Μια νέα «βόμβα» στα δημοσιονομικά θα είναι η απόφαση του ΣΤ’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εάν αυτή επικυρωθεί από...
την Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου. Οι δικαστές με συντριπτική πλειοψηφία (6 έναντι ενός) έκριναν αντισυνταγματική την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας στους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους. Λόγω της αντισυνταγματικότητας, η 7μελής σύνθεση του ΣΤ’ τμήματος παρέπεμψε την υπόθεση για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
«Όχι άλλες μειώσεις στους μισθούς, που οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω από αυτό της αξιοπρεπούς διαβίωσης», είναι η θεμέλιος βάση του σκεπτικού των ανώτατων δικαστών.
Η νέα απόφαση περί αντισυνταγματικότητας των μειώσεων σε αποδοχές έρχεται μετά από αντίστοιχες αποφάσεις για τα δώρα των συνταξιούχων.
Το σκεπτικό του ΣτΕ
Η πλήρης κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων έγινε με το νόμο 4093/12. Ήδη τα δώρα είχαν μειωθεί με το πρώτο μνημόνιο.
Παραπέμφθηκε για κρίση στο ΣτΕ μετά τη δικαίωση δικαστικών υπαλλήλων από τα διοικητικά δικαστήρια και την προσφυγή αναίρεσης του ελληνικού δημοσίου.
Οι ανώτατοι δικαστές έκριναν ότι αυτές οι νέες μειώσεις στις αποδοχές, που άρχισαν από 1.1.2013, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στο σκεπτικό τους οι δικαστές αναφέρουν:
«Ο νομοθέτης όφειλε, αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθέμιας για τον επιδωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης.»
Στην απόφαση αντισυνταγματικότητας οι δικαστές ουσιαστικά λένε ότι οι μισθωτοί δεν αντέχουν άλλες μειώσεις.
«Ο νομοθέτης -αναφέρουν στο σκεπτικό τους- εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο, με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Οι δικαστές δεν βάζουν πλαφόν στα ποσά των δώρων. Το σκεπτικό τους δηλαδή, ισχύει για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως του ύψους του μισθού τους.
Με την απόφασή τους κρίνουν ότι τα 3 επιδόματα, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα».
Πλέον το λόγο έχει η Ολομέλεια του ΣτΕ.
mononews.gr