Γιατί η χώρα μας δεν έχει εισπράξει ακόμα το σύνολο των 170 εκατ. ευρώ, 11 χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Ποιοι όροι παραμένουν ανεκπλήρωτοι. Πώς αποτραβήχτηκε από την Ελλάδα η εταιρεία, παρά τις υποσχέσεις για επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας. Τα καυτά ερωτήματα της «Εφ.Συν.» που παραμένουν αναπάντητα.
Στις 6.15 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 2006, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του Ράινχαρτ Σίκατσεκ στο σπίτι του στο Eρντιγκ της Βαυαρίας. Ο βραχύσωμος διαχειριστής των μαύρων ταμείων της Siemens ήξερε ποιοι ήταν στο κατώφλι.
Λίγη ώρα αργότερα γινόταν μεγάλη έφοδος των γερμανικών αρχών στα κεντρικά, αχανή γραφεία της εταιρείας. Ηταν η αρχή της αποκάλυψης του τεράστιου σκανδάλου, που ανέδειξε ένα δίκτυο διακίνησης μαύρου χρήματος της εταιρείας προς τρίτες χώρες για την ανάθεση έργων μέσω δωροδοκιών και ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Το κόστος των χρηματοδοτήσεων, σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ξεπερνούσε το 1,5 δισ. ευρώ μέσα σε μια δεκαετία. Ανάμεσα στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιήθηκε με αθέμιτα μέσα ο γερμανικός κολοσσός ήταν και η Ελλάδα.
Αποδέκτες του 2% από τα «μαύρα ταμεία», σύμφωνα με τον Σίκατσεκ, ήταν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, κυρίως τα δύο τότε μεγάλα (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.). Μετά το 1996 τα διάφορα «δώρα» υπολογίζονταν ώς 10% επί του τζίρου της εταιρείας.
Σύμφωνα με τον Σίκατσεκ, το 2% το διαχειριζόταν ο Μιχάλης Χριστοφοράκος και το 8% αρχικά οι Χρήστος Καραβέλας και Ηλίας Γεωργίου και εν συνεχεία ο Πρόδρομος Μαυρίδης. Το 2010 συστάθηκε εξεταστική επιτροπή στη Βουλή, η οποία μεταξύ άλλων προσδιόρισε το ύψος της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο στα 2 δισ. ευρώ, ποσό που αμφισβήτησε μετέπειτα ο Γιάννης Στουρνάρας.
Χρειάστηκε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια για να υπογράψει το 2012 το Ελληνικό Δημόσιο -εν μέσω μνημονίων και σκληρής οικονομικής κρίσης- μια αμφιλεγόμενη συμφωνία συμβιβασμού με τη Siemens. Η συμφωνία προέβλεπε ότι ο γερμανικός κολοσσός θα αναλάμβανε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στη χώρα και σε αντάλλαγμα το Ελληνικό Δημόσιο θα παραιτούνταν από κάθε αξίωση και πρόστιμο.
Ο συμβιβασμός υπεγράφη στις 22 Αυγούστου 2012, δύο μέρες πριν από την επίσημη συνάντηση Σαμαρά - Μέρκελ στο Βερολίνο, και έφερε τις υπογραφές του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, του τότε διευθύνοντος συμβούλου της Siemens Α.Ε., Πάνου Ξυνή, του Ελληνοαμερικανού πρώην εισαγγελέα στις ΗΠΑ και γενικού διευθυντή στη Siemens Ελλάδος, Μπομπ Σικέλις, και ακόμα δύο μελών του Δ.Σ. της μητρικής.
Βάσει της συμφωνίας συμβιβασμού, όλες οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί «πλήρως και οριστικώς» μέσα σε μια περίοδο 5 ετών από την υπογραφή της συμφωνίας, δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2017. Για την τήρηση του συμβιβασμού είχε δημιουργηθεί μια 7μελής Επιτροπή Εποπτείας, της οποίας η θητεία έληξε το καλοκαίρι του 2017.
Σήμερα κανένα από τα πρόσωπα που υπέγραψαν τη συμφωνία δεν βρίσκεται πια στην ίδια θέση, ενώ Επιτροπή Εποπτείας δεν υφίσταται. Ο Πάνος Ξυνής έχει αποχωρήσει από τη Siemens από το 2018, ενώ ο Μπομπ Σικέλις έχει γίνει υπεύθυνος Δικαστικών Ερευνών στη Novartis! Κι όμως, 11 χρόνια από την υπογραφή του συμβιβασμού και ακόμα η Siemens δεν έχει ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της προς το Ελληνικό Δημόσιο, σε μια διαδικασία που περιέχει πολλά θολά σημεία τόσο για τη συμμόρφωση της εταιρείας όσο και για τις ενέργειες και παραλείψεις του ελληνικού κράτους.
Τι προβλέπει η συμφωνία
Η Ελλάδα περιορίστηκε να λάβει το ποσό των 170 εκατ. ευρώ και μάλιστα όχι σε ρευστό χρήμα, αλλά σε παροχές σε είδος και συμψηφισμό απαιτήσεων. Επιπλέον, η εταιρεία δεσμεύτηκε έναντι της χώρας για τη σταθερή παρουσία της και ως εκ τούτου σε μια επένδυση ύψους 60 εκατ. ευρώ και για την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου το οποίο θα εξασφάλιζε 700 νέες θέσεις εργασίας, πέραν των 600 εργαζομένων που ισχυριζόταν ότι απασχολούσε εκείνη την περίοδο η εταιρεία στην Ελλάδα. Αναλυτικά οι όροι προέβλεπαν:
1 Παροχή από τη Siemens ποσού ύψους 80 εκατ. ευρώ σχετικά με εισπρακτέες απαιτήσεις της έναντι φορέων του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για τον μοναδικό όρο που τηρήθηκε μέσα στα πρώτα 3 χρόνια. Μέχρι το 2015 το Δημόσιο είχε διαγράψει έναντι αυτών των ανεξόφλητων εισπρακτέων απαιτήσεων 74,678 εκατ. ευρώ. Ωστόσο η Siemens δεν απάντησε σε ερώτημα της «Εφ.Συν.» για το ποιες ήταν ακριβώς οι συγκεκριμένες απαιτήσεις.
2 Παροχή ύψους 90 εκατ. ευρώ μέσα σε μια περίοδο 5 ετών για υποστήριξη φορέων που είχαν ως σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς, της απάτης και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, παροχή ιατρικού εξοπλισμού για δημόσια νοσοκομεία με έμφαση στα παιδιατρικά νοσοκομεία, προγράμματα υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές στους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, των υποδομών και της αστικής ανάπτυξης, όπως και χρηματοδότηση αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων.
Από αυτά τον Φεβρουάριο του 2014 η επιτροπή εποπτείας της υλοποίησης της συμφωνίας κατέληξε στην κατανομή συγκεκριμένων ποσών.
● 12,5 εκατ. θα έπρεπε να είχαν διατεθεί μέχρι το 2017 για την προμήθεια ανιχνευτικών μηχανημάτων (Χ-Ray) κατά του λαθρεμπορίου.
● 16,8 εκατ. θα έπρεπε να είχαν δοθεί για τον εξοπλισμό φορέων που δραστηριοποιούνται κατά της διαφθοράς.
● 1,5 εκατ. προορίζονταν για την προμήθεια μηχανογραφικού εξοπλισμού στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
● 4 εκατ. θα δίνονταν για την προμήθεια ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο γραφείο του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
● 11,3 εκατ. είχαν συμφωνηθεί να διατεθούν για την υποστήριξη δράσεων του εθνικού συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Πολλά από αυτά τα ποσά μοιάζουν να έχουν χαθεί οριστικά για το Ελληνικό Δημόσιο. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες της «Εφ.Συν.», οι παραπάνω όροι δεν έχουν υλοποιηθεί στο σύνολό τους. Εχουν δοθεί χρήματα για κρατικές υποτροφίες (περισσότερες από την αρχική συμφωνία), έχει παραδοθεί ένα αυτοκινούμενο μηχάνημα X-ray στο ΣΔΟΕ, ακόμα τρία μηχανήματα στην ΑΔΑΕ, όμως ακόμα υπάρχει εξοπλισμός εκατ. ευρώ για την πάταξη της διαφθοράς που δεν έχει συμβασιοποιηθεί.
Επιπλέον δεν έχουν απορροφηθεί ακόμα όλα τα κονδύλια για παροχή ιατρικών μηχανημάτων (όπως αξονικοί τομογράφοι). Αναζητώντας στη Διαύγεια ποσά που έχουν δοθεί στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, φαίνεται πως ακόμα «τρέχουν» προμήθειες και διαγωνισμοί, ενώ υπάρχουν καταγραφές για παροχή ιατρικών μηχανημάτων τουλάχιστον μέχρι το 2021, δηλαδή 4 χρόνια αφότου τα έργα θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί.
H Siemens δεν απάντησε στα αναλυτικά ερωτήματα της «Εφ.Συν.» σχετικά με τα ακριβή ποσά που έχουν δοθεί για όλες τις δράσεις, αλλά περιορίστηκε να δηλώσει: «Η Siemens έχει εκπληρώσει τις επιμέρους υποχρεώσεις της, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Συμβιβασμού με την Ελληνική Δημοκρατία. Συνεχίζεται δε η χρηματοδότηση των δράσεων της Παροχής των 90 εκατομμυρίων σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας και ενημερώνεται σχετικώς το υπουργείο Οικονομικών».
Eπανήλθαμε με διευκρινιστικές ερωτήσεις προς τη Siemens Ελλάς, η οποία δήλωσε ότι «για την ώρα δεν θέλουμε να προβούμε σε κάποιο άλλο σχόλιο». Πληροφορίες της «Εφ.Συν.» αναφέρουν ότι η μητρική εταιρεία έχει διαμηνύσει προς τη θυγατρική πως πρέπει να «κλείσει το θέμα με το Ελληνικό Δημόσιο άμεσα». Εξάλλου η απάντηση της Siemens επιβεβαιώνει πως δεν έχει υπάρξει ολοκλήρωση των υποχρεώσεων της εταιρείας.
Το βασικό ερώτημα είναι πώς εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται δράσεις στο πλαίσιο της συμφωνίας από τη στιγμή που δεν υπάρχει σχετικός νόμος και δεν υφίσταται Επιτροπή Εποπτείας. Απευθύναμε επανειλημμένως ανάλογα ερωτήματα στην υπηρεσιακή γραμματεία του υπουργείου Οικονομικών, χωρίς να δοθεί απάντηση. Ποιος ελέγχει επομένως από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου την τήρηση της συμφωνίας;
Απολύσεις αντί για επενδύσεις
3 Ο τρίτος όρος αφορούσε επένδυση ύψους 100 εκατ. ευρώ. «H Siemens αναλαμβάνει να διασφαλίσει τη συνεχιζόμενη παρουσία της SAE στην Ελλάδα, η οποία απασχολεί μέχρι σήμερα (σ.σ. 2012) παραπάνω από 600 εργαζόμενους, με ποσό που υπολογίζεται στα 100 εκατ. ευρώ».
Σύμφωνα με απάντηση της καθ' ύλην αρμόδιας Πηνελόπης Παγώνη, προέδρου της Επιτροπής Εποπτείας, σε ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, η συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση της εταιρείας επιτεύχθηκε μέσω ανακεφαλαιοποίησης ύψους 157 εκατ. ευρώ στην οποία είχε προβεί η Siemens. Αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή ήταν πως η Siemens δεν απασχολούσε το 2012 στην πραγματικότητα 600 εργαζόμενους, όπως δήλωνε στη συμφωνία.
Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα της εταιρείας, που βρίσκονται στη διάθεση της «Εφ.Συν.», το 2011 ο αριθμός εργαζομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου ήταν μόλις 355 άτομα και το δανειζόμενο προσωπικό (Adecco, Project Solutions) αριθμούσε 90 άτομα, ενώ υπήρχαν και 33 εργαζόμενοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Είχαν ήδη απολυθεί 182 εργαζόμενοι τη διετία 2009-2011. Το 2012 ο πραγματικός αριθμός εργαζομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου ήταν 340 και το «δανειζόμενο προσωπικό» 160 άτομα. Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός μειωνόταν σταθερά.
«Η συμφωνία αυτή και παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της διοίκησης πρακτικά καταστρατηγείται, όταν η εταιρεία φτάνει να απασχολεί σήμερα 250 εργαζόμενους και δεν προβαίνει σε καμία κίνηση προς την κατεύθυνση δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας βάσει της επένδυσης που περιείχε ο συμβιβασμός» καταγγέλλει ο Σύνδεσμος Προσωπικού της Siemens τον Φεβρουάριο του 2014.
Τον Ιούλιο του 2014 έξι βουλευτές της ΔΗΜΑΡ καταθέτουν ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομικών, λέγοντας πως «οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της θυγατρικής εταιρείας της Siemens BSH (πρώην "Πίτσος") στον Αγιο Ιωάννη Ρέντη υποστηρίζουν ότι η εταιρεία όχι μόνο δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, αλλά οι υπάρχουσες επενδύσεις αναβάλλονται ή ακυρώνονται».
Η μητρική εταιρεία είχε πάρει, όπως αποδείχτηκε, την απόφαση ύστερα από πάνω από 110 χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά να «αποτραβηχτεί» από τη χώρα, διεκπεραιώνοντας όσες δουλειές τής είχαν απομείνει από την Ιταλία. Κάτι που φάνηκε και τα επόμενα χρόνια. Το 2020 έκλεισε τελικά το εργαστάσιο της «Πίτσος» στον Ρέντη. Η επένδυση στην οποία συμφώνησε η κυβέρνηση της Ν.Δ. το 2012 αφορούσε αρχικά τη μεταστέγαση του εργοστασίου της «Πίτσος» σε νέα εγκατάσταση. Ωστόσο από την υπογραφή του εξωδικαστικού συμβιβασμού και μετά άρχισαν να μεταφέρονται γραμμές παραγωγής σε άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και κυρίως η Τουρκία.
4 Ο τέταρτος όρος της σύμβασης ανέφερε ότι η Siemens «θα εξετάσει» την πραγματοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα, όπως την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου παραγωγής για ένα έργο αξίας άνω των 60 εκατ. ευρώ, που θα οδηγούσε στην απασχόληση άνω των 700 ατόμων. Για την υλοποίηση της συγκεκριμένης επένδυσης συστάθηκε υπό την Επιτροπή Εποπτείας μια Επιτροπή Επενδύσεων.
Δύο χρόνια μετά την έναρξη των συνεδριάσεων της Επιτροπής Επενδύσεων η Siemens έφτασε -στην τελευταία και καταληκτική συνεδρίαση του συγκεκριμένου οργάνου- να αμφισβητήσει για πρώτη φορά την ιστορική, συμβατική υποχρέωσή της («Το Βήμα της Κυριακής», Οκτώβριος 2014). Η Επιτροπή Επενδύσεων μάλιστα κατέληξε να εισηγηθεί προς την Επιτροπή Εποπτείας και τους τότε υπουργούς Γιάννη Στουρνάρα και εν συνεχεία Γκίκα Χαρδούβελη την καταγγελία της σύμβασης. Η Siemens αντιπρότεινε να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο κέντρο δεξιοτήτων για την ανάπτυξη βιομηχανικού λογισμικού. Η πρότασή της δεν έγινε δεκτή από την ελληνική πλευρά, που ήθελε το εργοστάσιο. Ομως καμία κυβέρνηση δεν προχώρησε στην καταγγελία της σύμβασης.
Επιζήμιος
«Ο εξωδικαστικός συμβιβασμός με τη Siemens όχι μόνο ήταν επιζήμιος για τη χώρα, αλλά με ευθύνη των κυβερνήσεων και των συγκυβερνήσεων στις οποίες μετείχε η Ν.Δ. δεν υλοποιήθηκε στο σύνολό του, καθώς η εταιρεία φέρεται να είχε αποφασίσει ήδη από το 2012-2014 να αποχωρήσει από τη χώρα» ανέφεραν 58 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ σε σχετική ερώτησή τους στη Βουλή το 2020.
Οπως εξηγούσαν, «αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης, η Siemens προχώρησε σε μεταφορά γραμμών παραγωγής σε άλλες χώρες, φτάνοντας το 2014 να πουλήσει τη συμμετοχή της στον όμιλο Bosch και, εν μέσω εκτέλεσης του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη χώρα μας, κατάφερε να αποχωρήσει ουσιαστικά από την εταιρεία και επομένως από την Ελλάδα, χωρίς παρέμβαση της τότε κυβέρνησης». Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσαν τότε να διερευνηθούν πιθανές διοικητικές και ποινικές ευθύνες υπηρεσιακών παραγόντων στην όλη εξέλιξη του θέματος.
Ο Γιάννης Μαντζουράνης, που γνωρίζει το σκάνδαλο πολύ καλά ως δικηγόρος ενός εκ των πρωταγωνιστών του, του Γιώργου Σκαρπέλλη, χαρακτήρισε επονείδιστο τον συμβιβασμό με τη Siemens. «Ηταν ένας συμβιβασμός για κάτι λιγότερο από 100 εκατομμύρια ευρώ. Τα οποία δεν ήταν όλα cash. Θα ήταν μέσω επενδύσεων, μεταξύ των οποίων επενδύσεων θα ήταν και κάποια μαθήματα επιμόρφωσης εναντίον της διαφθοράς. Αυτή η σύμβαση έμεινε στα χαρτιά. Την πέρασαν και με νόμο. Για να μην μπορεί να την προσβάλει κανείς στα διοικητικά δικαστήρια» (συνέντευξη στην EΡΤ, Απρίλιος 2019).
Πράγματι τoν Nοέμβριο του 2017 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, παρά την αντίθετη θέση που είχε διατυπώσει το Δ' Τμήμα του το οποίο ασχολήθηκε αρχικά με την υπόθεση, έκρινε ότι η επίμαχη συμφωνία είναι νόμιμη και δεν παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις.
Γιάννης Στουρνάρας
Από την πλευρά του ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε στην «Εφ.Συν.» πως «ήταν μια συμφέρουσα συμφωνία για το Ελληνικό Δημόσιο. Την ψήφισε το ελληνικό κοινοβούλιο και ο υπουργός Οικονομικών ήταν υποχρεωμένος να την υλοποιήσει».
Η συμφωνία ωστόσο παραμένει ανολοκλήρωτη. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει εισπράξει το σύνολο των 170 εκατ. ευρώ 11 χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας.
Πριν από λίγες μέρες η Siemens προχώρησε στην απόλυση ακόμα μίας εργαζόμενης έπειτα από 25 χρόνια προϋπηρεσίας και 2,5 χρόνια πριν βγει στη σύνταξη. Η ίδια έχει διατελέσει πρόεδρος, γραμματέας και εκπρόσωπος των εργαζομένων στα ευρωπαϊκά συμβούλια της Siemens. Η εταιρεία στην Ελλάδα σήμερα αριθμεί λιγότερους από 80 υπαλλήλους.
Κύθνος: Το «έξυπνο» νησί
Mία από τις δράσεις που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο της συμφωνίας με τη Siemens είναι και το ερευνητικό έργο «Κύθνος - Εξυπνο Νησί», το οποίο διαφημίστηκε ως «το μεγαλύτερο έργο έρευνας και ανάπτυξης που έχει εφαρμοστεί ποτέ στον ελληνικό νησιωτικό χώρο».
Το πρόγραμμα είχε ξεκινήσει να υλοποιείται το 2019 με στόχο, όπως αναγραφόταν, η Κύθνος να αποτελέσει ένα «ζωντανό εργαστήρι» σχεδιασμού και υλοποίησης καινοτόμων τεχνολογικών λύσεων για την αναβάθμιση και ολοκληρωμένη διαχείριση των τοπικών υποδομών ενέργειας, υδατικών πόρων, αποβλήτων, μεταφορών και οδοφωτισμού. Φορείς υλοποίησης είναι το Δίκτυο Αειφόρων Νήσων - ΔΑΦΝΗ και το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ. Το έργο είχε προϋπολογισμό 7,98 εκατ. ευρώ αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες της «Εφ.Συν.» από τον Δήμο της Κύθνου, φαίνεται πως έχει εκταμιευτεί ποσό 4,3 εκατ. ευρώ.
Βάσει ποιας απόφασης όμως αποφασίστηκε να υλοποιηθεί η συγκεκριμένη δράση και όχι κάποια άλλη και γιατί δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί; To υπουργείο Οικονομικών δεν απάντησε ούτε σε αυτό το ερώτημα.
ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
Ολοι «λευκές περιστερές»
Χρειάστηκε να περάσουν 14 ολόκληρα χρόνια για να υπάρξει οριστική απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης για το σκάνδαλο της Siemens. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2022 έπεσαν οι τίτλοι τέλους με τη σοκαριστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων: όλοι αθώοι.
Από τους συνολικά 22 κατηγορουμένους που κάθισαν στο εδώλιο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κρίθηκαν αθώοι οι 20 κατά περίπτωση ομόφωνα και κατά πλειοψηφία. Το δικαστήριο αποφάσισε και την παύση της ποινικής δίωξης για πράξεις που έχουν τελεστεί ώς το 2002 λόγω παραγραφής.
Σημειώνεται ότι για τον φυγόδικο (σ.σ. εξαφανίστηκε στην Ουρουγουάη) Χρήστο Καραβέλα, σε βάρος του οποίου εκκρεμεί ποινή κάθειρξης 15 ετών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν εκδόθηκε απόφαση αφού δεν ασκήθηκε έφεση.
Η περίπτωση του Καραβέλα, που διέφυγε όπως ο Χριστοφοράκος ανενόχλητος στο εξωτερικό, δεν εξετάστηκε. Ανάμεσα στους αθώους ήταν οι: Μιχάλης Χριστοφοράκος, Πρόδρομος Μαυρίδης, Αλέξανδρος Αθανασιάδης, 8 αλλοδαποί -κυρίως Γερμανοί υπήκοοι-, Γιώργος Σκαρπέλης, Νικόλαος ΝΙΝΤΟ, Γιώργος Αργυρόπουλος, Δημήτριος Κουβάτσος, Παναγιώτης Νικάκης, Γιώργος Καλδής, Αλέξανδρος Λέτσας, Φάνης Λυγινός, Μάρθα Δημητριάδη-Καραβέλα.
Σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκαν 22 κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων τα πρώην στελέχη της Siemens Hellas, Μιχάλης Χριστοφοράκος, Χρήστος Καραβέλας, Πρόδρομος Μαυρίδης και τα πρώην στελέχη της Siemens Γερμανίας, Χάινριχ Φον Πίρερ, Μίκαελ Κουτσενρόιτερ (πρώην οικονομικός διευθυντής του κλάδου σταθερής τηλεφωνίας της μητρικής), Ράινχαρτ Σίκατσεκ (διαχειριστής των μαύρων ταμείων) για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα.
Η καθαρογραμμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αριθμούσε 3.997 σελίδες και αποτελούσε ουσιαστικά ένα αφήγημα διαφθοράς της μεταπολιτευτικής https://www.efsyn.gr/πολιτικής ιστορίας.