7 Ιαν 2013

8η στην Ευρώπη των 27 η Ελλάδα στην παραοικονομία

Το όγδοο μεγαλύτερο ποσοστό παραοικονομίας ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει η χώρα μας το 2012, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αφού ακόμη και μετά από δεκάδες φορολογικές αλλαγές που έγιναν εντός του μνημονίου η ....
παραοικονομία φτάνει το 25% του ΑΕΠ, δηλαδή, περίπου 50 δισ. ευρώ.
Τα υψηλότερα ποσοστά παραοικονομίας σημειώνονται στη Βουλγαρία (31,9%) και ακολουθούν η Εσθονία με 29,3% η Ρουμανία με 29,1%, η Λετονία με 28,5%, η Λιθουανία με 26,1%, η Κύπρος με 25,6% και η Μάλτα με 25,3%.
Στο μέσο όρο της Ευρωζώνης είναι 15% και στην Ευρώπη των 27 στο 14,9%.
Πτώση από το 2005
Όπως αναφέρει η Ναυτεμπορική, το θετικό είναι ότι το ποσοστό της παραοικονομίας στη χώρα βρίσκεται σε πτώση από το 2005 ακολουθώντας το γενικό κανόνα που θέλει την παραοικονομία να αυξάνεται ανάμεσα στην τριετία 2008 - 2010 και στη συνέχεια να υποχωρεί τη διετία 2011 -2012, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης που έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Σύμφωνα με την έκθεση το ποσοστό της παραοικονομίας στην Ελλάδα για το 2005 είχε φτάσει στο 27,6% του ΑΕΠ για να υποχωρήσει στο 25,4% του ΑΕΠ το 2010 και στο 25% του ΑΕΠ το 2012.
Η έρευνα παραδέχεται ότι το ποσοστό της παραοικονομίας αν και αντικείμενο πολλών μελετών είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί και να μετρηθεί με ακρίβεια.
Παρόλα αυτά επιχειρεί μια ερμηνεία με την μέτρηση του μεγέθους της φοροδιαφυγής ως ποσοστό του ΑΕΠ στο οποίο περιλαμβάνεται και η φοροαποφυγή της αδήλωτης εργασίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τις μη εισπραττόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Οι συγγραφείς σημειώνουν, πάντως, ότι στη «μαύρη οικονομία περιλαμβάνονται και όλες οι υπόλοιπες οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες εισφέρουν ως ένα ποσοστό στο ΑΕΠ το οποίο όμως δεν μπορεί επίσημα να καταγραφεί με ακρίβεια».
Αδήλωτη εργασία
Το δεύτερο πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι αυτό της αδήλωτης εργασίας όπου η Ελλάδα είναι σταθερά πρώτη από τις χώρες οι οποίες παρέχουν στοιχεία στην Ε.Ε. με ποσοστό επίσης 25% στους απασχολούμενους με δεύτερη τη Ρουμανία όπου το ποσοστό αδήλωτης εργασίας υπολογίζεται ανάμεσα στο 16 και το 21% των απασχολούμενων, ενώ στο μέσο όρο της Ε.Ε. των 27 φτάνει ως ποσοστό 7,2% και στην Ευρωζώνη το 8%.
Στην έκθεση περιγράφεται και το προφίλ των ατόμων τα οποία παρέχουν αδήλωτη εργασία στερώντας μεγάλα ποσά από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με την έρευνα πρόκειται, κυρίως, για άντρες ανύπαντρους με βασική μόρφωση, ενώ ανάλογα με τον κλάδο απασχόλησης η αδήλωτη εργασία ανθεί στον τομέα των κατασκευών τον τουρισμό και τις υπηρεσίες εστίασης.
Σε μια προσπάθεια να περιοριστεί το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας η έκθεση προτείνει την έκδοση τιμολογίων για κάθε εργασία.
Από το τιμολόγιο μπορεί να υπολογιστεί πόσοι εργαζόμενοι απασχολήθηκαν. Μια άλλη μέθοδος που προτείνεται είναι να θεσπιστούν κάποιες φορολογικές απαλλαγές για όσους απασχολούν εργαζόμενους ώστε να έχουν ένα κίνητρο για να τους δηλώνουν και να καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές.
Σημειώνεται όμως ότι έχει τον κίνδυνο μεγάλης απώλειας δημοσίων εσόδων.
Σε γενικές γραμμές εκτιμάται ότι η αδήλωτη εργασία μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με επίμονους και συνεχείς ελέγχους και αναβάθμιση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και διαφανή και έγκαιρα στατιστικά δεδομένα.
Η χαμηλή φορολογική ηθική πίσω από τα υψηλά ποσοστά
Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα της "Ναυτεμπορικής", στην έκθεση της Κομισιόν σημειώνεται, πάντως, ότι ακρογωνιαίος λίθος για την ύπαρξη μεγάλου ποσοστού παραοικονομίας είναι η χαμηλή φορολογική ηθική (tax morality) δηλαδή αν και κατά πόσο οι πολίτες οι οποίοι υφίστανται τη φορολογία τη θεωρούν δίκαιη ανάλογα με τα εισοδήματά τους και αν η γενική αίσθηση είναι ότι όλοι συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Σε κάθε περίπτωση αν ο φοροφυγάς μπορεί να δώσει δικαιολογία στον εαυτό του για να μην πληρώσει φόρο το φαινόμενο που μπορεί να επεκταθεί σε όλες τις κοινωνικές τάξεις δημιουργώντας μεγάλα ποσοστά φοροδιαφυγής σε μεγάλα και μεσαία εισοδήματα. Μάλιστα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις χώρες οι οποίες αναγκάζονται να αυξήσουν του φορολογικούς συντελεστές σε όλα τα εισοδήματα. Στις περιπτώσεις αυτές τονίζεται ότι θα πρέπει να ληφθούν ειδικά μέτρα από τα κράτη-μέλη με στόχο να μην υπάρξει πτώση της «φορολογικής ηθικής» και μεγάλη αύξηση της φοροδιαφυγής.
Η έκθεση της επιτροπής σημειώνει για την Ελλάδα απόδοση ΦΠΑ σημαντικά χαμηλότερη από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου η απόδοση του βασικού έμμεσου φόρου δεν ξεπερνά το 50% του θεωρητικά υπολογιζόμενου.
Με βάση ότι όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες υπόκεινται (ή θα έπρεπε να υπόκεινται) σε ΦΠΑ χωρίς να υπολογίζονται οι απαλλαγές για συγκεκριμένες κατηγορίες η Ελλάδα εμφανίζει το 2009 απόδοση ΦΠΑ κοντά στο 35% του θεωρητικά υπολογιζόμενου ποσοστού που πέφτει στο 32-33% το 2010.
Όπως τονίζεται, μεγάλη συμμετοχή στη χαμηλή απόδοση του φόρου εκτός των διαφόρων απαλλαγών που έχουν να κάνουν με την ειδική φορολογική πολιτική του κάθε κράτους-μέλους έχει και η μη απόδοση του ΦΠΑ.
Μάλιστα επιχειρείται και μια μέτρηση πέρα του θεωρητικά υπολογιζόμενου ΦΠΑ η οποία περιλαμβάνει και τις όποιες νομοθετημένες απαλλαγές. Με τη μέτρηση αυτή ορίζεται ένα «χάσμα ΦΠΑ» το οποίο ορίζεται ως το καθαρό ποσό που θα έπρεπε να εισπράττουν τα κράτη-μέλη από το βασικό έμμεσο φόρο σε σχέση με τις βεβαιωμένες εισπράξεις.
Παρότι ανεπίκαιρα τα στοιχεία της Επιτροπής (υπάρχει μέτρηση μέχρι και το 2006) είναι ενδεικτικά. Η Ελλάδα για το 2006 (όταν η χώρα συγκαταλέγονταν στις χώρες με τους χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ εντός της Ε.Ε.) βρίσκεται με διαφορά στην πρώτη θέση της μη συμμόρφωσης με ένα κενό της τάξης του 30% ενώ στο μέσο όρο της Ε.Ε. το κενό αυτό δεν ξεπερνά το 11% στις Ευρώπη των 27 και το 11% και το 10% στις χώρες της Ευρωζώνης.
 http://news247.gr