Kάποτε έλεγε ότι θα σταματήσει. Είχε κουραστεί, όπως ενδεχομένως να κουράζεσαι κι εσύ να προσπαθείς χωρίς να υπάρχει ανταπόδοση. Μετά, το σκεφτόταν ξανά. Του αναστάτωνε το στομάχι, περισσότερο από όσο θα του καταπονούσε το σώμα, η σκέψη να μην είναι εκεί. ..
Άλλαζε γνώμη, σήκωνε το τηλέφωνο, σχημάτιζε τον αριθμό που κάθε φορά έπρεπε και έθετε τον εαυτό στη διάθεση του εκάστοτε προπονητή. «Μπορεί πέρυσι να έλεγα πως το σκεφτόμουν, αλλά τώρα που τελειώνει η σεζόν μόνο στην σκέψη πως δεν πάω στο Καρπενήσι να κάνω την προετοιμασία και να τρέξω τα βουνά, δεν ξέρω, κάτι παθαίνω. Μ’ αρέσει». Μέσα στο καλοκαίρι, ε; Στο Καρπενήσι, ε; Για να τρέξει…
Πολλές φορές ένιωθε ο πόνος να ξεπερνάει την επιθυμία. Δεν υπήρχαν αρκετά παυσίπονα να τον ηρεμήσουν, δεν υπήρχε αρκετός πάγος να τον μουδιάσει, ούτε αρκετά γιατροσόφια για να ξεχνιέται. Μόνο επιθυμία. Πόσες φορές μπορεί η επιθυμία να κινήσει τον πόνο; Πόσο μπορείς να αντέχεις να παίζεις με σπασμένα πλευρά, όπως ο Γιάννης Μπουρούσης στη Σλοβενία ή με σπασμένο χέρι, όπως ο Έλληνας σέντερ στην Κωνσταντινούπολη; «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έπαιζε με σπασμένο χέρι. Τον ευχαριστούμε λοιπόν, διότι δεν είναι καθόλου εύκολο να παίζεις με σπασμένο χέρι. Το κρατούσαμε μυστικό τόσο καιρό, αλλά τώρα μπορούμε να το αποκαλύψουμε», είχε πει τότε ο Γιόνας Καζλάουσκας.
Συχνά, θα σε πιάνει το παράπονο. Διάολε, κι αν τον έχει πιάσει το παράπονο. Είναι γκρινιάρης, όσο λίγοι και ταυτόχρονα αφοπλιστικά ειλικρινείς όσο λίγοι, με αποτέλεσμα το κράμα να είναι συχνά εκρηκτικό. Αν έχει παρεξηγηθεί; Όσο ελάχιστοι, ωστόσο ούτε ένας δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει την ανιδιοτελή του αγάπη για το εθνόσημο. Αυτή που τον έκανε πέρυσι να ξεμπροστιάζει τον Γιώργο Βασιλακόπουλο για το φιλικό χωρίς air condition στην Πάτρα και αυτή που τον έκανε να διαχωρίζει τη θέση του από εκείνους – στην προκειμένη περίπτωση τον Κώστα Κουφό – που αρνούνταν να έρθουν στην Εθνική. «Με ενοχλεί κι ας έλεγαν τα ίδια και για εμένα. Εγώ θέλω να έρθει, αλλά τα παρακάλια κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσουν».
Κάθε, μα κάθε φορά θα ταλαιπωρείται. Ξέρεις εσύ μικρέ μου άλλο τρόπο προς την καταξίωση, εκτός από την ταλαιπωρία; Ο Γιάννης Μπουρούσης δεν έλειψε από κανένα ματς της Εθνικής στα λεγόμενα «παράθυρα» της FIBA! Ταξίδευε από την Κίνα για να ενισχύσει το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και αν νομίζεις ότι το ταξιδάκι είναι απλό, σκέψου την εξής εξίσωση: Λένε πώς για κάθε ώρα πτήσης, το σώμα χρειάζεται ένα 24ωρο για να συνέλθει. Ο Έλληνας σέντερ ταξίδευε το λιγότερο δέκα ώρες για να έρθει και άμεσα ήταν στο παρκέ! Γιατί; Επειδή «όσο το ελληνικό μπάσκετ με έχει ανάγκη και με κρατάνε τα πόδια μου, έτσι ώστε να μπορώ να βοηθήσω, θα είμαι στην διάθεση της χώρας μου και του αθλήματος».
Επανειλημμένως, θα νιώσεις μόνος σου. Θα θελήσεις να ακολουθήσει τον εύκολο ή τον πιο λογικό δρόμο. Όταν η κούραση θα ξεπερνάει την αγάπη, όταν όσοι ξεκινήσατε μαζί θα αρχίσουν να εγκαταλείπουν δικαίως ή αδίκως τη μάχη, θα θες κι εσύ να τα παρατήσεις. Και ο Γιάννης Μπουρούσης τα παράτησε. Ήταν το 2015, μετά το Ευρωμπάσκετ, μετά την απόσυρση του Βασίλη Σπανούλη και του Νίκου Ζήση. Έμοιαζε ως το τέλος μιας εποχής, όμως ο Έλληνας σέντερ έμεινε να θυμίζει την εποχή που πρέπει να εμπνέει και όχι να διχάζει. «Όταν έφυγε ο Νίκος Ζήσης, του είχα πει ότι θα φύγω κι εγώ, αλλά κάτι με κρατάει. Είμαι διαθέσιμος και όταν με θέλουν, θα βοηθάω. Πρέπει και οι νεαρότεροι να αγαπήσουν την Εθνική».
Μικρέ, έχουμε 2018. Ένας 35άρης ετοιμάζεται να οδηγήσει την Εθνική ομάδα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Φέρνει την ομάδα του από την Κίνα να γνωρίσει την Αθήνα, επισκέπτεται τη γενέτειρά του και ονειρεύεται να κλείσει εκεί την καριέρα του. Μπαίνει στο παρκέ, ματώνει για την Εθνική ομάδα, καθοδηγεί, εμπνέει, οραματίζεται, θυμάται, ανταποδίδει. «Μου έχει προσφέρει τόσα πολλά και θέλω να της προσφέρω και εγώ πράγματα πίσω. Αυτή η ομάδα με βοήθησε στην καριέρα μου, από τότε που ήμουν νέος. Ποτέ δεν θα ξεχάσω ότι ήμουν στο ρόστερ που έφτασε στην κατάκτηση του Eurobasket 2005. Ήμουν 22 ετών τότε. Αυτή η ομάδα μου έδωσε τα πάντα και θέλω να της το ανταποδώσω».
Και πάνω στην τρέλα του, μπορεί και να υπερβάλλει λιγάκι. «Αν περάσουμε στους Ολυμπιακούς, θα πάω!». Ο Γιάννης Μπουρούσης το 2020 θα είναι 37 χρονών. Ας γίνει και σημαιοφόρος!
sdna.gr/