19 Σεπ 2016

Με διαφορετικές στρατηγικές επιχειρούν διεύρυνση ο ΣΥΡΙΖΑ κι η Νέα Δημοκρατία

Του Μάριου Πομερσί-http://www.politically.gr/
Η πολιτική σκηνή της Ελλάδος, έχει αποδειχθεί μεταπολιτευτικά ότι προτιμά τον δικομματισμό. Από το δίπολο ΠΑΣΟΚ- Νέα Δημοκρατία, περάσαμε ....
γρήγορα στο δίπολο Νέα Δημοκρατία- ΣΥΡΙΖΑ. Και τώρα, αφού γνωρίσαμε και τους δυο στη διακυβέρνηση της χώρας ως κορμούς σε συμμαχικές κυβερνήσεις, βρισκόμαστε ενώπιον του φαινομένου της διπλής διεύρυνσης προς το κέντρο: Η Νέα Δημοκρατία το διεκδικεί από τα  δεξιά κι ο ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ και τα δυο κόμματα αποσκοπούν στον ίδιο πολιτικό χώρο, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συναντηθούν. Κι αυτό, διότι με άλλη πολιτική λογική επιχειρεί τη διεύρυνση της η Νέα Δημοκρατία και με εντελώς άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η ελληνική κεντροδεξιά  αναζητεί την πολιτική της επέκταση προς το κέντρο με μεταγραφές επωνύμων πολιτικών του χώρου αυτού. Τα ονόματα της Άννας Διαμαντοπούλου, του Θεόδωρου Σκυλακάκη κι άλλων στελεχών της Δράσης, έχουν ακουστεί και δεν έχουν διαψευσθεί. Η αντίληψη αυτού του τύπου διεύρυνσης είναι ότι το πολιτικό πρόσωπο μεταφέρει την πολιτική του «προίκα», δηλαδή επιρροή, από κόμμα σε κόμμα. Εκτός αυτού, μια τέτοια διεύρυνση επιχειρείται προκειμένου να δημιουργηθεί ευρύτερα η εντύπωση της επικοινωνιακής νίκης, όπως ακριβώς οι ποδοσφαιρικές ομάδες αγωνίζονται να εντάξουν στο ρόστερ τους ακόμα και «ηλικιωμένους» παίκτες που πριν από χρόνια έπαιζαν σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Θα βοηθήσουν στη συλλογή βαθμών; Δεν θα βοηθήσουν; άγνωστο. Πιο πιθανό είναι ότι θα βοηθήσουν στην πώληση των «διαρκείας». Προσαρμόζοντάς το στην πολιτική, σημαίνει παράσταση νίκης και πρόθεση ψήφου στις δημοσκοπήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι «όλοι οι χρεοκοπημένοι μαζεύονται σε ένα κόμμα»

Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει λιγότερο στα ηχηρά ονόματα κι εστιάζει περισσότερο στα στελέχη της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης, καθώς και σε προβεβλημένους παράγοντες των κινημάτων. Δεν θα λείψουν οι «μεταγραφές» ηχηρών ονομάτων, όπως η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου ή ο Φώτης Κουβέλης, ωστόσο οι προσδοκίες του ΣΥΡΙΖΑ κρύβονται στην πολιτική απήχηση των ανθρώπων της αυτοδιοίκησης και των κινημάτων. Κι εκεί, οι χειρισμοί των υπεύθυνων για τη διεύρυνση, είναι «χειρουργικές»: Εάν ένα στέλεχος δεν διαθέτει αποδεδειγμένα επιρροή στην τοπική κοινωνία, παρά τις επιθυμίες του, ο ΣΥΡΙΖΑ κόβει τις γέφυρες. Κάνει, δηλαδή, casting με αυστηρά πολιτικούς όρους πολιτικής ηγεμονίας, δεν μαζεύει όποιον του κτυπά την πόρτα.

Το παράδειγμα του «Νέου Αγωνιστή» είναι χαρακτηριστικό του τρόπου που στρατολογεί στελέχη από το πρώην ΠΑΣΟΚ ο ΣΥΡΙΖΑ. Η οργάνωση αυτή είχε δημιουργηθεί μετά την πτώση της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου από στελέχη του ΠΑΣΟΚ με σκοπό την τελική ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, είχαν διοργανώσει εκδήλωση την 3η Σεπτέμβρη 2012 στη Νίκαια, με ομιλητή τον… Αλέξη Τσίπρα. Πρωταγωνίστρια τότε στο Νέο Αγωνιστή ήταν μια νεαρή ΠΑΣΟΚα, η Νίνα Κασιμάτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε στια τάξεις του την Κασιμάτη, που σήμερα είναι βουλευτής Β Πειραιά, κι άφησε τον υπόλοιπο «Νέο Αγωνιστή» να κατευθυνθεί προς τη ΛΑΕ του Παναγιώτη Λαφαζάνη, αφού πρώτα η Κουμουνδούρου βεβαιώθηκε ότι κανένα άλλο στέλεχος πλην της Κασιμάτη δεν διαθέτει αξιόλογη πολιτική επιρροή.

Οι κυβερνητικοί μιλούν για τριάντα εν ενεργεία δημάρχους (!) έτοιμους να προσχωρήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ, δεκάδες στελέχη των κατά τόπους κινημάτων (οικολογία, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ) και κάποιους συνδικαλιστές.

Δυο διευρύνσεις, δυο τελείως διαφορετικές «πολιτικές λογικές». Η μια κάνει μετακινήσεις κορυφής, η άλλη επιδιώκει να μπολιάσει με τον πολιτικό της λόγο τη βάση της κοινωνίας. Η μια μπορεί δισδιάστατα, η άλλη τρισδιάστατα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποια πολιτική δύναμη έχει ρεαλιστικό, συνεπή ή ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο και ποια όχι, περνάει δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα. Στη βάση της κοινωνίας, κοντά στον πολίτη που δικαίως αισθάνεται αδικημένος, περιφρονημένος και πολλαπλώς εγκαταλελειμμένος από την πολιτική ελίτ, μπορεί κανείς να περιγράφει την πιο εξωπραγματική πολιτική ουτοπία, να δικαιολογεί με τα πιο σαθρά επιχειρήματα τις τεράστιες πολιτικές του μεταμορφώσεις, να αναπτύσσει εύκολα το δικό του πολιτικό αφήγημα, μόνο και μόνο διότι μιλά στον Έλληνα πολίτη χωρίς αντίπαλο, χωρίς αντίλογο.-