Χάρης Ιωάννου
Παρά τη σιωπή μεγάλου μέρους του Τύπου, συνεχίζονται οι εξελίξεις γύρω από την πολύκροτη υπόθεση της φαρμακευτικής εταιρείας Novartis, στελέχη της οποίας φέρεται να εμπλέκονταν σε χρηματισμούς πολιτικών προσώπων, κρατικών αξιωματούχων και γιατρών.
Αίσθηση προκαλεί η σημερινή αποκάλυψη της «Εφ.Συν.» για την απόλυση της Μαρίας Μαραγγέλη, γραμματέως μέχρι το 2015 του άλλοτε ισχυρού άνδρα της Novartis, Κωνσταντίνου Φρουζή,
η οποία έχει καταθέσει στην ανακρίτρια Διαφθοράς για το διεθνές σκάνδαλο που έχει και έντονη ελληνική διάσταση.
η οποία έχει καταθέσει στην ανακρίτρια Διαφθοράς για το διεθνές σκάνδαλο που έχει και έντονη ελληνική διάσταση.
Μετά την απομάκρυνση Φρουζή από τη φαρμακευτική εταιρεία το 2015, η Μ. Μαραγγέλη παρέμεινε στη θέση της, ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 2018, μέσω εξωδίκου, απολύθηκε και το γεγονός κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Την προηγούμενη εβδομάδα (12/12/2018), η Μ. Μαραγγέλη με πολυσέλιδη αγωγή που κατέθεσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της Novartis χαρακτηρίζει την απομάκρυνσή της άκυρη, παράνομη και καταχρηστική, ενώ τη συνδέει άμεσα με όσα κατέθεσε στις Αρχές για το σκάνδαλο.
Παράλληλα, ζητάει αποζημίωση ενός εκατομμυρίου ευρώ για ηθική βλάβη, καθώς και την επαναπρόσληψή της στην εταιρεία.
«Η γενομένη καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με οποιαδήποτε περιορισμένη απόδοση στην εργασία μου, ούτε βέβαια σε τυχόν πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών μου υποχρεώσεων προς τον εργοδότη μου», αναφέρει μεταξύ άλλων, επικαλούμενη τρία παραδείγματα:
Στις αρχές του 2018 βραβεύτηκε για τα δέκα χρόνια της στην εταιρεία, το 2017 η εργασιακή της απόδοση είχε χαρακτηριστεί «Best Practices» (Καλύτερη Πρακτική) και τα προηγούμενα χρόνια είχε πολύ υψηλές βαθμολογίες στην αξιολόγησή της.
Για τον λόγο αυτό, η Μ. Μαραγγέλη καταγγέλλει ότι «επιθυμούσαν τη φίμωσή μου και την εξαθλίωσή μου, προφανώς επειδή κατέθεσα στην Εισαγγελία Διαφθοράς και στους δικηγόρους εξ Αμερικής και Ελβετίας» στο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου της εταιρείας, ενώ αναφερόμενη στο σκάνδαλο υποστηρίζει μεταξύ άλλων:
«Η εν λόγω απόλυση οφείλεται αποκλειστικά σε ταπεινά ελατήρια εκδίκησης, εμπάθειας και εχθρικής προκατάληψης της αντιδίκου (σ.σ. Novartis) εναντίον μου. Είναι λοιπόν προφανές ότι επειδή είδα, βίωσα, εν ολίγοις γνώριζα πρόσωπα και πράγματα, δημιούργησαν ένα κλίμα εχθρότητας και εμπάθειας εις βάρος μου, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την όλως αιφνιδιαστική, παράνομη και άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου».
Σημειώνεται ότι στο εξώδικο της Novartis για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, δεν αναφέρεται αιτιολογία για την απόλυση. Η εταιρεία απλά ανακοινώνει την λήξη της συνεργασίας, καθώς και ότι της καταβάλλει συνολικά 29.000 ευρώ, ποσό ελάχιστα μεγαλύτερο από τα νομίμως προβλεπόμενα.
Ειδικότερα, η M. Mαραγγέλη καταγγέλλει ότι από τον Φεβρουάριο του 2018 η εταιρεία την «παραγκώνισε και την έθεσε σε αναγκαστική καραντίνα».
- Τον Φεβρουάριο του 2018, μόλις η πολύκροτη δικογραφία φτάνει στη Βουλή, γίνεται γνωστό το όνομά της και διαρρέει μια φωτογραφία της στα ΜΜΕ, κάτι για το οποίο κατηγορεί εμμέσως πλην σαφώς τον Κ. Φρουζή.
- Στις 30 Απριλίου 2018 η Novartis την ενημερώνει προφορικά διά του νέου προϊσταμένου της για την πρόθεση της εταιρείας να λυθεί συναινετικά η συνεργασία τους, πρόταση την οποία αρνείται.
- Στις 25 Ιουλίου 2018 η Μ. Μαραγγέλη στέλνει επιστολή στην πρόεδρο της φαρμακευτικής, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «κάποιοι εκ των εκπροσώπων σας με θυμηδία διατύπωσαν άποψη ότι ˝είναι ένας καλός λόγος απόλυσης˝ η ˝σχέση˝ μου με τον Φρουζή».
- Στις 14/9/2018 η εταιρεία την απέλυσε, «λειτουργώντας εκδικητικά, λόγω των καταθέσεών μου στην Ελληνική Δικαιοσύνη για το αποκαλούμενο σκάνδαλο Novartis», όπως αναφέρει.
Και αυτό σε αντίστιξη με το δελτίο Τύπου της εταιρείας στις 12/2/2018, όταν υποσχόταν ότι «θα προστατεύσουμε τους ανθρώπους μας με κάθε δυνατότητα που μας δίνουν οι κανόνες δικαίου».
Καταγγελίες κατά Φρουζή
Μετά τα όσα έγιναν, η κ. Μαραγγέλη αναφέρει ότι η ίδια ως μητέρα δύο ανήλικων παιδιών αντιμετωπίζει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, όπως και αδυναμία ευρέσεως εργασίας. Επιρρίπτοντας ευθύνες στην εταιρεία, σημειώνει ότι «με οδήγησε σε οικονομικό αποκλεισμό αφού είναι αδύνατο να βρω εργασία. Οπουδήποτε από τον Σεπτέμβριο απευθύνθηκα για εργασία, ακούνε το όνομά μου και μου κλείνουν την πόρτα».
Στην πολυσέλιδη αγωγή, η πρώην γραμματέας του Κ. Φρουζή περιγράφει σε συναισθηματικά φορτισμένο τόνο όλο το ιστορικό της επαγγελματικής της σχέσης με τον άλλοτε προϊστάμενό της.
Οπως η ίδια υποστηρίζει, ο Κ. Φρουζής την πίεζε υπερβολικά, προκαλώντας της έντονο άγχος και στρες, απαιτώντας εργασία χωρίς ωράριο και στερώντας της πολύτιμο χρόνο από την οικογένειά της.
«Αξίωνε από εμένα να εκπληρώ ταυτοχρόνως καθήκοντα γραμματέως – υπηρέτριας – καθαρίστριας και άλλα πολλά ακόμη», αναφέρει μεταξύ άλλων και προσθέτει ότι «πολλές φορές με εξευτέλιζε ως άνθρωπο και δη ως γυναίκα, με είχε καταστήσει έρμαιο στις επιθυμίες του, υπό την εκτόξευση και των συνεχών απειλών περί απώλειας της εργασίας μου».
Οι συνθήκες που βίωνε, όπως λέει, επηρέασαν τη δεύτερη εγκυμοσύνη της, της προκάλεσαν αυτοάνοσο νόσημα, ενώ κατηγορεί τον Κ. Φρουζή ότι άσκησε «για μεγάλο χρονικό διάστημα λεκτική και σωματική βία, με έχει κακοποιήσει και τουλάχιστον 10 φορές έχει προβεί σε ασελγείς πράξεις εναντίον μου».
Η Μ. Μαραγγέλη καταγγέλλει επίσης ότι από το 2015 που ξέσπασε το σκάνδαλο έχει δεχθεί απειλές από δικηγόρο του Κ. Φρουζή, έχει δεχτεί σειρά τηλεφωνημάτων από αριθμό με απόκρυψη, ενώ έχει βρει τουλάχιστον τρεις φορές τα λάστιχα του αυτοκινήτου της σκασμένα.
Από την πλευρά του, ο Κ. Φρουζής έχει διαψεύσει δημοσίως οποιαδήποτε εμπλοκή του στο σκάνδαλο και όπως έχει πει από τον περασμένο Φεβρουάριο, «ουδέποτε συμμετείχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα, ούτε περιήλθε οποιαδήποτε τέτοια εις γνώση μου».
Παράλληλα, ο Κ. Φρουζής έχει καταθέσει από τον Μάρτιο αγωγή τόσο κατά της Μ. Μαραγγέλη όσο και κατά της Novartis, ζητώντας αποζημίωση 300.000 ευρώ. Από κοινού με στενό συγγενικό του πρόσωπο, κατηγορεί την πρώην γραμματέα του ότι έχει υποκλέψει προσωπικά δεδομένα και έγγραφα, αλλά και ότι έχει υπεξαιρέσει χρήματα, μεταφέροντας χωρίς την έγκρισή του ποσά σε δικούς της λογαριασμούς.