίας Παναγιώτου και Εμμανουέλας Τσουδερού για το Exofitsioblogspot, προκύπτει ότι τα ελληνικά ευρήματα απέχουν και από το «Ευρωβαρόμετρο». Και τις οδηγεί στο ερώτημα». «Ποιος εποπτεύει και πώς αυτούς που μας μετράνε;»
Η απάντηση είναι: από τη σκοπιά της Πολιτείας κανένας. Από τη σκοπιά των εταιριών ο… Σύλλογός τους με την «Ελεγκτική Δημοσκοπήσεων». Αλλά μόνο υπάρξει αίτημα ελέγχου και το ζητήσει οποίος έχει έννομο συμφέρον ελέγχου μιας δημοσκόπησης.
Πιάσε το αυγό και κούρεψτο. Στην ουσία η επιστήμη έρευνας διαθέσεων της κοινής γνώμης σε ό,τι άφορα την πολιτική ζωή της χώρας -και ιδίως τις εκλογές- εφαρμόζεται κατά βούληση. Και όταν οι προβλέψεις καταρρέουν μπορούμε να ακούσομε αεί το που έλεγαν μετά φιάσκο στις κάλπες το 2023 διακεκριμένοι δημοσκόποι: «βρίσκαμε το αποτέλεσμα, αλλά δεν το λέγαμε γιατί… δεν το πιστεύαμε». Αλλά η ζημιά έχει γίνει.
Ασφαλώς «πιστεύουν» όσα κοινοποιούν υπέρ του ενός ή του άλλου, σε ευαίσθητες πολιτικά περιόδους. Το ερώτημα είναι αν το… βρίσκουν κιόλας. Αλλιώς η δημοκρατία μένει απροστάτευτη και η πολίτικη ζωή στο έλεος όσων εντάσσουν και τη δημοσκοπικά στις πρακτικές χειραγώγησης υπέρ των επιδιώξεών του. Είναι μια από τις χειρότερες πληγείς στον κοινοβουλευτισμό.
https://www.ieidiseis.gr/